[Ο γάμος των γονιών μου]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση

Ήταν στα χρόνια της χούντας που χρειάστηκε να βγάλω διαβατήριο. Λίγο η επιθυμία για μεταπτυχιακές σπουδές, λίγο η επιθυμία για φυγή προς την ελευθερία. Χρειάστηκα μια βεβαίωση γάμου των γονιών μου και φυσικά ο δρόμος με έφερε αναγκαστικά στο χωριό. Στο χωριό και τον παπα-Γιώργη.
     Γιος παπά ο ίδιος, με αδελφό που είχε κάνει στ’ αντάρτικο. Ο ίδιος αντιπροσώπευε το «εθνικόφρον» σκέλος της οικογένειας. Χάρη σ’ αυτόν φαίνεται πως και ο αδελφός του, ο κυρ-Παναγιώτης, μπορούσε και διατηρούσε το καφενείο που είχε στο κέντρο του χωριού. Γιατί ήταν γνωστό πως ο κυρ-Παναγιώτης διατηρούσε σχέσεις με τους αριστερούς, επηρεασμένος, βέβαια, και από το γεγονός πως είχε παντρευτεί την αδερφή του Μιλτιάδη του Πελώμη, του γραμματέα της οργάνωσης στην περίοδο της Κατοχής, που τώρα βρισκόταν φυλακισμένος στις φυλακές της Κέρκυρας.
     Του είχαν κάνει πολλές φορές «καλοκαιρινό» το μαγαζί και τον ίδιο τον είχαν σύρει για τις γνωστές ανακρίσεις, που συνοδεύονταν από το απαραίτητο μπερντάκι.
     Ποτέ μου δεν είχα καταλάβει, γιατί ο κυρ-Παναγιώτης και η γυναίκα του, όταν δεν έβλεπε κανείς, μας μιλούσαν με μια κρυφή τρυφερότητα και συμπάθεια. Άλλες φορές ήταν τελείως απόμακρος. Σαν να μη μας ήξερε. Μου πήρε άπειρα χρόνια για να ξεδιαλύνω το κουβάρι...
     Στο χωριό, μα και στα γύρω χωριά, ήταν κοινό μυστικό πως ο παπα-Γιώργης είχε πάντα κρυμμένη την κουμπούρα κάτω από τα ράσα. Όχι και πολύ μυστικό, βέβαια, μια και σε κάθε ευκαιρία την έβγαζε για να την χώσει στη μούρη εκείνου που θα είχε την κακή τύχη να διαφωνήσει μαζί του. Το βλέμμα του μου προξενούσε πάντα φόβο. Δε θυμάμαι να τον είχα δει ποτέ να χαμογελάει. Η φωνή του όμως, όταν έψελνε, σε έκανε να ξεχνάς όλα τα στραβά του και να παρασύρεσαι στη μαγεία της βυζαντινής ψαλμωδίας.
     Ήταν ο μοναδικός συγχωριανός συμμαθητής του πατέρα μου στο Σχολαρχείο του διπλανού χωριού. Μαζί ξεκινούσαν χειμώνα καλοκαίρι και περπατούσαν παρέα τα πέντε χιλιόμετρα που χωρίζουν το Ρημόκαστρο από το τελευταίο σπίτι του χωριού. Και βέβαια, τους ένωνε και κάτι άλλο κοινό. Η εκκλησιαστική υμνωδία. Ξέχασα να πω πως ο πατέρας μου ήταν ο δεξιός ψάλτης της εκκλησίας.
     Για όποιους είχαν την τύχη να τους ακούσουν να ψέλνουν μαζί, φαίνεται πως η εμπειρία ήταν μοναδική.
     Οι κακές γλώσσες μιλάνε στο χωριό και για άλλου είδους συνεργασίες που είχαν παλιότερα μαζί. Είχαν ακουστεί κάτι για διάφορες μουρνταριές που έκαναν παρέα οι δυο τους εκεί πίσω στο ιερό, με ζωηρούλες του χωριού. Πολύ θα ήθελα να ξέρω κάποιες λεπτομέρειες, αλλά πώς; Οι πεθαμένοι δεν μιλούν.
     Για διάφορους λόγους φαίνεται πως ο παπα-Γιώργης μάς αντιπαθούσε όλη την οικογένεια. Ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι η μάνα μου δεν πάταγε ποτέ στην εκκλησία. Παρ’ όλο που ήταν πάντα της πολύ θεοφοβούμενη. Διάβαζε μόνη της την Αγία Γραφή από τα αρμένικα και προσευχόταν τακτικά, προσκείμενη περισσότερο στα δόγματα των Ευαγγελικών, με τους οποίους διατηρούσε πάντα μια παράξενη επαφή.
     Και να ’μαι μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του παπα-Γιώργη με τα χειρότερα προαισθήματα να μου σφίγγουν το λαιμό. Έλα όμως που χρειαζόμουν απελπισμένα το καταραμένο το στεφανοχάρτι!
     Χρησιμοποιούσε για γραφείο το σπίτι του, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο της εκκλησίας. Εκεί βρισκόταν και το μοναδικό τηλέφωνο που είχε το χωριό για πολλά χρόνια.
     – Τι στεφανοχάρτι και πράσιν’ άλογα μου τσαμπουνάς. Ο γάμος της μάνας σου είναι άκυρος. Με πήραν με το ζόρι οι αντάρτες απ’ το σπίτι, κρατώντας κάτι κουμπούρια και με πήγαν στην εκκλησία να τους παντρέψω. Τους πάντρεψα εκεί, αλλά δες και μόνος σου. Δεν υπάρχουν ούτε μάρτυρες ούτε τίποτα.
     Μου άνοιξε με νευρικές κινήσεις ένα τεράστιο βιβλίο που έγραφε τους γάμους και μου έδειξε τη σχετική στήλη. Είχε κανονική ημερομηνία γάμου, τα ονόματα των νεόνυμφων, αλλά στη θέση των μαρτύρων όλο το τετράγωνο ήταν καλυμμένο με ωραία καλλιτεχνικά γράμματα, γραμμένα προκλητικά από τη μια άκρη ώς την άλλη, με τη φράση: «Ένας Αντάρτης!».
     – Εγώ δε σου δίνω τέτοια βεβαίωση. Αν θέλεις πήγαινε στο Δεσπότη μη τυχόν και σου τη δώσει.
     Δε θα τολμούσα ποτέ να πάω να ζητήσω μέσα στην άγρια χούντα τέτοιο χαρτί από κανένα δεσπότη, έχοντας για μάρτυρα «έναν αντάρτη».
     Η μόνη εναλλακτική λύση που είχα ήταν τα γραφεία της κοινότητας. Όταν εξέθεσα το πρόβλημά μου στον γραμματέα, φάνηκε να δείχνει μια φοβερή κατανόηση και να είναι εξαιρετικά φιλικός μαζί μου. Την άλλη μέρα μου είχε έτοιμο το πιστοποιητικό. Ο ξάδερφός μου έλυσε την απορία. Ο πατέρας του γραμματικού είχε βαπτίσει τον δικό μου και του έτρεφε αδυναμία και εκτίμηση.
     Το φαινόμενο αυτό της εκτίμησης και της συμπάθειας το θυμάμαι διάχυτο σε όλη τη διάρκεια των παιδικών μου χρόνων. Οι άνθρωποι του χωριού όταν δεν τους έβλεπε ή δεν τους άκουγε κανείς άλλος ήταν εξαιρετικά φιλικοί μαζί μας. Είχαν πάντα μια καλή κουβέντα για τον «μακαρίτη τον Βασίλη» και ένα σχόλιο θαυμαστικό για τη μάνα μας, που κατάφερνε να μας μεγαλώνει καλύτερα και από άλλους που είχαν και πατέρα και μητέρα.
 
 
Πολύ αργότερα η μάνα μου μου διηγήθηκε το παρασκήνιο της ιστορίας όπως την έζησε η ίδια.
     Όταν έφτασε στο χωριό από την Κοκκινιά, έφερε μαζί της και όλη της την περιουσία. Μερικές αλλαξιές ρούχα, την τέχνη των χεριών της και την ομορφιά της. Σε ένα μέρος που χωρίς προίκα μια γυναίκα ήταν καταδικασμένη να μείνει γεροντοκόρη. Γιατί η προίκα στους Αρβανίτες ήταν ιερή. Γι’ αυτό και αρκετά πριν το γάμο άπλωναν τα προικιά σε κοινή θέα για μέρες. Ήταν σαν μια δημόσια διακήρυξη των προτερημάτων της νύφης. Και υπήρχε προίκα σε είδος και προίκα σε περιουσιακά στοιχεία ή λίρες. Χωρίς αυτά δεν νοούνταν γάμος και παντρειά.
     Και ήταν φυσικό τα πέντε αδέρφια του πατέρα και η γιαγιά να περιμένουν απ’ τον πατέρα να φέρει στην οικογένεια μια καλή προίκα. Τον είχαν στείλει στο σχολείο με χίλια βάσανα και στερήσεις, τον είχαν βοηθήσει να μεγαλώσει χωρίς να έχουν πολλά εφόδια και περιουσία, έχοντας μοιρασθεί τις αγωνίες τους και τα μικρά τους όνειρα γι’ αυτόν στις δύο κάμαρες του σπιτιού και τη μικρή αυλή.
     Κι αυτός μεγάλωσε κι ομόρφυνε. Μιλούσε ωραία και ήταν αγαπητός και περιζήτητος στις παρέες. Το τραγούδι του τον είχε κάνει γνωστό σε όλα τα χωριά της επαρχίας. Δεν υπήρχε γάμος και χαρά που να μην καλούσαν πρώτα τον Βασίλη τον Χαϊδίτσα. Η φωνή του ράγιζε καρδιές και σε ταξίδευε πέρα από τις ασχήμιες αυτής της μίζερης ζωής. Κι όταν έψελνε τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν ήταν λίγες οι κοπελιές που έκαναν όνειρα, ταξιδεύοντας μαζί του σε τόπους παραμυθένιους. Ακόμα και τώρα όταν συναντώ τους τελευταίους πλέον επιζώντες αυτής της εποχής, στο χωριό ή πολύ πέρα σε μακρινά χωριά, το πρώτο πράγμα που αναπολούν όλοι είναι η φωνή του.
     Και ο «άδικος» χαμός του.
     Ήταν φυσικό να είναι περιζήτητος γαμπρός. Δεν ήταν μακριά η μέρα που η φαμίλια θα εξαργύρωνε την τοποθέτηση που είχαν κάνει επάνω του. Μερικές από τις πιο πλούσιες νύφες του χωριού είχαν στραμμένα τα μάτια επάνω του. Και τα πρώτα προξενιά είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους.
     – Κι αυτός τα γκρέμισε όλα. Πήγε και ερωτεύτηκε την άφραγκη την ξένη. Πότε πρόλαβαν και έβγαλαν τα μάτια τους και είναι κι όλας γκαστρωμένη. Τεσσάρων μηνών έγκυος.
     – Την ταΐσαμε την ποτίσαμε, τη βάλαμε στο σπίτι μας, και να τα αποτελέσματα.
     – Αυτός ο γάμος δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.
     Ο πρώτος που αντιδρά είναι ο Θοδωρής. Και όταν βάζει κάτι στο μυαλό του αυτός κανένας δεν του πάει κόντρα. Και οι μέρες περνούσαν.
     Η εποχή αυτή ανάγεται λίγο μετά το τέλος του πολέμου. Οι Γερμανοί έχουν φύγει και το πρώτο αντάρτικο είναι στα πάνω του. Ο Θοδωρής Αθανασίου, μαζί με τον Κοτρώτση από το Μούλκι, έχουν στρατολογήσει τους πρώτους αντάρτες από το χωριό και όλοι μαζί βρίσκονται στις πλαγιές του Ελικώνα απ’ όπου και πηγαινοέρχονται στα γύρω χωριά. Μαζί τους, βέβαια, και ο πατέρας μου.
     Ερωτευμένος με τη μάνα μου έρχεται πολλές φορές τα βράδια για να τη δει είτε να πάρει προμήθειες. Ταυτόχρονα τον τρώει το σαράκι. Απ’ τη μια μεριά ο έρωτάς του κι απ’ την άλλη ο φόβος του Θοδωρή και των άλλων στην οικογένεια. Δεν τολμάει να τους πάει κόντρα.
     Η λύση είναι μία. Η οργάνωση.
     – «Άκουσέ με Μαρία», της λέει ένα βράδυ που τη συναντάει κάπου στο χωριό. Αν μάθει ο καπετάνιος ότι είσαι έγκυος θα με αναγκάσει να σε παντρευτώ και ο Θοδωρής δεν θα πάει ποτέ του κόντρα στην Οργάνωση.
     Ο κύβος έχει ριχθεί. Μάνα και κόρη παίρνουν ένα πρωί το δρόμο για το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Πάνω από την Ξηρονομή και τη Δοβραίνα, στα Χόστια. Δυο μέρες δρόμο να πας με τα πόδια κι άλλο τόσο ο γυρισμός. Το τοπίο ερημικό, σχεδόν σεληνιακό. Χωριά μισοκαμένα από τους Γερμανούς και αργότερα το στρατό και τους Χίτες.
     Ευτυχώς είναι ακόμη Οκτώβρης και ο καιρός είναι γλυκός. Μέρες του Οκτώβρη του 1944. Οι Γερμανοί έχουν φύγει πρόσφατα και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχουν αρχίσει να οργανώνονται σαν κάτι να προσμένουν. Έχουν βγει ξανά στα βουνά κι ετοιμάζονται για κάτι. Είναι η εποχή λίγο πριν τα Δεκεμβριανά. Κάτι πλανιέται στην ατμόσφαιρα, μα τα πράγματα προς το παρόν φαίνονται σχετικά ήσυχα. Οι περισσότεροι παλιοί αντάρτες, μαζί και ο πατέρας μου και ο θείος Θοδωρής, μοιράζονται τη ζωή τους ανάμεσα στο χωριό και το βουνό. Είναι μια μεσοβέζικη κατάσταση. Περίοδος ανάμεσα σε δύο δραματικές ιστορικές στιγμές. Ανάμεσα στην απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά.
     Οι δύο γυναίκες προχωρούν συνΑντώντας σπάνια περαστικούς. Φτάνουν στη Ξηρονομή. Στο δρόμο, για καλή τους τύχη συναντούν το γιατρό τον Κακάτση. Γνωστός σε όλα τα χωριά της περιοχής και δραστήριο μέλος του ΕΑΜ. Δεν υπάρχει χωρικός, σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων, που να μην τον έχει περιθάλψει, σχεδόν πάντα δωρεάν. Φυσικά φίλος και γνωστός των δικών μου.
     – Πώς από ’δώ Μαρία;.
     – Πάω να βρω τον καπετάνιο.
     – Πολύ καλά κάνεις. Ελάτε να μείνετε σπίτι μας απόψε και αύριο συνεχίζετε με το καλό.
     Συζεί με μια εξαιρετική κοπέλα με την οποία έχει ένα γιο. Παντρεμένος στον τόπο του δεν έχει μπορέσει ακόμη να πάρει το διαζύγιο. Πιστεύει να μπορέσει να το πετύχει, όταν στρώσουν τα πράγματα. Δυστυχώς δεν θα προλάβει. Θα τον συλλάβουν στο δεύτερο αντάρτικο και θα τον εκτελέσουν στη γραμμή, εκεί επί τόπου σε δημόσια θέα, μαζί με άλλους 7-8. Φαίνεται πως οι καλύτεροι πέθαναν νέοι...
     Ξεκινούν πάλι το άλλο πρωί.
     Με τη μεσολάβηση του γιατρού κάνουν το μισό δρόμο στην καρότσα ενός φορτηγού. Έξω από τα Χόστια συναντούν ένα νεαρό αντάρτη. Κρατάει στον ένα ώμο το τουφέκι και στο άλλο έχει ζωσμένα τα φυσεκλίκια. Φαίνεται πρόσφατα στρατολογημένος. Προθυμοποιείται να τους οδηγήσει στο Αρχηγείο. Δε ρωτάει τίποτ’ άλλο. Μέχρι να φτάσουν στον καπετάνιο δεν γυρνάει ούτε καν να ρίξει τα μάτια του επάνω στις ξένες γυναίκες.
     Το αρχηγείο του ΕΛΑΣ βρισκόταν κάπου στους πρόποδες του βουνού. Η εικόνα που αντίκρισαν οι δύο γυναίκες δε φαίνεται να είχε τίποτε το ηρωικό ή το γραφικό. Ένα συνονθύλευμα από πρόχειρα καταλύματα, κάποια χαμόσπιτα, μερικές σκηνές. Λίγα ζώα και άντρες που τις κοίταζαν με περιέργεια. Άλλοι ντυμένοι στρατιωτικά, άλλοι φορώντας τα καθημερινά τους ρούχα και άλλοι με ένα ανακάτεμα από τα δύο. Άλλοι με μούσια, άλλοι ξυρισμένοι.
     Αυτό που θυμάται η μητέρα μου είναι η ευγένεια, η ντομπροσύνη και η καλοσύνη του καπετάνιου και των γύρω του. Από ένα κόσμο ψεύτικων ονομάτων δεν συγκράτησε το παραμικρό.
     Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα πως, μάλλον, είχε να κάνει με τον καπεταν-Κρόνο. Έναν άνθρωπο εξαιρετικά ευγενικό και ωραίο που εκτελέσθηκε αργότερα κι αυτός, κάπου το ’48.
     – Εδώ που ήρθες κοπέλα μου, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Πες μας ακριβώς τι συμβαίνει.
     Και η μάνα μου τους είπε.
     Τους είπε για την ντροπή που κουβάλαγε μια αστεφάνωτη μητέρα σε μέρη σαν κι αυτά σε εποχές σαν κι αυτές. Αλλά κυρίως για την ντροπή που θα έπεφτε στην «οργάνωση», όταν μαθευόταν παραέξω πως τα μέλη της φέρονταν με τέτοιον τρόπο. Πώς μπορείς να φτιάξεις τον κόσμο χωρίς να είσαι άξιος να φτιάξεις την προσωπική σου ζωή; Να φέρεσαι τόσο άδικα σε μια νέα, φτωχιά κοπέλα και σε ένα πλάσμα που σε τίποτα δε σου έφταιξε και που ήταν στο κάτω κάτω προϊόν αγάπης και έρωτα.
     – Πήγαινε, κόρη μου, στο καλό κι εμείς θα ερευνήσουμε την αλήθεια. Κι αν μας έχεις πει την αλήθεια να μη φοβάσαι τίποτα. Όλα θα τακτοποιηθούν.
     Η απόφαση των καπετάνιων ήταν άμεση και ξεκάθαρη. Ο γάμος ορίστηκε για την επόμενη βδομάδα.
     Την καθορισμένη μέρα κατέβηκε μια ομάδα από αντάρτες στο χωριό. Ξεσήκωσαν τον παπα-Γιώργη, άρον άρον τον έφεραν στην εκκλησία. Ο κουμπάρος ήταν κάποιος αντάρτης από τη Θεσσαλονίκη. Από το γραφικό του χαρακτήρα στο εκκλησιαστικό βιβλίο μου έδωσε την εντύπωση μορφωμένου και καλλιεργημένου.
     Ο μόνος που δε χάρηκε για την εξέλιξη ήταν ο θείος ο Θοδωρής. Λύσσαξε από το κακό του, αλλά δεν τόλμησε να πει τίποτε. Είχε μάθει να υπακούει τυφλά στη γραμμή του κόμματος. Έσκυψε το κεφάλι και πήγε να βρει τη μάνα μου. Τη χτύπησε με λύσσα. Την κλώτσησε στην κοιλιά. Και εξαφανίστηκε για μέρες. Για κακή του τύχη όμως το μωρό έζησε.
     Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι! Μπορούσαν να δώσουν τη ζωή τους για να φτιάξουν έναν καλύτερο κόσμο. Με τι ευκολία όμως μπορούσαν να είναι άδικοι και σκληροί στα απλά ζητήματα της καθημερινής ζωής. Στο σεβασμό της γυναίκας. Το σεβασμό της καινούριας ζωής!


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)