[Πέρασε ο πόλεμος, ήλθε Γερμανο-Ιταλο-Βουλγαρική Κατοχή]
Καρτέρης Παύλος
Εκτύπωση
Πέρασε ο πόλεμος, ήλθε Γερμανο-Ιταλο-Βουλγαρική Κατοχή. Μετά πολύ δύσκολες μέρες. Ευτυχώς γυρίσανε τα αδέλφια μου σώα. Κι όλα τα παιδιά του χωριού μας, Αγίου Χαράλαμπου, γυρίσανε όλοι ζωντανοί. Μόνο ένας τραυματίας γύρισε.
     Περάσαμε την πείνα το 1941 γιατί οι δυνάμεις Κατοχής πήρανε τα αγαθά από την Ελλάδα και πεθάνανε στις πόλεις πολλοί άνθρωποι. Στο χωριό μου ένας πέθανε. Γιατί τότε όλοι τρώγαμε λάχανα. Όποιος είχε λίγο αλεύρι έφτιαχνε λίγη χορτόπιτα (μπλανόπιτα τη λέγαμε). Και βγήκαμε από την δύσκολη ζωή της πείνας.
     Μόλις εξαντληθήκανε τα λίγα αποθέματα του αλεύρου, οι δικοί μου είχανε σπείρει κριθάρι σε ένα χωράφι που το είχε πάρει προίκα ο μεγάλος αδελφός μου ο Γιώργος και το θερίσανε χωρίς να ωριμάσει καλά. Το λιάσανε και μετά το χτυπήσανε με ένα ξύλο και βγήκε ο καρπός. Βγάλανε γύρω στις δεκαπέντε οκάδες –τότε η οκά τετρακόσια δράμια, το δράμι τρία γραμμάρια περίπου– και το πήρα στον ώμο και το πήγα στο μύλο στα Πετράλωνα –στου Βασιλάκη το μύλο τον λέγαν– είχε και μαντάνια. Αυτό το λίγο αλεύρι που έγινε από κριθάρι το φτιάχναμε γαλατόπιτα ή κουρκούτι ώσπου έγιναν τα σιτάρια.
     Εμείς, η οικογένειά μας, είχαμε και λίγα κάστανα και τα βράζαμε. Ανάμεσα ήταν και χαλασμένα, αλλά για να γεμίζει το στομάχι τα ρίχναμε όλα στο στόμα.
     Στο χωριό μου, τον Άγιο Χαράλαμπο, από τον στρατό Κατοχής μόνο μια φορά περάσανε Ιταλοί χωρίς να κάνουν κανένα κακό. Από το 1942 βγήκανε οι δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης και φοβότανε οι Ιταλοί. Ο γερμανικός στρατός δεν έβγαινε έξω από το δημόσιο δρόμο. Όπου πέρναγαν όλα τα ρημάζανε. Καίγανε, σκοτώνανε, γενικά λεηλατούσαν.
     Ανάμεσα στον στρατό Κατοχής υπηρετούσαν κι Έλληνες χωροφύλακες κι άλλοι οι λεγόμενοι Χίτες. Αυτοί κάνανε τα πολλά όργια. Όταν πέφτανε στα χέρια των ανταρτών τους γδέρνανε γιατί γίνανε προδότες. Οι δυνάμεις των ανταρτών στα χωριά είχανε οργανώσει τους κατοίκους, άλλοι είχανε οργανωθεί στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) με στρατό τον ΕΛΑΣ κι άλλοι στον ΕΔΕΣ (αυτοί ήταν ευνοούμενοι των Άγγλων). Εκεί ρίχνανε τις λίρες, ρουχισμό κι οπλισμό, στον ΕΛΑΣ ρίχνανε τα πιο λίγα –υπήρχαν κι άλλες μικροοργανώσεις.
     Αρχικά ήταν όλοι ενωμένοι για έναν σκοπό για να κτυπήσουν τους κατακτητές. Μετά αρχίσανε τις κομματικές διαφορές, οπότε γενικευθήκανε τα μίση κι άρχισε ο αλληλοσπαραγμός, ώσπου φθάσανε στα Δεκεμβριανά το 1944 κι έγινε στην Αθήνα η αλληλοσφαγή. Αντί να γιορτάσουνε την απελευθέρωση της πατρίδας μας αρχίσανε να φυλακίζουνε τους αγωνιστές και να τους εξορίζουνε στα ξερονήσια.
     Μέσα στις τάξεις των δήθεν εθνικοφρόνων ενωθήκανε κι αυτοί που υπηρετούσανε με τον στρατό Κατοχής Γερμανούς και Βουλγάρους.
     Οι Ιταλοί μόλις έγινε η αποβίβαση του Ρίμινι, στην Ιταλία μερικοί ενωθήκανε με τους αντάρτες, άλλοι πήγανε με τους Γερμανούς και μερικοί βγήκανε στα χωριά και δουλεύανε σε οικογένειες για να ζήσουνε.


(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)