Καϊμακτσαλάν-Έδεσσα (20-22 Δεκέμβρη 1948)
Κωστόπουλος Τάκης
Εκτύπωση
Ας συνεχίσουμε τώρα τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1948. Ύστερα από λίγες μέρες πορείας με χιονοθύελλα φθάσαμε στο Καϊμακτσαλάν, στο χωριό Κερασιές. Στις 22-12-1948 η ταξιαρχία μας επιτέθηκε με 2 τάγματα στην Έδεσσα. Ο λόχος μου επιτέθηκε και κατέλαβε το χωριό Μεσημέρι που το υπερασπιζόταν μια διμοιρία στρατού και μια ΜΑΫδων. Αυτή ήταν και η μόνη επιτυχία της ταξιαρχίας μας. Η Ευδοξία εκείνο το βράδυ βρισκόταν στο σταθμό διοίκησης της ταξιαρχίας, κοντά στην Έδεσσα. Οπισθοχωρώντας προς τα υψώματα Λύκοι το βραδάκι κάτω από τα καταιγιστικά πυρά των τανκς φτάσαμε στο χωριό Νόρμα. Εκεί συνάντησα την Ευδοξία και της έφερα ένα μεγάλο δώρο· ένα καρβέλι ψωμί, λίγο τυρί και μια ολοκαίνουργια εγγλέζικη κουβέρτα χακί, την οποία σε λίγες μέρες μετέτρεψε σε πανταλόνι.
     Τις 5-6 μέρες που ακολούθησαν ώς τις 28-12-1948 τις αφιερώσαμε σε ξεκούραση, στην κριτική της μάχης και σ’ ένα στρατοδικείο που έγινε στην ύπαιθρο με κατηγορούμενο έναν λοχαγό του τάγματος, το Λάκη, φοιτητή από το Βόλο, γιατί εγκατέλειψε τη θέση του η οποία παρείχε κάλυψη στο λόχο μου από τυχόν επίθεση απ’ τη μεριά του Άγρα.
     Στο σύντομο αυτό σημείωμα που το αφιερώνω στη μνήμη της αγαπημένης μου Ευδοξίας, της Ντούσιας, όπως θα την φωνάζουν αργότερα οι φίλες και συνάδελφοί της στη Σοβ. Ένωση, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες των μαχών εκτός από ορισμένες πτυχές που αφορούν σε πρόσωπα που θυσιάστηκαν για να καλύψουν αδυναμίες άλλων και προπαντός των στελεχών της ανίκανης καθοδήγησης Ζαχαριάδη, δηλ. του Γούσια, του Βλαντά, του Μπαρτζιώτα.
     Έτσι στις 28-12-1948 με κάλεσε ο Γούσιας παρουσία του διοικητή της ταξιαρχίας Γ. Γεωργιάδη και μου είπε ότι με ορίζει λαϊκό επίτροπο του Στρατοδικείου στο οποίο θα δικαστεί ο λοχαγός Λάκης για εγκατάλειψη θέσης. Το στρατοδικείο θα συνεδριάσει στην ύπαιθρο για λόγους ασφάλειας από επιδρομές της αεροπορίας και θα παραβρεθούν αντιπροσωπείες απ’ όλα τα τμήματα. Κατάλαβα πού το πήγαινε. Ήθελε την καταδίκη του λοχαγού την οποία θα χρησιμοποιούσε αργότερα ενάντια στο Γεωργιάδη. Οι αντιρρήσεις που είχα –γιατί ο Λάκης ήταν φίλος μου και συναγωνιστής μου– δεν τον έπεισαν να με απαλλάξει. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα ύστερα από 40 χρόνια να περιγράψω την πολυπλοκότητα και τη σοβαρότητα των γεγονότων εκείνης της εποχής.
     Οι παραλείψεις του Λάκη ήταν πολύ σοβαρές και αυστηρά κολάσιμες. Υπήρχαν βέβαια και τα ελαφρυντικά στοιχεία για εκείνον που βάραιναν όμως άλλους, προϊσταμένους του, με πρώτο το Γούσια.
     Τη νύχτα εκείνη 22-12-1948 έκανε τρομερό ψύχος, χιόνι με παγωνιά πολλούς βαθμούς κάτω από το μηδέν. Με το τμήμα μου καθώς και του Λάκη περάσαμε τον ποταμό Βόδα στην περιοχή που βρίσκεται τώρα ο σταθμός της ΔΕΗ. Κανείς δεν είχε φροντίσει να φτιάξει μια πρόχειρη γέφυρα εκεί. Πηδούσαμε στα παγωμένα νερά πιασμένοι από ένα σχοινί για να μη μας παρασύρει το ρεύμα. Όταν περάσαμε στην απέναντι όχθη τα ρούχα μας πάγωσαν πάνω στο πετσί μας.
     Ο λόχος μου βρισκόταν σε κίνηση γιατί πέρασε στην επίθεση, κατέλαβε το χωριό, έβγαλε σκοπούς και οι μαχητές μπήκαν στα σπίτια, στέγνωσαν, ζεστάθηκαν, έφαγαν κι έτσι όλη τη μέρα αντέκρουσαν τις επιθέσεις. Οι μαχητές όμως του λόχου του Λάκη κόλλησαν στην παγωμένη γη με μέτωπο προς Άγρα κι όπως ήταν φυσικό οι πιο πολλοί πάγωσαν κι όσοι είχαν εφεδρικά εσώρουχα και πανταλόνια τους έπιασε ο ύπνος, με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν και να τραπούν σε φυγή, ευτυχώς προς το τέλος της ημέρας. Ο λόχος μου γλίτωσε την αιχμαλωσία ως εκ θαύματος. Πήρε τους τραυματίες, άφησε όμως τρεις νεκρούς στο πεδίο της μάχης.
     Στο Στρατοδικείο προσπάθησα, όσο μου ήταν δυνατόν, να δώσω στο Λάκη να καταλάβει πως έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του κι ακόμα τον ρώτησα μήπως οι γνώσεις και η εμπειρία του δεν ήταν αρκετές να διοικήσει λόχο, άρα μήπως φταίνε και κάποιοι άλλοι που τον τοποθέτησαν διοικητή. Ο Λάκης καθώς ήταν παλικάρι και περήφανος δεν έκανε χρήση αυτών των ελαφρυντικών. Έτσι ζήτησα να του επιβληθεί η εσχάτη των ποινών, πράγμα που έγινε. Αμέσως μετά παίρνω το λόγο και ζητώ από το στρατοδικείο να γίνει δεκτή μια αίτηση χάρητος. Το στρατοδικείο την αποδέχεται κι ο Λάκης αντί για εκτέλεση αμέσως παραδίδεται στη διμοιρία σαμποτέρ έως ότου έρθει απάντηση από το Γενικό Στρατηγείο.
     Το ίδιο βράδυ 28-12-1948 το εκστρατευτικό τμήμα επιτίθεται στην Αριδαία. Η ταξιαρχία μας είναι εφεδρεία εκτός από το τάγμα Τσικιρτζή που ανέλαβε αποστολή να εξοντώσει ένα λόχο του αντιπάλου που βρίσκεται οχυρωμένος στο σχολείο του χωριού Πιπεριά. Η επιτυχία στηρίζεται στο στοιχείο του αιφνιδιασμού, πράγμα αδύνατο γιατί ο αντίπαλος παρακολουθεί όλες τις κινήσεις. Ο αιφνιδιασμός δεν πέτυχε. Η μάχη μαίνεται, τα πάντσερ που έχουμε είναι μικρής εμβέλειας και δεν φτάνουν το στόχο. Ζητώ αντιαρματικό. Μόλις το στήνω ένα βλήμα όλμου το διαλύει σκοτώνοντας και τον ΠΕ του τάγματος Παπαδημητρίου. Τραυματίζομαι κι εγώ· ένα κομμάτι από βλήμα όλμου σφηνώνεται στην κλείδωση του αγκώνα στο αριστερό μου χέρι. Το αίμα τρέχει μα δεν πονώ, γι’ αυτό και δεν εγκαταλείπω τη μάχη. Η ώρα θα είναι 2 τα μεσάνυχτα. Προσπαθώ να πλησιάσω από αριστερά, το κρύο κι η παγωνιά δυναμώνει κι ο πόνος τώρα είναι αβάσταχτος. Ψάχνω για νοσοκόμα, πουθενά. Γίνεται χαλασμός από πυρά και προπαντός από εκρήξεις βλημάτων ολμίσκων που μας βρίσκουν παντού.
     Αποχωρώ μόνος προς το σταθμό διοίκησης της ταξιαρχίας. Στο δρόμο και μες στο πυκνό σκοτάδι μαθαίνω πως εκεί από βλήμα πυροβολικού σκοτώθηκε ο Ριζόπουλος, αξιωματικός πληροφοριών της ταξιαρχίας από το χωριό Λάγγα. Η Ευδοξία είναι καλά. Έμαθε για τον τραυματισμό μου μα δεν μπόρεσε να με βρει μέσα στο πανδαιμόνιο. Βρίσκω το σταθμό πρώτων βοηθειών. Εκεί ο φίλος μου, ο γιατρός Βασίλης Δαδαλιάρης,1 μου επιδένει το τραύμα. Μαζί με άλλους τραυματίες τραβάμε για το νοσοκομείο που βρίσκεται πάνω από τα λουτρά στο Καϊμακτσαλάν μέσα σε μια σπηλιά.
     Φτάνω εκεί το βράδυ της 29-12-1948 με αβάσταχτους πόνους. Βρίσκω το Δημ. Σιωμάδη ελαφρά τραυματισμένο από τη μάχη της Έδεσσας. Μένουμε εκεί ώς τις 2-1-1949 οπότε ολόκληρη φάλαγγα από τραυματίες περνούμε τα σύνορα και φτάνουμε στη Γιουγκοσλαβία. Εκεί στοιβαγμένοι σε κάτι παλιόσπιτα βρίσκω βαριά τραυματισμένη τη Μαρίκα από τον Αετό που έγραψα στην αρχή. Από τότε δεν την ξαναείδα.
     Οι Γιουγκοσλάβοι μας περιποιούνται και μας προωθούν στη Βουλγαρία και οι Βούλγαροι στη Ρουμανία για να καταλήξουμε τελικά στα Καρπάθια στην πόλη Σινάια της Ρουμανίας. Ο νους μου είναι στην Ευδοξία. Τι να απέγινε, ζει ή χάθηκε; Οι μέρες περνούν και οι πληροφορίες που φτάνουν είναι άσχημες. Μαθαίνουμε ότι στο χωριό Νόρμα σκοτώθηκε από επιπολαιότητα του διοικητή –ήταν ο Κουνέλης που είχε δημιουργήσει το πρόβλημα με τις τηλεφωνήτριες Ευδοξία και Βάσω– όλη η διμοιρία σαμποτέρ μαζί κι ο Λάκης από έκρηξη νάρκης, τύπου τελερμάιν, κατά την ώρα μαθήματος. Μια ανάσα παίρνουμε όταν μαθαίνουμε για την κατάληψη της Νάουσας. Αμέσως μετά έρχεται η ψυχρολουσία από την αποτυχία της Φλώρινας. Μόνη προσωρινή επιτυχία η κατάληψη του Καρπενησίου.
     Στη Σινάια βρίσκεται το άλλοτε πολυτελές καζίνο που διέθετε αίθουσες θεάτρου με περιστρεφόμενη σκηνή, το οποίο έχει μετατραπεί σε χειρουργείο και νοσοκομείο. Το προσωπικό μας φέρεται άψογα, οι γιατροί είναι επιφανείς καθηγητές, ο χειρούργος μάλιστα έχει ανακληθεί από το Παρίσι.
     Εδώ βρίσκεται και η Θάλεια Χατζηδάκη, η γυναίκα του Πορφυρογένη. Φαίνεται κάπως παραγκωνισμένη. Ασχολείται με μεταφράσεις από γαλλικά περιοδικά και εφημερίδες για τις ανάγκες, προφανώς, του κινήματος και του ραδιοφωνικού σταθμού μας.
     Είμαι μέλος της κομματικής επιτροπής του νοσοκομείου αλλά και ο μόνος που μπορώ και κινούμαι γιατί είμαι τραυματισμένος στο χέρι. Η Θάλεια με παίρνει για γραμματέα της στις μεταφράσεις. Παίρνω μέρος σε συσκέψεις, ταξιδεύω με το Λευτέρη Αποστόλου –αδελφό της Ηλέκτρας Αποστόλου που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στην Αθήνα– και τον Πορφυρογένη στο Βουκουρέστι.
     Εδώ θα σταθώ για λίγη αυτοκριτική, άλλωστε αυτό δεν το απέκρυψα από την Ευδοξία και πολλές φορές το διηγιόμουν αργότερα στη Σοβιετική Ένωση. Ύστερα από τόσες και τόσες ταλαιπωρίες, πείνα, δίψα, τραυματισμούς, σκληρές μάχες κι ολονύκτιες πορείες, η ζωή μας στο καζίνο έμοιαζε με παράδεισο. Νεαρές, όμορφες, μορφωμένες και καλλιεργημένες διερμηνείς, γιατροί και νοσοκόμες Ελληνορουμάνες, Ρουμάνες και Μαγιάρες (Ουγγαρέζες) μας φροντίζουν και μας περιποιούνται. Ήμασταν γι’ αυτές θρύλος, οι ηρωικοί αγωνιστές που μάχονταν για τα πανανθρώπινα ιδανικά της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Στην ηλικία που βρισκόμουν τότε (25 χρονών) ήταν αδύνατον ν’ αποφύγεις τον πειρασμό.
     Μια απ’ αυτές η Αιμιλία Γκρου με μάγεψε σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορώ ή και να μη θέλω να θυμάμαι την Ευδοξία. Φεύγοντας μου αφιέρωσε και κάποιες φωτογραφίες της που τις κρατούσα σαν μια παλιά ανάμνηση και στη Σοβ. Ένωση.
     Στα τέλη Μαρτίου 1949, αφού μου αφαίρεσαν με εγχείριση το βλήμα, έγινα τελείως καλά. Στις αρχές Απρίλη γύρω στους 800 αναρρώσαντες τραυματίες, κυρίως από τη Ρουμανία, γυρίσαμε στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας, Γιουγκοσλαβίας με γιουγκοσλαβικά αυτοκίνητα μέχρι το Λευκώνα Πρεσπών. Με βάση αυτό το δυναμικό συγκροτήθηκε η 105η ταξιαρχία του ΔΣΕ με διοικητή το Θανάση Γκένιο (Λασάνη) και ΠΕ το Λεωνίδα Τζεφρώνη. Τη διοίκηση του 2ου τάγματος ανέλαβε ο Αλέκος Καπλάνης με ΠΕ εμένα. Η ταξιαρχία ήταν εφεδρική της 10ης μεραρχίας με διοικητή το Νίκο Θεοχαρόπουλο (Σκοτίδα) και ΠΕ το Νίκο Μπελογιάννη.
     Κατασκηνώσαμε κοντά στο νοσοκομείο της μεραρχίας όπου προΐστατο ο Βασίλης Δαλαγιάννης στα υψώματα βόρεια από το χωριό Ανταρτικό. Ε, λοιπόν, από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου ξανά στην Ελλάδα, και μάλιστα στην τελευταία, την πιο δύσκολη φάση του δράματος που παιζόταν στο Βίτσι και στο Γράμμο, η σκέψη μου ήταν στην Ευδοξία. Κάποιες τύψεις με βασάνιζαν μέρα νύχτα κι ένας τρελός έρωτας φλόγιζε την καρδιά μου. Ρωτούσα όποιον έβρισκα να μάθω αν ζει και πού βρίσκεται. Μου είπαν πως πήρε μέρος σ’ όλες τις δύσκολες μάχες της Νάουσας που είχε επιτυχία μα και της Φλώρινας όπου έμεινε κλεισμένη στον κλοιό, πως δίπλα της σκοτώθηκε ο νέος ταξίαρχος της 14ης ταξιαρχίας ο Λευτεριάς. Και πως τώρα, αρχές Μαΐου 1949, βρίσκεται στο τηλεφωνικό κέντρο της 14ης ταξιαρχίας η οποία βρίσκεται στα υψώματα Μπέλα Βόντα πάνω από τη Φλώρινα ανάμεσα στο Πισοδέρι και τον Άγιο Γερμανό. Έκλαψα από χαρά. Ώστε θα δω το γελαστό προσωπάκι της, το άδολο βλέμμα της;
     Επιδίωξα επαφή μαζί της τηλεφωνικά. Της είπα να ζητήσει μετάθεση στην 105η ταξιαρχία και να έρθει να με βρει. Η μετάθεση ήταν αδύνατη. Ο νέος ταξίαρχος Σοφιανός ήταν ανένδοτος. Της έδωσε όμως άδεια να έρθει να με δει.
     Ήταν απομεσήμερο του Μάη όταν, μαζί με την υπεύθυνη γυναικών της 105ης ταξιαρχίας, Ανθούλα, πήγαινα από την έδρα της ταξιαρχίας στην έδρα του τάγματος. Το δρομάκι περνούσε μέσα από το δάσος όπου άκουγες το κελάηδημα των πουλιών, πράγμα πολύ σπάνιο στα ταραγμένα και αιματοβαμμένα βουνά την εποχή εκείνη. Η Ανθούλα με ρώτησε αν είμαι παντρεμένος κι εγώ, κάπως αμήχανα κι ένοχα, είπα όχι. Προχωρώντας πιο πέρα σταμάτησα για λίγο κοντά σε μια βρύση με κρύο, γάργαρο νερό κοντά στο ορεινό χειρουργείο. Βλέπω στην πλαγιά του δάσους ν’ ανηφορίζει ένας επιλοχίας μ’ ένα αυτόματο στον ώμο. Τα ’χασα, σάστισα, έκανα μια στροφή προς τη βρύση κι έκανα πως τάχα θέλω να πιώ νερό. Εκείνη τη στιγμή πήδηξε επάνω μου ο επιλοχίας κι εγώ γύρισα απότομα. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Ανθούλας. «Ανθούλα», της λέω, «να σου συστήσω την αρραβωνιαστικιά μου, τη γυναίκα μου. Τη λένε Ευδοξία». «Άαα! ώστε είσαι παντρεμένος!», ήταν η απάντησή της.
     Μείναμε κοντά στο νοσοκομείο όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, μα κοιμηθήκαμε χώρια.
     Η 14η ταξιαρχία που την είχε προβιβάσει στο βαθμό του επιλοχία μηχανικού και είχε προτείνει στο Γενικό Αρχηγείο να ονομαστεί ανθ/γός μηχανικού για ηρωισμό και ανδραγαθία στη μάχη της Φλώρινας δεν την άφηναν να έρθει, όπως έγραψα, στην 105η ταξιαρχία. Χρειάστηκε η επέμβαση του Νίκου Μπελογιάννη και του Σκοτίδα. Έτσι μια μέρα του Μάη ύστερα από την επιτυχή μάχη στα Κουλουκουθούρια πήγα στην έδρα της 14ης ταξιαρχίας, την πήρα απ’ το χέρι και φύγαμε. Τότε της δώρισα κι ένα ωρολόγι του χεριού που είχα αλλάξει με ένα ’Ωμέγα τσέπης μ’ ένα μαχητή του ΔΣΕ.
     Το βράδυ μείναμε στο χωριό Ανταρτικό κι ήταν η πρώτη βραδιά που πλαγιάσαμε μαζί. Από τότε μέχρι την υποχώρησή μας στις 29-8-1949 βρισκόμασταν σχεδόν πάντα ο ένας πλάι στον άλλον σε όλες τις δοκιμασίες και σε όλες τις μάχες. Θα αναφερθώ μόνο σε μια απ’ αυτές γιατί παραλίγο να είχε έρθει τότε το μοιραίο τέλος.
     Η επίθεση που εκδηλώθηκε στα μέσα Ιουλίου από τον κυβερνητικό στρατό στο Βίτσι τελείωσε άδοξα για τον ΔΣΕ μέσα σε 2-3 μέρες. Τα τμήματα του ΔΣΕ μέσω Αλβανίας πέρασαν στο Γράμμο. Μαζί κι εγώ με την Ευδοξία. Το σύνθημά μας «άπαρτο Βίτσι, απάτητος Γράμμος» είχε διαψευστεί κατά το ήμισυ. Όλοι μας πάθαμε ένα μεγάλο σοκ μα δεν τολμούσαμε να πούμε σε κανέναν τίποτα. Στο βάθος όμως πιστεύαμε ότι η ηγεσία κρατούσε κάποια κρυμμένα χαρτιά που θα τα έβγαζε την κατάλληλη ώρα. Σύντομα όμως όλα αυτά αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες, το τέλος πλησίαζε με αφάνταστα γρήγορους ρυθμούς. Η χαριστική βολή είχε δοθεί από καιρό με το περίφημο εκείνο «Σφερνούν» του Στάλιν – και ομότιτλο βιβλίο του Μέρτζιου «Να τα μαζέψουμε».
     Όλα τα τμήματα του ΔΣΕ συγκεντρώθηκαν στο Γράμμο περιμένοντας την εκδήλωση της νέας επίθεσης η οποία εκδηλώθηκε στα μέσα Αυγούστου. Η ταξιαρχία μας κατέλαβε θέσεις στον Ανατολικό Γράμμο με έδρα διοίκησης τη θέση Φλάμπουρο.
     Εγώ υπηρετώ στη διοίκηση της 105ης ταξιαρχίας ως βοηθός του ΠΕ Λ. Τζεφρώνη με διοικητή τον Γιώργη Τσικαρδώνη και επιτελάρχη το Θόδωρο Καλλίνο (Αμάρμπεη).
     Θα ήταν 25 ή 26 Αυγούστου όταν αποβραδύς πήρα εντολή να πάω στην έδρα το 3ου τάγματος που διοικούσε ο καπετάν Στάθης για δυο λόγους: ο πρώτος λόγος ήταν να συνοδεύσω και να παραδώσω στο διοικητή, τον πρώην γραμματέα της ΚΕ του ΕΑΜ στην Κατοχή, Θανάση Χατζή και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος είχε καθαιρεθεί γιατί ήρθε σε σύγκρουση με τον Ζαχαριάδη. Η εντολή ήταν να χρησιμοποιηθεί ως ακροβολιστής με την ελπίδα ότι θα σκοτωνόταν κι έτσι η ηγεσία θα ξεμπέρδευε μαζί του ανώδυνα, ίσως να του αφιέρωνε και κανένα φλογερό επικήδειο. Ο δεύτερος λόγος ήταν να δώσω εντολή να αλλάξει η διάταξη του τάγματος κι ώς το πρωί να επιστρέψω στην έδρα. Έτσι κι έγινε. Όταν επέστρεφα χαράματα στην έδρα έγινε η επίθεση του κυβερνητικού στρατού με καταιγιστικά πυρά πυροβολικού και όλμων στην αρχή και στη συνέχεια με αλλεπάλληλα κύματα βομβαρδιστικών αεροπλάνων που έριχναν ρουκέτες, βόμβες, βλήματα, χειροβομβίδες, βαρέλια με βενζίνη και άλλα εύφλεκτα υλικά. Με δυο λόγια καίγονταν ο τόπος, πραγματική κόλαση πυρός. Πολλά τμήματα είχαν σχεδόν κυκλωθεί και μάχονταν σκληρά.
     Στην έδρα δεν βρήκα κανέναν. Πολλοί μαχητές ανάμεσά τους και τραυματίες περιφέρονταν πανικόβλητοι μέσα στο δάσος. Πιο πέρα στη χαράδρα, κοντά στις αποθήκες τροφίμων και πυρομαχικών, ένας λόχος τραυματιοφορέων καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια. Από παντού σφυρίζουν οι σφαίρες των πολυβόλων και των αυτομάτων. Κανείς δεν ξέρει τι να κάνει.
     Ρωτώ έναν αξιωματικό να μου πει τι γίνεται κι αυτός μου απαντάει «σύντροφε, είμαστε κυκλωμένοι, ο καθένας, όπως μπορεί, ας ξεφύγει». Η πρώτη μου δουλειά ήταν να συγκεντρώσω όλους τους τραυματίες όπως τον παλιό μου φίλο και συναγωνιστή, Νίκο Σαββόπουλο από το Καλοχώρι Καστοριάς, να τους δώσω όπλα και αυτόματα. Έτσι συγκέντρωσα γύρω στους 35 μαχητές. Κάθισα κάτω από ένα δένδρο, προσπάθησα να συγκεντρωθώ και να πάρω μια απόφαση. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να χτυπήσω με συγκεντρωτικά πυρά σε ένα σημείο μέσα στο δάσος να σπάσω τον κλοιό και να φύγω προς την κατεύθυνση από την οποία είχε εκδηλωθεί η επίθεση και μετά να τραβήξω για τα Καστανοχώρια κι από κει για Σινιάτσκο-Βίτσι. Τέτοιο εγχείρημα είχα κάνει και τον Ιούλιο του 1948 στο Γράμμο και πέτυχα. Ο αντίπαλος δε θα το περίμενε. Ύστερα ρώτησα αν είδε κανείς προς ποια κατεύθυνση τράβηξε ο διοικητής της ταξιαρχίας. Μου είπαν πως έφυγε προς το ερειπωμένο χωριό Γράμμουστα και πως μαζί τους ήταν και η Ευδοξία με τον τηλεφωνικό σάκο στον ώμο. Τότε πήρα την απόφαση να χτυπήσω προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που σχεδίαζα, δηλ. προς τη Γράμμουστα.
     Τράβηξα μπροστά με το αυτόματο στο χέρι. Όσο προχωρούσαμε στη δασωμένη πλαγιά τα πράγματα ήταν καλά. Μόλις όμως βγήκαμε στο ξέφωτο και πλησιάζαμε την κορυφή τα πυρά θέριζαν κυριολεκτικά. Ο ήλιος έγερνε στο βασίλεμα. Τα αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά μα δεν πολυβολούσαν μη χτυπήσουν τους δικούς τους και για καλή μας τύχη η κορυφή ήταν ακόμα ανοιχτή. Από δεξιά μας σε απόσταση 50 μέτρων έτρεχαν οι στρατιώτες όρθιοι βάζοντας κατά πάνω μας. Μια ριπή προς το μέρος τους τους καθήλωσε για 10 λεπτά στο έδαφος, χρόνος αρκετός για να περάσουν προς την αντίθετη πλαγιά πάνω από 100 με 150 μαχητές. Οι υπόλοιποι έστριψαν αριστερότερα και πέρασαν άλλοι τόσοι.
     Νύχτωσε. Στον κλοιό που είχε ήδη σχηματιστεί έμειναν πολλοί μαζί μαχητές κι άλλοι τραυματίστηκαν κι άλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Από το τμήμα είχαν σκοτωθεί πάνω από 10 άτομα και τραυματίστηκαν πολλοί. Συγκέντρωσα κι άλλους και πήρα την απόφαση να μην κατέβω στη χαράδρα, στο χωριό Γράμμουστα, αλλά να τραβήξω για την κορυφή του Γράμμου, το 2522. Βαδίζοντας προς αυτή την κατεύθυνση νύχτα πέσαμε σε ενέδρα που είχε στήσει ο στρατός. Έτσι αναγκάστηκα να κατέβω στη Γράμμουστα. Εκεί συνάντησα τη διοίκηση και πολλούς μαχητές άλλων τμημάτων. Εκεί βρήκα και την Ευδοξία, την αγκάλιασα κλαίγοντας. Είχαμε νικήσει το χάρο. Της πήρα το τηλέφωνο και την άφησα να κουβαλάει την κόρη μας την Αγνή που κουβαλούσε στην κοιλιά της.
     Στα τμήματα επικρατούσε σύγχυση. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν να περάσουμε την κορυφή ή μάλλον τον αυχένα ανάμεσα στα υψώματα της Αετομηλίτσας (Ντένιτσκο) και την κορυφή του 2522. Η πλαγιά και το βουνό είναι γυμνό και βραχώδες. Υπάρχει μόνο ένα μονοπάτι που είναι επισημασμένο από καιρό από τον αντίπαλο και ο οποίος όλη τη νύχτα βομβαρδίζει με το βαρύ πυροβολικό από τη Γουρούσια της Κοτύλης. Ώς το πρωί όλα τα τμήματα είχαν περάσει το δύσκολο αυτό μονοπάτι. Το πρωί είχε αρχίσει η επίθεση για την κατάληψη του 2522. Ισχυρές δυνάμεις του εθνικού στρατού βάδιζαν κατά μήκος των συνόρων να μας κόψουν το δρόμο της υποχώρησης προς το χωριό Χιονάδες. Ευτυχώς που τα τμήματα της Σχολής αξιωματικών τους έφραξαν το δρόμο. Το 2522 αντιστέκονταν ζωσμένο με τους καπνούς των εκρήξεων.
     Την επομένη 29-8-1949 μέσω του χωριού Χιονάδες περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στο αλβανικό έδαφος.
 
 
 
Έτσι τελείωσε η τρίχρονη σκληρή και αιματηρή δοκιμασία και άρχιζε μια άλλη ζωή μακριά από την πατρίδα.
     Την άλλη μέρα όλα τα τμήματα παραδώσαμε όλο τον οπλισμό μας. Μας κατέλαβε ένα αίσθημα θλίψης γιατί μόνο τότε συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε χάσει οριστικά τον αγώνα, πως ήμασταν οι ηττημένοι. Κι ας μας διαβεβαίωνε η ηγεσία μας για το αντίθετο, για μια προσωρινή ανάπαυλα για το δεύτερο γύρο. Από την άλλη μεριά γεννιόνταν σε μας κάποιες ελπίδες γιατί τουλάχιστον θα ξεκουραζόμασταν, έστω και για λίγο, ύστερα από τόσες ανείπωτες ταλαιπωρίες.
     Η Ευδοξία δεν ένιωθε καλά γι αυτό κι έφυγε για το νοσοκομείο της Κορυτσάς –ήταν, όπως είπα, έγκυος. Εκεί βρήκε την «πεθερά» μας την αείμνηστη αγωνίστρια Σουλτάνα Λιάκου, σύζυγο του αγωνιστή, καπετάνιου του ΕΛΑΣ και ταξιάρχου του ΔΣΕ Παπαδημητρίου Ηλία (καπετάν Λιάκου) από το χωριό Τσακνοχώρι Τσοτυλίου. Κι οι δυο τους άφησαν την τελευταία τους πνοή στα Σκόπια Γιουγκοσλαβίας όπου έζησαν το 1974-76 όταν επέστρεψαν από τη Σοβιετική Ένωση.
     Εγώ με την ταξιαρχία έφυγα για το στρατόπεδο στο χωριό Μπουρέλι. Ύστερα από 15-20 μέρες στο Μπουρέλι άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες φήμες ότι γρήγορα θα φεύγαμε για άλλη χώρα. Συγχρόνως όμως η ηγεσία και συγκεκριμένα ο Βλαντάς καλούσε κατ’ ιδίαν έναν έναν, κυρίως αξιωματικούς, και τους έκανε διάφορες ερωτήσεις που άφηναν την εντύπωση ότι ετοίμαζαν παράνομες αποστολές στην Ελλάδα. Εμένα π.χ. με ρωτούσε για ώρες αν ξέρω καλά τη Θεσσαλονίκη, αν έχω δικούς μου, γνωστούς κι αν είμαι διατεθειμένος να πάω για δουλειά εφόσον χρειαστεί. Απάντησα θετικά.
     Έγραφα σχεδόν καθημερινά στην Ευδοξία να έρθει όσο μπορεί πιο γρήγορα από την Κορυτσά γιατί υπήρχε κίνδυνος να μας στείλουν σε διαφορετικές χώρες, όπως έγινε με πολλά ζευγάρια που έκαναν 2-3 χρόνια να ενωθούν. Στις αρχές του Οκτώβρη έφτασε επιτέλους στο Μπουρέλι κι έτσι μαζί επιβιβαστήκαμε στο φορτηγό σοβιετικό πλοίο «Βλαδιβοστόκ» χωρητικότητας 12.000 τόνων στα αμπάρια του οποίου έγιναν πρόχειρα κρεβάτια για να μεταφέρουν 1000 περίπου μαχητές. Το πλοίο έφυγε από το Δυρράχιο στις 16-10-1949 για άγνωστη κατεύθυνση. Μόνον ύστερα από 8 μέρες που φτάσαμε νύχτα στην Κωνσταντινούπολη αρχίσαμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις. Και την επομένη πλέοντας στη Μαύρη θάλασσα προς Οδησσό μας ανακοίνωσαν πως πηγαίναμε στη Σοβιετική Ένωση. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Μια μέρα μετά αποβιβαστήκαμε στην πόλη Πότι κοντά στο Σουχούμι.
     Ήμασταν εξαντλημένοι και κατάκοποι, νηστικοί και διψασμένοι. Το πλοίο δεν είχε τη δυνατότητα να μας εφοδιάσει με πόσιμο νερό. Τρώγαμε μόνο ξηρά τροφή (κονσέρβες) όλο το διάστημα. Η μεγάλη τρικυμία στο Αιγαίο μας εξάντλησε ακόμη πιο πολύ. Εδώ στο Πότι μείναμε λίγες μέρες. Φάγαμε ζεστό φαΐ, πλυθήκαμε, περάσαμε από κλίβανο. Ύστερα μας στρίμωξαν σε κάτι βαγόνια που έγραφαν 20 ίπποι, 200 πρόβατα, 1000 κότες. Έτσι φτάσαμε στο Μπακούμ, πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Επιβιβαστήκαμε σε πολυτελή πλοία για την απέναντι όχθη της Κασπίας θάλασσας στο Κρασνοβόρτσκ της Τουρκμενικής Δημοκρατίας. Επιβιβαστήκαμε πάλι σε φορτηγά βαγόνια κι έτσι στις 4-11-1949 το μεσημέρι φτάσαμε στην πόλη Τασκένδη, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν. Ήταν παραμονές της 32ης επετείου της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
     Οι μαχητές και αξιωματικοί της 105ης ταξιαρχίας, περίπου 800 άτομα, πήγαμε στην 8η «Πολιτεία» από τις 15 που είχαν δημιουργηθεί. Η μικρή αυτή «Πολιτεία», που αποτελούνταν από μονώροφα κτίσματα, παραπήγματα και στρατώνες, βρισκόταν κοντά στο υφαντουργικό εργοστάσιο της πόλης που εκείνη την εποχή αριθμούσε 22.000 εργάτες. Σ’ αυτό θα δουλεύαμε κι εμείς.
     Είναι αλήθεια ότι οι Σοβιετικοί μας δέχτηκαν πολύ καλά και μας περιποιήθηκαν με πατρική στοργή. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν τεράστιες δυσκολίες γιατί μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος ο οποίος εκτός από τα 20.000.000 θύματα είχε συσσωρεύσει και τεράστιες καταστροφές. Και ενώ αντιμετώπιζε σοβαρά επισιτιστικά προβλήματα για το λαό της, εμείς τρώγαμε πλουσιοπάροχα για την εποχή εκείνη.
 
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Θα ήθελα να γράψω δυο λόγια για τον αγωνιστή, το γιατρό, τον άνθρωπο Βασίλη Δαδαλιάρη.
     Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Βουβάλια Ελασσόνας. Στην περίοδο της Κατοχής πήρε ενεργό μέρος στον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα από τις τάξεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Για τη δράση του αυτή, το Μάρτη του 1944, εξελέγη αντιπρόσωπος (βουλευτής) της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) που συνήλθε, το Μάη του 1944, στους Κορυσχάδες Ευρυτανίας και εξέλεξε την κυβέρνηση του βουνού. Η ψηφοφορία έγινε στις κατεχόμενες πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας.
     Κατατάχτηκε στο ΔΣΕ και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες ως γιατρός και υπεύθυνος στα διάφορα νοσοκομεία του ΔΣΕ. Συνδέθηκα μαζί του πολύ φιλικά, το 1949 τον Απρίλη, όταν επέστρεψα από τη Ρουμανία όπου νοσηλεύτηκα μετά τον τραυματισμό μου στο χωριό Πιπεριά Αριδαίας. Τον συνάντησα στο ορεινό νοσοκομείο της ΙΧ μεραρχίας που βρισκόταν στο δάσος απέναντι από το χωριό Ανταρτικό στην περιοχή των Πρεσπών. Τότε μου διηγήθηκε εμπιστευτικά συγκλονιστικές λεπτομέρειες από τη σύλληψη, την καταδίκη και την εκτέλεση του αειμνήστου Γεωργιάδη, διοικητή της 14ης ταξιαρχίας της ΙΧ μεραρχίας του ΔΣΕ. Με τον Γεωργιάδη συνδέονταν πολύ στενά κι επειδή ήταν και οι δυο μελαχρινοί και έμοιαζαν φυσιογνωμικά και σωματικά αποκαλούσε ο ένας τον άλλο «Aδελφέ». Ο Δαδαλιάρης ήταν ίσως ο μόνος που τον επισκεπτόταν εκεί που κρατούνταν, του πήγαινε τσιγάρα, κάλτσες και ρούχα ζεστά.
     Αψηφώντας τον κίνδυνο να κακοχαρακτηριστεί και να έχει σοβαρές συνέπειες ζήτησε να παραστεί στο στρατοδικείο ως μάρτυρας υπεράσπισης κι αυτό έγινε δεκτό. Φυσικά αυτό εξυπηρετούσε και τα σχέδια του Γούσια για δήθεν αντικειμενική δίκη. Πρόεδρος του στρατοδικείου διορίστηκε από τον Γούσια, τον Ζαχαριάδη, τον Βλαντά, τον Μπαρτζιώτα ο δικηγόρος Παναγιώτης Τζήμας από την Καστοριά, αδελφός του Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη) που ήταν αντιπρόσωπος του ΕΑΜ στο Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Αυτός αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση γιατί τα στοιχεία που του έδωσαν ήταν προκατασκευασμένα και ανυπόστατα. Επειδή όμως ήταν γνωστός και αδελφός του Σαμαρινιώτη δεν ήταν δυνατόν να τον εξοντώσουν και τον έστειλαν στη Ρουμανία για να μη βρίσκεται στα πόδια τους και τους δημιουργεί προβλήματα.
     Έτσι ο Γούσιας όρισε πρόεδρο του στρατοδικείου τον Τάκη Γκαστή, υποχείριό του. Θα αναφέρω μόνο ένα περιστατικό από τη διεξαγωγή της δίκης (παρωδία) στο στρατοδικείο. Στην απολογία του ο Γεωργιάδης είπε: «Σύντροφοι δικαστές, με κατηγορείτε για προδοσία ως πράκτορα του ιμπεριαλισμού. Αρνούμαι κατηγορηματικά αυτές τις κατηγορίες. Υπήρξα πάντα τίμιος αγωνιστής και πατριώτης. Μπορείτε να με κατηγορήσετε σαν έναν ανίκανο αξιωματικό που έχασε μια μάχη –εννοούσε την αποτυχία κατάληψης της Έ     δεσσας τον Δεκέμβρη του 1948– ή και για άλλες ακόμη αποτυχημένες ενέργειες, αλλά τότε θα έπρεπε να δικάσετε αυτόν εδώ (και δείχνει τον Γούσια), ο οποίος ενώ επιστράτευσε 3000 νέους από τη Ρούμελη για να τους φέρει στο Γράμμο το χειμώνα του 1948 έφερε μόνο 650. Οι άλλοι άοπλοι, ξυπόλυτοι, νηστικοί, πέθαναν απ’ τις κακουχίες και την πείνα, σκοτώθηκαν, πνίγηκαν περνώντας πεζοί την αβαθή λίμνη της Κάρλας. Κι είχε την αναίδεια να την ονομάσει «ηρωική φάλαγγα και πορεία».
     Έξαλλος ο Γούσιας απευθύνεται στο στρατοδικείο· «κλείστε του το στόμα, ράψτε το». Κι απευθυνόμενος στο Γεωργιάδη: «Μου τη γλίτωσες στα Πιέρια, αλλά δε θα μου τη γλιτώσεις τώρα». Και το στρατοδικείο του επέβαλε την ποινή του θανάτου διά τουφεκισμού.
     Κατά τη διάρκεια της πορείας στα Πιέρια, ο Γεωργιάδης είχε διαφωνήσει σε πολλά ζητήματα με το Γούσια γιατί ο Γεωργιάδης ήταν έμπειρος αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων. Η τελευταία του επιθυμία, πριν την εκτέλεσή του, ήταν· «Δώστε μου πέντε λεπτά παράταση». Στο διάστημα αυτό έβγαλε τη στολή του, τις μπότες του και είπε «παιδιά, αυτά να τα δώσετε σε κανένα γυμνό μαχητή» και ανοίγοντας το πουκάμισό του λέει στο εκτελεστικό απόσπασμα «σύντροφοι, εσείς δεν φταίτε, άλλοι σας έβαλαν που κάποτε θα πληρώσουν. Χτυπάτε, λοιπόν».
     Αυτός ήταν ο ηρωικός και ταλαντούχος επιτελικός αξιωματικός του ΔΣΕ που τόσο άδικα και απάνθρωπα έφυγε από τη ζωή. Την εκτίμησή μου γι’ αυτόν τη διαμόρφωσα από προσωπικά βιώματα μαζί του (Δεκ. του 1948), από όσα διάβασα στο βιβλίο του Πέτρου Ανταίου «Η ελπίδα πάγωσε στις κορφές» και από την αφήγηση του γιατρού Δαδαλιάρη.
     Με το Δαδαλιάρη, λοιπόν, βρεθήκαμε πάλι μαζί, μετά την ήττα μας και την υποχώρηση στην Τασκένδη, στην ίδια πολιτεία. Υπηρετούσε στα ιατρεία ενός μεγάλου εργοστασίου που κατασκεύαζε μηχανές για τη βιομηχανία παραγωγής υφασμάτων.
     Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968 τάχθηκε με την ανανέωση. Η τελευταία μας συνάντηση έγινε στο σπίτι μου σε μια συγκέντρωση είκοσι περίπου αξιωματικών από τους οποίους οι πιο πολλοί ανήκαν στο ΚΚΕ εσωτ. για ενημέρωση μετά την επιστροφή μου από τη Μόσχα και τη συνάντησή μου με το Μάρκο Βαφειάδη. Όταν έφυγαν οι άλλοι, τον κράτησα και δειπνήσαμε μαζί. Ήταν η τελευταία φορά, ύστερα από λίγο πέθανε από καρδιακή προσβολή.
     Παρά το γεγονός ότι ήταν ανοιχτά τοποθετημένος με το ΚΚΕ εσωτ. κάτω από την πίεση της Ελληνικής Παρτιζάνικης παροικίας το προεδρείο του συλλόγου Πολιτικών Προσφύγων και η ΚΕ Τασκένδης του ΚΚΕ τον εξέθεσε σε λαϊκό προσκύνημα στην αίθουσα τελετών του συλλόγου. Τον θάψαμε στο κεντρικό νεκροταφείο κοντά στην 4η πολιτεία των πολιτικών προσφύγων. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Αλέκος Ρόσιος (Υψηλάντης), φιλόλογος, στρατηγός του ΔΣΕ.


(από το βιβλίο: Τάκης Κωστόπουλος, Με τους αντάρτες στη Δυτική Μακεδονία: Αναμνήσεις από Κατοχή, Εμφύλιο, Τασκένδη, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VII, Βιβλιόραμα-Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2006)