[Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού;]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση
Έχετε παρευρεθεί ποτέ σε βασανισμό παιδιού; Φαντάζομαι όχι. Εγώ ναι. Στου αδελφού μου.
     Σας ανέφερα και πριν ότι ήταν σχεδόν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου. Άρα θα ήταν τότε περίπου οκτώ χρονών. Ο Λιάμης θα πρέπει να ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους του πατέρα. (Αυτό όμως το έμαθα πολύ αργότερα). Είχε μια κόρη συνομήλικη. Παίζαμε αμέριμνοι σε μια αυτοσχέδια τσουλήθρα από λάσπη. Θα ήμασταν 6-7 παιδιά. Τσουλάγαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε σειρά. Κάπου έξω από το τελευταίο οικόπεδο του χωριού. Λίγο πιο πάνω από το ρέμα. Και τότε εμφανίσθηκε. Σαν να τον γέννησε η γη. Άρπαξε τον Πέτρο από το μπράτσο μουρμουρίζοντας κάτι για «κακά πράγματα» και κάτι για την κόρη του.
     «Τώρα θα δεις παλιοκομουνιστή»... Μουρμούριζε σέρνοντας τον φουκαρά τον Πέτρο, που προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι αποσβολωμένος.
     Από ξωπίσω και εμείς τα παιδιά. Μυριζόμασταν φάση αλλά δεν φανταζόμασταν τι θα επακολουθήσει.
     Το στειλιάρι το είχε έτοιμο εκεί πίσω από την πόρτα του σπιτιού του. Σαν να το είχε προγραμματισμένο. Δεν ξέρω αν ήταν πιωμένος ή αν ήταν φτιαγμένος... Θυμάμαι μόνο τα χτυπήματα. Δε θυμάμαι ούτε καν τις κραυγές του. Μόνο το γκαπ γκουπ που γινόταν μπροστά στα μάτια όλων εμάς των παιδιών. Και ένα διαρκές βρίσιμο στα αρβανίτικα.
     Σαν να ήταν κάτι που κράτησε αιώνες.
     Δε θυμάμαι πώς τελείωσε, ούτε πώς φτάσαμε στο σπίτι. Θυμάμαι μόνο τους θρήνους και τις κατάρες των δύο γυναικών. Της μάνας μου και της γιαγιάς μου.
     Σε μια κίνηση απελπισίας η μάνα μάς πήρε απ’ το χέρι να πάμε στο πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Στο διπλανό χωριό. Όσα χρόνια θυμόμουν τον εαυτό μου, δεν υπήρχε αστυνομία στο χωριό. Το πιο κοντινό αστυνομικό τμήμα ήταν στο διπλανό χωριό, το Ρημόκαστρο. Μια ώρα δρόμο με τα πόδια.
     Αστυνομικόν Τμήμα Θεσπιών. Έτσι έγραφε απ’ έξω. Πολύ μετά έμαθα για τους επτακόσιους Θεσπιείς και έκανα την βρόμικη σκέψη πως γεννήθηκα στη χώρα των κορόιδων.
     Γιατί, σχεδόν, κανείς δεν θυμάται τους επτακόσιους Θεσπιείς που έμειναν να πολεμήσουν στις Θερμοπύλες, και που ήσαν και οι πραγματικοί ήρωες. Οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες, δεν είχαν άλλη επιλογή. Γι’ αυτούς ίσχυε αδυσώπητα το «Ή ταν, ή επί τας». Όποιος επέστρεφε ζωντανός και νικημένος ήταν σαν ζωντανός νεκρός. Υπήρχε χωρίς να υπάρχει. Θα αγνοούσε την ύπαρξή του και η ίδια η μάνα του. Ενώ οι Θεσπιείς... Μπορούσαν να φύγουν όπως οι υπόλοιποι Έλληνες χωρίς κανείς να τους κατηγορήσει. Είχαν επιλογή. Οι ίδιοι όμως διάλεξαν, με τη θέλησή τους, το βέβαιο θάνατο. Ήσαν οι πραγματικοί ήρωες. Και ταυτόχρονα τα κορόιδα της ιστορίας. Γιατί όλοι θυμούνται το «ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις...». Κανένας δεν ύμνησε ποτέ το θάρρος τους και ο θρύλος αναφέρεται σχεδόν πάντα στον Λεωνίδα και τα παλικάρια του.
     Θεσπιές ήταν στα χαρτιά. Ρημόκαστρο το ήξερα εγώ. Ήταν μέσα στα πλαίσια της ελληνοποίησης: Μούλκι, Κασκαβέλι, Χόστια. Αν και ο σταθμάρχης στα λεωφορεία της γραμμής, όταν πηγαίναμε καμιά φορά στην πόλη, φώναζε: «Ερημόκαστρον!». Τώρα, μετά τη χούντα έχουν όλα ελληνοπρεπή ονόματα: Λεωντάριον, Ακραίφνιον.
     Αφέλεια που την είχε και η μάνα μου! Ίσως αυτή η αφέλεια να της γλίτωσε τη ζωή. Μας πήρε άρον άρον από το χέρι και περπατήσαμε μια ώρα μες τις λάσπες για να δούμε το διοικητή στο Ρημόκαστρο. Σκέφθηκε πως το λέει και το Ευαγγέλιο. Ο άρχοντας είναι διορισμένος από το Θεό για να τιμωράει τους κακούς. Δε γίνεται κοτζάμ διοικητής. Κάτι θα έκανε μόλις έβλεπε τις μελανιές στο σώμα του Πέτρου.
     Αυτός όμως δεν συγκινείται από κάτι τέτοια.
     – Σήκω φύγε κυρά μου. Πήγαινε σπίτι σου και μη βγάζεις τσιμουδιά. Πάλι καλά που δεν έπαθες τίποτε χειρότερο.
     Τι χειρότερο να πάθει δηλαδή. Υπάρχει τίποτε χειρότερο από το βασανισμό ενός παιδιού;
     Οι περισσότεροι από μας τιμάμε και σεβόμαστε αυτούς που έχουν βασανιστεί γι’ αυτά που πιστεύουν. Ακόμη και όταν δεν συμφωνούμε με την ιδεολογία τους. Πιο μετάλλιο όμως θα ήταν ποτέ άξιο να δώσει μια ικανοποίηση σε ένα παιδί που βασανίσθηκε για το πιστεύω των άλλων, των δικών του; Εκείνοι, τουλάχιστον, όπως λέει και εκείνος ο γνωστός συγγραφέας που «δε σκοτώθηκε τόσο νωρίς», είχαν το δικαίωμα κάποιας επιλογής. Μπορούσαν όποτε ήθελαν να βάλουν μια υπογραφή και να γλιτώσουν από τα μαρτύρια. Να αυτομολήσουν ή να κρυφθούν... Ένα παιδί όμως; Τι επιλογή να έχει;
     Δεν διάλεξε ο Πέτρος τον πατέρα του. Αλλά το ξύλο και τα πετροβολήματα ήταν γιατί είχε πατέρα του το συγκεκριμένο άνθρωπο. Τον τιμωρούσαν για πράγματα που δεν γνώριζε. Γι’ αυτά που δεν έκανε. Γι’ αυτά που έγιναν πριν απ’ αυτόν, χωρίς αυτόν.
     Φύγαμε άπραγοι, όπως είχαμε πάει. Και οι μελανιές κάποια στιγμή γιατρεύτηκαν. Χάθηκαν. Εκείνο που δεν χάθηκε ήταν ο φόβος που σε κάνει να αντιδράς περίεργα. Ανάλογα με το ποιος είσαι, ανάλογα με το πώς έχεις μάθει, το πώς έχεις μεγαλώσει, ανάλογα με το είδος του φόβου, το μέγεθός του. Το πώς τον βίωσαν οι γύρω σου, το τι περίμεναν από σένα.
     Τη μάνα μου, λ.χ. δεν την θυμάμαι ποτέ να είναι φοβισμένη όσο ήμουν παιδί. Ακόμη και όταν φοβόταν έκρυβε το φόβο της για να μη φοβηθούμε κι εμείς. Τη θυμάμαι οργισμένη, πολλές φορές αγανακτισμένη. Ιδιαίτερα όταν κάτι απειλούσε εμάς τα παιδιά. Ορμούσε μες τα όλα, φώναζε, διαμαρτυρόταν, χωρίς φόβο, με πάθος.
     Πολύ αργότερα, όταν ησύχασαν τα πράγματα, όταν εμείς μεγαλώσαμε και φύγαμε ακολουθώντας ο καθένας το δρόμο του, τότε της βγήκε. Άρχισε να κλειδαμπαρώνει πόρτες και παράθυρα ακόμη και όταν είχε καύσωνα. Τράβαγε από μέσα τις κουρτίνες. Έβαζε καρέκλες πίσω από τις πόρτες. Έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς νόημα.
     Του Πέτρου, όμως «του βγήκε» πολύ σύντομα. Στα ξαφνικά άρχισε να έχει ακατάσχετες αιμορραγίες από τη μύτη. Άρχιζαν χωρίς λόγο και συνέχιζαν για πολλή ώρα, για ώρες. Σκηνές που τις έχω διώξει από το μυαλό. Λεκάνες με αίμα. Φόβος θανάτου. Εικόνες απόγνωσης. Τη μάνα να κλαίει όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπε κανείς. Οι γιατροί στη Λιβαδειά και στην Αθήνα δεν μπορούσαν να διαγνώσουν καμία σωματική αιτία ή βλάβη. Κι ο φουκαράς αυτός αδυνάτιζε, κιτρίνιζε. Κι όλοι τον είχαν «του πεθαμού».
     Παρόλα αυτά, έζησε. Κάποια στιγμή, μετά από κάμποσους μήνες, οι αιμορραγίες σταμάτησαν απότομα, έτσι όπως άρχισαν. Ανάμεσα στις απώλειες συγκαταλέγεται και μια σχολική χρονιά.


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)