Υστερόγραφο
Καρτέρης Παύλος
Εκτύπωση
Παρέλειψα ένα γεγονός. Όταν τιμωρήθηκε ο καπετάν Μάρκος, αρχηγός του Δημοκρατικού Στρατού, βρισκόμασταν σε ένα χωριό προς τη Ναυπακτία, ονομαζότανε Αη-Γιάννης Πρόδρομος. Μέναμε σε ένα σπίτι στο ένα δωμάτιο η ομάδα μου και στο άλλο ο καπετάν Ζαχαρίας. Εκείνη την ώρα περνούσε μία διλοχία από τη Μεραρχία του Διαμαντή. Εγώ ήμουνα ξαπλωμένος στο δωμάτιο. Η υπόλοιπη ομάδα είχε βγει έξω.
     Όταν είδα ότι μπήκανε οι καπεταναίοι από τη Μεραρχία μέσα στο δωμάτιο που ήτανε ο καπετάν Ζαχαρίας, έκανα ότι κοιμόμουνα, για να ακούσω τι θα πούνε, γιατί οι ημέρες ήτανε πονηρές κι επικίνδυνες. Η πρώτη ερώτηση του Ζαχαρία ήτανε: «τι νέα, βρε συναγωνιστές;» Αυτοί ξέρανε για την τιμωρία του Μάρκου. Εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Και λέει ο Ζαχαρίας: «γιατί τον τιμωρήσανε τον αρχηγό». Του λένε: «τα πράγματα δεν πάνε καλά, γιατί ο Μάρκος είπε η κάθε επανάσταση αν δεν πετύχει ή σε τρεις ώρες ή σε τρεις ημέρες ή τουλάχιστον σε τρεις μήνες, μετά πρέπει να αλλάξει τακτική κι αυτή ήταν η αιτία που πήρανε την αρχηγία από το Μάρκο». Δεν είπανε και περισσότερα στο διπλανό δωμάτιο οι καπεταναίοι και φύγανε για την αποστολή τους. Εγώ έκανα ότι κοιμόμουνα ακόμη αλλά από μέσα μου έλεγα: «φυλάξου όσο μπορείς, Παύλο, γιατί δεν ξέρομε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα».
     Εμείς χωριατόπαιδα ήμασταν κι αγράμματοι κι όχι με πολλή γνώση των πραγμάτων. Οι παλιοί αντάρτες σκοτωθήκανε, λίγοι μείναμε κι οι νέοι που επιστρατεύαμε δεν τους είχαμε εμπιστοσύνη. Μόνο αυτούς που ερχότανε μόνοι τους μπορούσε να εμπιστευθεί κανείς. Διότι μόλις μας στρίμωχνε σε καμιά μάχη ο στρατός ή σε καμιά κακουχία μάς έφευγε από κανένας για τον στρατό. Εμείς που πιστεύαμε ότι με τον αγώνα που κάναμε η ζωή μας θα άλλαζε, αν κερδίζαμε, δε μας πήγαινε να προδώσομε τον αγώνα. Αλλά κι αν έπεφτε κανένας στα χέρια του στρατού κι έφτανε σε καμιά πόλη, μετά από λίγον καιρό τον περίμενε το στρατοδικείο. Δε γλίτωνε από την ποινή του θανάτου. Αν έπεφτε στη χωροφυλακή ή σε παραστρατιωτικές ομάδες, Μάυδες κ.λπ. εκεί τον έτρωγε το σκοτάδι αμέσως.
     Γι’ αυτό σήμερα έχομε μία Ελλάδα με γερόντους, διότι τη νεολαία της εποχής εκείνης τη φάγανε τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αρκούσε κάποιος παθών να έλεγε ότι αυτός που δικαζόταν του σκότωσε τον άνδρα ή αδελφό, χωρίς να έχει αποδείξεις. Δεν πολυεξετάζανε τα στρατοδικεία. Τους στέλνανε στα αποσπάσματα για εκτέλεση. Αλλά και σε αυτούς που βάζανε μικρότερες ποινές, από το πολύ ξύλο και τις κακουχίες στα ξερονήσια, μετά από λίγα χρόνια πεθαίνανε κι αφήνανε τις οικογένειές τους στο δρόμο γιατί όχι δεν τους προστάτευε κανείς αλλά θεωρούνταν Έλληνες δευτέρας κατηγορίας. Για αρκετά χρόνια διατηρούνταν ο νόμος με τα κοινωνικά φρονήματα που δε μπορούσε κανείς να πιάσει δουλειά πουθενά.
     Άλλο επεισόδιο πάλι. Όταν ο Διαμαντής κατέλαβε το Λιδωρίκι, εμείς, τα τμήματα της πολιτοφυλακής, είχαμε πάει μέχρι τα Παλιοξάρια κάτω για παρενοχλήσεις του εχθρού. Μετά, στο γύρισμα, πήγαμε στο ύψωμα Αη-Γιάννη στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας που το κρατούσε ένας λόχος στρατού. Μόλις αρχίσαμε να κάνομε επίθεση, δεχόμαστε πυρά από τα δεξιά μας που ήταν μία οροσειρά. Αφήνομε το ύψωμα του Αη-Γιάννη και γυρίζομε τα πυρά προς τα δεξιά και τους κάναμε επίθεση. Ήτανε ένα τμήμα αντάρτες. Ούτε αυτοί ξέρανε ποιος τους επιτίθεται μα ούτε κι εμείς. Αφού τους καταδιώξαμε γύρω στα πεντακόσια μέτρα βρήκαμε μία κοπέλα τραυματισμένη, Ξηρομερίτη από την Υπάτη. Ο αδελφός της ήτανε στο δικό μας τμήμα. Τότε έγινε αναγνώριση και σταματήσανε τα πυρά αλλά αυτοί είχανε επτά τραυματίες, εμείς ούτε έναν. Όμως η επιχείρηση εναντίον του στρατού ματαιώθηκε, διότι αυτοί μετά οχυρωθήκανε και δεν θα μπορούσαμε να τους βγάλομε από το ύψωμα.
     Τώρα ας διηγηθώ για τα χρόνια που οργανωθήκαμε στην Ε.Π.Ο.Ν.-Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νεολαίας. Αρχίσανε οι μεγαλύτεροι να μας λένε ότι η ζωή μας θα αλλάξει ριζικά, ότι ο λαός θα έχει τη διοίκηση στα χέρια του κι ότι όλοι θα είμαστε ίσιοι και πως ό,τι ντύνεται ο πιο μεγάλος αρχηγός κράτους το ίδιο θα είναι κι ο πιο μικρός. Το ίδιο και στο φαγητό. Σε εμάς άρεσε αυτό το πράγμα και πιο πολύ ότι θα είχε δουλειά όλος ο κόσμος. Αυτά όμως δεν έγιναν ούτε κατά διάνοια. Λίγο στην Κατοχή υπήρχε κάποια αλληλεγγύη μέχρι και το 1947. Αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου άποψη. Από το 1947 που άρχισε ο Εμφύλιος πόλεμος, ορισμένοι απλοί αντάρτες που θέλανε τα όνειρα κι η θεωρία να γίνει πραγματικότητα, τα εφαρμόζανε κατά γράμμα και το ψωμί και το φαγητό το μοιραζότανε εξίσου. Κι ένα τσιγάρο να είχανε, θα το δίνανε να τραβήξουνε από μία ρουφηξιά μέχρι εκεί που θα έφτανε. Όμως αυτό δυστυχώς λίγοι το εφαρμόζανε. Διότι άλλοι από άγνοια κι άλλοι από εγωισμό δεν πραγματοποιούσανε αυτά που μαθαίναμε στη θεωρία.
     Κι εμείς οι απλοί αντάρτες, όταν βλέπομε να εφαρμόζουν οι καπεταναίοι, αυτοί που μας δίδασκαν χαιρόμαστε και τους αγαπούσαμε. Όταν όμως βλέπαμε να γίνεται το αντίθετο από άλλους καπεταναίους ή κι από απλούς αντάρτες ακόμη, δυσαρεστούμασταν και δεν τους αγαπούσαμε. Και μερικοί μάλιστα γίνανε και προδότες του αγώνα. Λίγοι βέβαια, παραδώσανε και τα τμήματά τους στο φασισμό. Και μερικοί καπεταναίοι σκοτώσανε αντάρτες χωρίς σοβαρό λόγο, απλώς να δείξουν ότι αυτοί κάνουν αγώνα και να τους φοβούνται οι άλλοι. Όμως κάτι τέτοιοι αποτυχαίνανε στην αποστολή τους, διότι οι υπόλοιποι αγωνιστές δεν τους είχανε εμπιστοσύνη.
     Τώρα αφού κατέρρευσε το αντάρτικο κι εγώ μετά εννέα μήνους φυλάκιση, υπηρέτησα κανονικά την θητεία μου στον Ελληνικό Στρατό, επί είκοσι επτά μήνους, επήγα στο χωριό μου, τον Άγιο Χαράλαμπο. Εκεί βέβαια δεν υπήρχε τρόπος για να φτιάξω τη ζωή μου, διότι ούτε καλλιέργεια υπήρχε μα ούτε κι άλλη εργασία υπήρχε, να μπορούσα να κάνω ημερομίσθιο για να ζήσω. Και πήρα τον δρόμο για το Παλαιόκαστρο, να δημιουργήσω οικογένεια με κάποιες καλύτερες συνθήκες.
     Αυτά που ζήτησα να βρω πράγματι τα βρήκα: μία καλή σύζυγο με πολύ καλούς γονείς. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα μετά το γάμο μας, επειδή το σπίτι δεν ήτανε ευρύχωρο, αρχίσαμε να βγάζομε πέτρα κι αυτοί την κουβαλάγανε με ένα γαϊδουράκι που είχαμε. Και σε εννιά μέρες στις αρχές του Οκτωβρίου του ίδιου έτους 1953 το χτίσαμε το σπίτι. Στην συνέχεια έκανα τις διαιρέσεις μέσα, έκανα τα σοβατίσματα με κοκκινόχωμα από την Κουτσιάνη.
     Επειδή όμως χρήματα δεν είχαμε, συμφωνήσαμε με τον Σεραφείμ το Χούπα να μου φτιάξει τις πόρτες και τα παράθυρα και με την πρώτη ευκαιρία θα τον πλήρωνα. Είχα ένα μοσχάρι που έθρεφα κι όταν το πούλαγα θα τον πλήρωνα. Έτσι κι έγινε. Και σιγά-σιγά το τελειοποίησα το σπίτι.
     Μετά ανανέωσα την αχυρώνα κι έφιαξα και την κουζίνα ξεχωριστά από το σπίτι, η οποία υπάρχει ακόμη με λίγο αλλιώτικη διαμόρφωση κι επίπλωση.
     Μετά από αρκετά χρόνια άλλαξα την σκεπή που ήταν με κεραμίδια κι έριξα πλάκα τσιμέντο κι έφτιαξα κι ένα δωμάτιο επάνω.
     Επόμενος στόχος μας σαν ανδρόγυνο ήτανε να δημιουργήσομε οικογένεια, παιδιά και να τα προωθήσουμε να μάθουν γράμματα, να ζήσουν καλύτερα από εμάς. Γεννήσαμε το πρώτο μας παιδί. Ήτανε κόρη όμως δεν το χαρήκαμε πολύ. Στους δέκα μήνους μας πέθανε από βασκανία. Μετά, μέχρι το 1959, κάναμε και τα άλλα τρία τα μεγαλώσαμε με πολλές οικονομικές δυσκολίες και φτωχά ντυμένα αλλά δόξα τω Θεω κατορθώσαμε να σπουδάσουν και στο Πανεπιστήμιο. Εγώ δούλευα σε οικοδομές κι η σύζυγός μου με τους γονείς της δούλευε στην καλλιέργεια και γενικά στα οικιακά. Με πολλές στερήσεις, τα βγάλαμε πέρα ώσπου κάποια ευκαιρία μου εδόθη να γίνω ιερέας, που το ποθούσα από χρόνια αλλά δεν είχα την ανάλογη μόρφωση για να με χειροτονήσουνε. Ώσπου το 1976 μειώσανε τα απαιτούμενα προσόντα και γίναμε πολλοί, με γραμματικές γνώσεις του Δημοτικού.
     Όσοι το πήρανε με φιλοτιμία το θέμα της Ιεροσύνης, κάνουν τη λειτουργία κάπως σωστά. Ο ιερέας πρέπει να είναι πολύ αγαπητός σε όλους τους ανθρώπους και να μην είναι εγωιστής γιατί τότε δεν θα είναι αγαπητός στο ποίμνιό του.
     Για τον εαυτό μου, πιστεύω ότι στην ζωή μου προσπάθησα να είμαι τίμιος και σωστός σε ό,τι αποφάσιζα να κάνω. Ελπίζω να τα έχω καταφέρει όσο γίνεται καλύτερα.
 
Παλαιόκαστρο,
χειμώνας 2001


(από το βιβλίο: Παύλος Καρτέρης, Αναμνήσεις από το βουνό: Ιούλιος 1947-Μάης 1949, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες Ι, Βιβλιόραμα, 2003)