[Άρχισε να διαλύεται το αντάρτικο]
Καρτέρης Παύλος
Εκτύπωση
Αφού βλέπαμε ότι οι παλιοί αντάρτες ή σκοτωθήκανε ή φύγανε, απελπιστήκαμε κι άρχισε να διαλύεται το αντάρτικο. Εγώ είχα και το ποινικό μητρώο λερωμένο, έπρεπε να φύγω. Πλησιάζω τον φαντάρο αφού τον είδα σκεπτικόν –Παυλίδη Σάββα τον λέγανε, από τη Θεσσαλονίκη ήτανε– και του λέω: «Σάββα, τι σκέπτεσαι; Βλέπεις τη Λαμία πού είναι; Αν δεν ήλθες μόνος σου στο αντάρτικο, σήκω φύγε. Αν όμως έφυγες από τον στρατό, ποτέ μην φύγεις γιατί τότε θα σε σκοτώσουν στη Λαμία». Εγώ σκεπτόμενος, αν μου ’λεγε: «πώς να φύγω; φοβάμαι» θα του ’λεγα: «Πάμε μαζί. Εγώ σε γλιτώνω από εδώ, εσύ θα με σώσεις στον στρατό». Όμως αυτός δεν είπε τίποτα από αυτά. Μόνο μου λέει: «πολλά θα μου πεις», και τίποτα άλλο. Μετά άρχισα να φοβάμαι εγώ μην μαρτυρήσει αυτά που του είπα και με σκοτώσουν.
     Το βράδυ, σαν νύχτωσε ξεκινήσαμε την πορεία κι ακούω να λένε: «Ο Παυλίδης λείπει». Αυτό γινότανε από στόμα σε στόμα στη φάλαγγα να φθάσει στον επικεφαλής. Εγώ κατάλαβα ότι τα λόγια έπιασαν τόπο, αλλά έλεγα από μέσα μου γιατί να μην μου πει κι εμένα να γλιτώσω τις υπόλοιπες κακουχίες.
     Βαδίσαμε προς τα χωριά Νικολίτσι και Γαρδίκι. Σταματήσαμε σε κάτι υψώματα. Τα λέγανε Αγίους Θεοδώρους. Την ημέρα μας είπανε οι καπεταναίοι να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο γιατί γύρω μας είναι ο στρατός. Όλη μέρα δεν κάναμε θόρυβο και φοβόμαστε μην πέσει επάνω μας στρατός. Πού θα πηγαίναμε; Τέλος μόλις βράδιασε, μας λένε οι καπεταναίοι το βράδυ να βαδίζομε γρήγορα, να βγούμε έξω από τον κλοιό. Γιατί γύρω μας στα βουνά είναι πέντε τάγματα στρατού.
     Αφού βαδίσαμε μιάμιση ώρα εγώ άρχισα να λέω ότι με πονάει η κοιλιά μου, και σιγά-σιγά έμεινα στο τέλος της φάλαγγας. Τελευταίος ήτανε ο καπετάνιος της Μεραρχίας ο Παύλος Μπέικος, και μου λέει: «συνονόματε, βάδισε! Είμαστε κυκλωμένοι. Να βγούμε έξω από τον κλοιό». Του λέω: «με πονάει η κοιλιά μου, θα μείνω λίγο προς νερού μου και θα σας φθάσω». Κάνω ότι αφήνω τα πράγματά μου κι αφού βεβαιώθηκα ότι προχωρήσανε πάνω από εκατό μέτρα, αρπάζω τα πράγματά μου και γυρίζω πίσω προς τα εκεί που ερχόμαστε. Όταν πλησίαζα να κατεβώ σε ένα ρέμα που είναι εκεί, βλέπω μέσα στη ρεματιά μια φωτιά καλυμμένη. Δεν έφεγγε πολύ. Βαδίζω προς τα εκεί με προφύλαξη να ιδώ τι είναι, μήπως μου δίνανε τίποτες να φάω.
     Πράγματι όταν έφθασα πολύ κοντά είδα ότι ήταν τρεις γέροντες, δύο γυναίκες κι ένας άνδρας, κατάλαβα ότι ήταν ανταρτοοικογένειες και τους φωνάζω να μην φοβηθούνε, κάτι θέλω να τους ρωτήσω. Πήγα εκεί και τους είπα ψέματα, ότι έμεινα λίγο πίσω από τη φάλαγγα και χάθηκα. Θέλω να πάω προς το Γαρδίκι Ομιλαίων. Αυτοί μου δείχνουν τον δρόμο που ερχόμουνα εγώ. Εν τω μεταξύ, στη φωτιά ψήνανε ψωμί μπομπότα στη γάστρα. Τους λέω μήπως μου δίνανε λίγο, να ξενυχτήσω. Πράγματι μου δώσανε από τη φωτιά αρκετό και τους ευχαρίστησα και πήγα πάλι στο μέρος που είχα μείνει από τη φάλαγγα. Κρύφτηκα μέσα σε κάτι θάμνους κι αφού έφαγα την ζεστή μπομπότα κοιμήθηκα ήσυχος.
     Η σκέψη μου δεν ήταν να παρουσιαστώ σε στρατό αμέσως αλλά να περάσω προς το χωριό μου, να ιδώ τι απέμεινε από τις καταστροφές, γιατί καθώς επιστρατεύθηκα δεν ξαναπέρασα από εκεί. Όμως το πρωί μόλις βγήκα στο υψωματάκι εκατό μέτρα πιο επάνω βλέπω μπροστά μου στα οκτακόσια μέτρα περίπου φάλαγγα μεταγωγικών του στρατού. Τα μισά ζώα μπήκανε στο Κυριακοχώρι. Αμέσως παίρνω την απόφαση να παραδοθώ μήπως και τελειώνανε τα βάσανα. Φωνάζω μια φορά και ξεκίνησα προς τα εκεί. Από εκεί ξεκίνησαν δύο και ερχότανε προς εμένα. Στα μισά του δρόμου σμίξαμε, ήταν ο ένας ανθυπολοχαγός και ο άλλος λοχίας, αμέσως με ρώτησαν αν είναι άλλοι στο ύψωμα, τους είπα όχι και μου λένε να τρέξομε, να δώσω πληροφορίες στον ταγματάρχη.
     Ώσπου να φθάσουμε στον ταγματάρχη, επάνω στο βουνό –Σαράνταινα το λένε– άρχισε μάχη με καταιγιστικά πυρά. Έδωσα ό,τι πληροφορίες μου ζήτησε ο ταγματάρχης και βαδίζαμε προς το Γαρδίκι. Τους είπε να μου δώσουνε να φάω, αλλά μη φάω πολύ και με πειράξει στο στομάχι διότι εμείς ήμασταν νηστικοί. Η φάλαγγα προχωρούσε διά μέσου Γαρδικίου για το βουνό που γινόταν η μάχη. Ώσπου να βγούμε στα μισά του βουνού εμείς, σταματήσανε τα πυρά, διότι περάσανε οι αντάρτες προς το Κρίκελο, όσοι μπορέσανε.
     Εμένα με συνόδευε ένας της Α.Μ. φαντάρος χωρίς να μου πάρουν το όπλο. Όταν βγήκαμε απάνω στο βουνό, που ήταν άλλη μονάδα στρατού, βλέπω έναν αντάρτη –από το Αϊδονοχώρι ήταν. Προχωρούσε με τα χέρια ψηλά να παραδοθεί και ρίχνει μια ριπή ένας λοχίας και τον σκοτώνει. Νίκο τον λέγανε τον αντάρτη. Αυτά γινόταν στα εκατό μέτρα από εκεί που ήμασταν εμείς. Φωνάζει ο ταγματάρχης: «Ποιος το έκανε αυτό; Να έλθει εδώ». Έρχεται ο λοχίας, μαζί και ο λοχαγός του, του λέει γιατί τον σκότωσε αφού ερχόταν να παραδοθεί. «Εμείς κοιτάμε να τους μαζέψουμε και σεις τους σκοτώνετε;». Εν τω μεταξύ με πλησιάζει εκείνος ο λοχαγός –μαύρος στην καρδιά αλλά και στο χρώμα– και μου λέει σιγά να μην τον ακούσει ο ταγματάρχης: «άντε ρε κάθαρμα, ήσουνα τυχερός. Αν έπεφτες σε μένα θα σε καθάριζα σαν τον άλλον». Φοβήθηκα βέβαια, αλλά δεν έφευγα μακριά από τον ταγματάρχη. Με αυτή την απειλή δεν άκουσα τι είπε ο λοχίας.
     Προχωρήσαμε λίγο πιο πέρα που ήταν το τμήμα που έδωσε τη μάχη και λένε στον ταγματάρχη ότι πιο κάτω είναι πολλοί σκοτωμένοι αντάρτες. Λέει στον Αλφαμίτη που πηγαίναμε μαζί με τον ταγματάρχη να πάμε να ιδώ μήπως γνωρίσω εγώ κανέναν και να γεμίσομε τα όπλα μήπως είναι κανένας τραυματίας και μας σκοτώσει.
     Πράγματι πήγαμε. Ήτανε περίπου τριάντα οι σκοτωμένοι. Γνώρισα αρκετούς. Έτυχε να είναι από αυτούς που ήμουνα κι εγώ πρωτύτερα. Μεταξύ αυτών ήτανε και δύο καπεταναίοι, λοχαγοί.
     Μετά προχωρήσαμε προς την Σαράνταινα, το βουνό και βράδιασε. Στρατοπεδεύσανε εκεί. Ο ταγματάρχης τους είπε να μου δώσουν κι εμένα φαγητό γιατί μαγειρέψανε εκεί. Πράγματι μου ζήτησαν την καραβάνα και μου ’φεραν φαγητό. Εμένα μου είπαν και μπήκα μέσα σε ένα πολυβολείο. Έμεινε ένας σκοπός πιο πέρα που παρατηρούσε γύρω κι οι άλλοι παίρνανε φαγητό.
     Έρχεται αυτός ο σκοπός και μου λέει: «Σήκω, έλα εδώ» και με πήγε πιο πέρα. Με βάζει να καθίσω κι αυτός αμέσως βάζει το χέρι του στη μέσα τσέπη από το μπουφάν. Εγώ τότε είπα ότι μέχρι εδώ ήταν θα με καθαρίσει ή με μαχαίρι ή με πιστόλι. Αυτός κατάλαβε, γιατί εγώ θα έγινα κίτρινος και μου λέει: «μη φοβάσαι» κι από το μπουφάν έβγαλε μία κούτα με τσιγάρα να μου δώσει. Μου λέει: «κάτι θέλω να σε ρωτήσω» και να μη φοβάμαι. Εγώ βέβαια άρχισα να συνέρχομαι και του λέω: «ρώτησέ με ό,τι θέλεις». Αυτός άρχισε να με ρωτάει πώς μεταχειριζόμαστε τις αντάρτισσες επάνω και του λέω: «Aπό ποια άποψη;» Μου λέει: «στο ζήτημα ηθικής, μήπως υπήρχε βιασμός;» Του λέω: «όχι μόνο δεν υπήρχε βιασμός, αλλά σε ορισμένες μονάδες, αν πιάνανε σχέσεις κάποιο ζευγάρι ή θα τους χωρίζανε σε μονάδες να μην ξέρει ο ένας πού θα πάει ο άλλος ή ακόμη σε σοβαρή υπόθεση γινότανε κι εκτέλεση». Τότε μου λέει ο φαντάρος αυτός ότι είχε αδελφή στο αντάρτικο, γι’ αυτό ήθελε να μάθει και καθώς τον κατάλαβα ευχαριστήθηκε από όσα του είπα. Μετά μου λέει: «πήγαινε εκεί που ήσουνα γιατί θα σου φέρουν και το φαγητό και δεν θα σε βρίσκουν».
     Αφού έφαγα, κοιμήθηκα ξέγνοιαστος. Νόμισα ότι θα τελείωναν τα βάσανά μου, γιατί ο ταγματάρχης μού έκανε καλή κατάθεση, ότι παρουσιάστηκα αυθορμήτως και μου είπε ότι, αν δε με κατηγορήσει κανένας από το χωριό μου, σε πέντε ημέρες το πολύ θα είμαι στο σπίτι μου. Αλλά έγινε το αντίθετο. Ο Νίκος Καραγιωργούλης, του πιάσανε τον αδελφό στο Καρπενήσι κι έγινε κάποια σύγχυση ότι ήμουν εγώ που τον έπιασα και τον παρέδωσα να τον σκοτώσουν.
     Την άλλη μέρα το Τάγμα που παρουσιάστηκα επέστρεφε με αυτοκίνητα για τη Μακρακώμη. Εκεί μου πήραν το όπλο και με περιέλαβε η Ε.Σ.Α. Μετά με πήγε στο Β´ Δημοτικό σχολείο –το είχαν στρατόπεδο για τους κρατούμενους.
     Η ημερομηνία που παρουσιάστηκα ήταν δεκατρείς Μάη 1949 και κρατούμενος έκανα μέχρι έξι Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Η ζωή εκεί μέσα ήταν μαρτυρική δεν ήξερες πότε θα πέσει ξύλο κι άλλες κακουχίες. Στον ύπνο ήμασταν σαν τις σαρδέλες. Όλοι κοιμόμασταν στο πλευρό ο ένας κολλητά στον άλλον και να είναι καλοκαιρινοί μήνες! Ο ιδρώτας πήγαινε βρύση. Και να ακούμε τα στρατοδικεία να καταδικάζουν τους περισσότερους εις θάνατο κι ισόβια και σπάνια να αθωώνουνε.
     Κάποτε μου δώσανε μία κλήση κι εμένα ότι θα δικαζόμουνα στις έξι Δεκεμβρίου 1949.
     Καμιά εικοσαριά ημέρες πιο μπροστά με πήραν από το στρατόπεδο και με πήγαν στις φυλακές. Ήταν πολύ κοντά τα δύο κτίρια. Εκεί κοιμότανε πιο άνετα οι κρατούμενοι.
     Αφού ξημέρωσε η έκτη Δεκεμβρίου με πήγανε στο δικαστικό μέγαρο με άλλους τέσσερις υπόδικους. Η δική μου δίκη ήτανε τελευταία. Ο πρώτος δικάστηκε είκοσι χρόνια, ο δεύτερος δεκαπέντε, ο τρίτος δέκα, ο τέταρτος πέντε κι εγώ απαλλάχτηκα, διότι αποδείχτηκε ότι εγώ δεν ήμουν μέσα στο Καρπενήσι για να πιάσω τον Καραγιωργούλη.
     Όμως αυτή η υπόθεση θα έχει και συνέχεια. Αφού αποφυλακίσθηκα, άρχισα να δουλεύω με τους χωριανούς μου οικοδόμους στον Καραβόμυλο.
     Μόλις αποφυλακίστηκα, πήγα στους δικούς μου –στα αδέλφια και τη μάνα μου– που έμεναν στο σχολείο Λαχανά σε κάτι παράγκες. Εκεί πριν μερικούς μήνες είχανε στο σχολείο κάτι αντάρτισσες κρατούμενες μία ήτανε από το Προυσό. Ήμασταν μαζί στο βουνό. Εκεί που τις κουβέντιαζε η μάνα μου, επειδή έμοιαζα εγώ στη μάνα μου την ρωτάει η κοπέλα: «Aπό πού είσαι γιαγιά;» Της είπε η μάνα μου, και της λέει η κοπέλα: «τον Παύλο Καρτέρη τι τον έχεις θεία;» «Γιος μου ήτανε, αλλά μου έχουν πει ότι σκοτώθηκε στο Καρπενήσι». Εξάδελφός της, της το είπε αυτό, εθνοπατέρας. Της λέει η κοπέλα: «προ ημερών ήμασταν μαζί, μια χαρά είναι». Τότε η μάνα μου άρχισε να χαίρεται. Μόνο που δε φορέσανε τα μαύρα. Αυτά γινόταν πριν παραδοθώ.
     Άλλο επεισόδιο μετά την αποφυλάκισή μου: επάνω από το σχολείο Λαχανά ήταν ένα μαγαζάκι. Μου λέει ο αδελφός μου ο Βασίλης: «δεν πάμε λίγο να ξεσκάσεις;». Εγώ φοβόμουνα τότε γιατί οι μαυροσκούφηδες σκοτώνανε χωρίς να δίνουν λόγο πουθενά, αρκεί να λέγανε ότι αυτός ήτανε «κουμμούνα». Αλλά αφού ήταν κι ο αδελφός μου είχα κάποιο θάρρος. Μόλις μπαίνουμε μέσα στο ταβερνάκι, βλέπω από μία παρέα στρατιωτών να σηκώνεται ένας και να έρχεται καταπάνω μου. Στην αρχή φοβήθηκα, αλλά όσο πλησίαζε, τον είδα να ανοίγει τα χέρια του και να γελάει. Άρχισα να συνέρχομαι, οπότε ήλθε εκεί και με αγκάλιασε. Ήταν ο Παυλίδης Σάββας από τη Θεσσαλονίκη που τον είχα συμβουλεύσει στην Οίτη να φύγει.
     Αφού είπαμε την ιστορία στον αδελφό μου, μας λέει ο Βασίλης: «εσείς έχετε πολλά να πείτε. Ζήτα συγγνώμη στην παρέα σου», του λέει, «και πάμε στην παράγκα να τα πείτε με την ησυχία σας». Έτσι κι έγινε.
     Όταν πήγαμε στην παράγκα μεταξύ άλλων, του λέω εγώ: «γιατί βρε Σάββα, αφού έφυγες το ίδιο βράδυ δε μου έλεγες κάτι να μου δώσεις να καταλάβω να φύγομε μαζί; Εγώ θα σε έσωνα από κει, εσύ θα με έσωνες από το στρατό». Μου λέει: «εγώ νόμισα ότι σε βάλανε να με δοκιμάσεις, τι θα σου πω για να με σκοτώσουν. Γι’ αυτό δεν σε πίστευα. Ήσουνα ενάμιση χρόνο αντάρτης». «Τώρα» λέω «περάσανε αυτά, αρκεί που είμαστε κι οι δύο ζωντανοί». Μετά είχαμε αλληλογραφία μέχρι τέλος έτους 1951. Διέκοψα εγώ μετά, γιατί το ότι δε με βοήθησε όταν έπρεπε, με έκανε να βαρεθώ.
     Οι χωρικοί επαναπατρισθήκανε μετά κι έμεινα εγώ με τον αδελφό μου Μάνθο και με τους άλλους κτίστες χωριανούς μου στον Καραβόμυλο, μέχρι τον Οκτώβριο του 1950 που πήγα κανονικά στρατιώτης.
     Υπηρέτησα σε διάφορες μονάδες, ώσπου το καλοκαίρι του 1951 υπηρετούσα στο Μικρόβαλτο Σερβίων και φιάχναμε αμυντικά έργα. Αναμοχλεύσανε μία υπόθεση και μαζί με άλλους συγχωριανούς με είχανε πάλι και μένα για τη μάχη του Καρπενησίου. Και τότε ήταν η μεγάλη μου στεναχώρια.
     Με πήραν συνοδεία από εκεί με πήγαν στην Κατερίνη το βράδυ με κλείσανε σε μία αχυρώνα και με κλειδώσανε. Εκεί έκλαιγα όλη νύχτα. Το άλλο βράδυ με πήγαν στο τμήμα Μεταγωγών στη Λάρισα. Εκεί ήταν κι άλλοι κρατούμενοι και πέρασε κάπως καλύτερα η βραδιά. Τώρα πλέον είχα να κάνω με χωροφύλακες. Αυτοί με αφήνανε λίγο σαν ελεύθερο, ενώ οι Αλφαμίτες δεν καταλαβαίναν τίποτα. Την άλλη βραδιά με πήγαν στο Καρπενήσι. Από εκεί ειδοποίησα και τους δικούς μου στο χωριό ότι άρχισαν νέα βάσανα. Μετά με στείλανε στις φυλακές Λαμίας, όπου κάθισα τρεις μήνες, όσο να τακτοποιηθούν όλα τα χαρτιά ότι εγώ πέρασα δικαστήριο για όλα αυτά. Την υπόθεση ανέλαβαν ένας δικηγόρος στη Λαμία κι ένας στη Λάρισα, γιατί τα χαρ τιά είχανε πάει εκεί. Και κατέληξε με αθωωτικό βούλευμα.
     Με αποφυλακίσανε. Πήγα πάλι στη μονάδα μου κι ευτυχώς που η υποδικία μου πιάστηκε ως κανονική θητεία. Ζήτησα από το λοχαγό μου να με αποσπάσει, διότι ντρεπόμουνα που έκανα φυλακή. Πράγματι, με έστειλε στα βουλγαρικά σύνορα. Κι εκεί λίγο κάθισα. Με αποσπάσανε στη Χαλκίδα και κατέληξα στη διμοιρία επιδείξεως, στην σχολή Πεζικού. Εκεί πέρασα πολύ καλή ζωή.
     Το 1953 στις 10 Ιανουαρίου απολύθηκα, έπειτα από 27 μήνες στρατιωτικής θητείας. Στις 22 Φεβρουαρίου γνώρισα τη μέλλουσα σύζυγο μου, Φωτεινή και στις 26 Απριλίου του ίδιου έτους παντρευτήκαμε.


(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)