[Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί η μόνη οργανωμένη δύναμη ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση

Στην ίδια περίοδο εντάσσεται και ένα περιστατικό που θα αποβεί καθοριστικό για τα γεγονότα όπως εξελίχτηκαν αργότερα. Ένα περιστατικό που δείχνει κάπως και το πλαίσιο μέσα στο οποίο γραφόταν η ιστορία της εποχής αυτής. Κι απ’ τη μια μεριά κι απ’ την άλλη.
     Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, άφησαν μια Ελλάδα στο μεγαλύτερο μέρος της οποίας η μόνη οργανωμένη δύναμη ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Έτσι είχαν τα πράγματα και στα μέρη τα δικά μας. Την περιοχή της νοτιοδυτικής Βοιωτίας, αυτήν που ξαπλώνεται ανάμεσα στη Θήβα, τη Λιβαδειά και τον Κορινθιακό Κόλπο, ανάμεσα στον κάμπο της Κωπαΐδας και τον Ελικώνα.
     Και, βέβαια, κανείς από τους ΕΛΑΣίτες δεν είχε ξεχάσει τους συνεργάτες και τους συνοδοιπόρους των Γερμανών. Την προδοσία τους, την αποκοτιά τους. Το τι είχε υποφέρει ο κόσμος στα χέρια τους. Κι αποφάσισαν την τιμωρία τους.
     Για το Μαυρομμάτι οι πρώτοι που έπρεπε να «καθαριστούν» ήταν οι δύο Μουργαίοι. Μούργοι ήταν το παρατσούκλι τους που στα αρβανίτικα σημαίνει μαύρος, αιμοβόρος σκύλος. Το πραγματικό τους επίθετο ήταν άλλο.
     Όλα αυτά, βέβαια, για τους δύο μεγαλύτερους από τα αδέρφια. Γιατί υπήρχε και τρίτος, ο μικρότερος, που μάλλον δεν είχε ανακατευτεί ακόμη. Αλλά ο Κολιός κι ο Άγγελος ο Μούργος ήταν αποφασισμένο, έπρεπε να εκτελεσθούν.
     Ξεκίνησαν οι αντάρτες να τους βρουν κάποιο βράδυ για να εκτελέσουν την απόφαση που είχαν πάρει. Φαίνεται όμως πως υπήρχαν και ανάμεσά τους πράκτορες των αλλονών. Και οι Μούργοι ειδοποιημένοι εξαφανίστηκαν. Στο σπίτι όμως έμεινε κρυμμένος ο μικρός. Κι αυτός έμελλε να πληρώσει τη νύφη.
     Γιατί όταν οι αντάρτες δεν βρήκαν αυτούς που ήθελαν, ξέσπασαν την οργή τους στο νεότερο. Τον εκτέλεσαν επί τόπου. Κι ήταν 16-17 χρονών, σχεδόν έφηβος. Κι όταν μερικές ώρες αργότερα γύρισαν τ’ αδέρφια και τον βρήκαν σκοτωμένο, ορκίστηκαν εκδίκηση. Κάθε αριστερός από ’δώ και μπρος δεν θα ήταν γι’ αυτούς μόνο ιδεολογικός ή ταξικός εχθρός, μα και προσωπικός εχθρός. Εχθρός που έπρεπε να πληρώσει με αίμα. Το αίμα του σκοτωμένου από τους αντάρτες αδελφού.
 
 
Για τον πατέρα μου και τη μάνα μου τα δύο επόμενα χρόνια ήταν τα μόνα ευτυχισμένα χρόνια που έζησαν μαζί. Ήταν τα χρόνια αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, που έγινε στις 12 Φεβρουαρίου του 1945. Χρόνια σημαδιακά για την αριστερά και την Ελλάδα, γενικότερα. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχοντας καταθέσει τα όπλα εγκαταλείπουν τα λημέρια τους και σκορπούν στις πόλεις και τα χωριά σε μια προσπάθεια να ζήσουν μια κανονική, ήσυχη ζωή. Κυρίως στις πόλεις, γιατί στα χωριά οι μοναρχικές οργανώσεις, μαζί με τους πρώην συνεργάτες των Γερμανών, δημιουργούν ένα αντικομουνιστικό μέτωπο και αρχίζουν την τρομοκρατία εναντίον εκείνων που είχαν οποιαδήποτε σχέση με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Χιλιάδες αγωνιστές στέλνονται στις φυλακές, χωρίς να λείπουν και οι περιπτώσεις βασανισμών και δολοφονιών. Στις πόλεις η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη, γι’ αυτό οι περισσότεροι αριστεροί και πρώην αγωνιστές αρχίζουν να συρρέουν σ’ αυτές.
     Ανάμεσα στους τελευταίους και ο πατέρας μου. Άφησαν το χωριό με τη μάνα μου, τη γιαγιά μου και το πρώτο τους παιδί, τον αδερφό μου, που γεννήθηκε στις αρχές του Μάρτη του ’45. Εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά. Νοίκιασαν ένα μικρό σπίτι με δύο δωμάτια και ξεκίνησαν τη δουλειά. Η μάνα μου μαντάριζε κάλτσες και κένταγε. Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο βυρσοδεψείο, όπου δούλευε ο αδελφός της μάνας μου.
     Το 1945 είναι η χρονιά με δύο κυβερνήσεις του Κέντρου: η πρώτη, του Νικολάου Πλαστήρα κράτησε μέχρι τον Απρίλη, ενώ τον Νοέμβρη θα σχηματισθεί η κυβέρνηση των Σοφούλη-Καφαντάρη. Η τελευταία είναι αυτή που θα ψηφίσει τον νόμο που καταργούσε τις ποινικές διώξεις για τα πολιτικά αδικήματα. Έτσι, χιλιάδες αγωνιστές αφέθηκαν ελεύθεροι, αυτή τη φορά.
     Παρ’ όλα αυτά, στον κοινωνικό περίγυρο φούντωνε η τρομοκρατία. Οι παρακρατικοί και οι Χίτες είχαν σηκώσει κεφάλι, τρομοκρατούσαν και σκότωναν. Ιδιαίτερα στα χωριά. Έτσι, σύντομα το μικρό σπίτι των γονιών μου έγινε καταφύγιο παράνομων, καταζητούμενων ή πρώην φυλακισμένων, που απελευθερώνονταν σταδιακά με το νόμο του Σοφούλη.
     Έβγαιναν από τη φυλακή ή κατέβαιναν από τα χωριά της Θήβας και έμεναν κάμποσες μέρες ή βδομάδες σε μας, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της γιαγιάς μου που δεν έβρισκε λεπτό ησυχίας και έπρεπε πολλές φορές να μαγειρεύει για δέκα, επιπλέον, στόματα.
     Για να ομολογήσω την αμαρτία μου, άκουγα με μεγάλη επιφύλαξη τις διηγήσεις της μάνας μου για το σπίτι μας, που είχε γίνει «κέντρο διερχομένων». Για το πόσες φορές είχαν, αυτή και η γιαγιά, κοιμηθεί στο πάτωμα για να δώσουν μέχρι και το κρεβάτι τους στους συντρόφους του πατέρα, που δεν έλειπαν ποτέ. Και που έπρεπε να τους ταΐζουν, να τους κοιμίζουν, να τους ξεψειρίζουν. Είχα την εντύπωση πως υπερέβαλλε. Μέχρι που τελευταία διασταύρωσα την πληροφορία από τον Μιλτιάδη τον Πελώνη. Έναν από τους τελευταίους επιζώντες, πρώην συντρόφους και συναγωνιστές του πατέρα μου. Μια από τις πρώτες κουβέντες του ήταν ότι είχε μείνει κάμποσες φορές σπίτι μας στην Κοκκινιά, μαζί με άλλους.
     Από τη γειτονιά δεν κινδύνευαν να τους καταδώσουν γιατί όλοι ένα γύρω στην Κοκκινιά ήταν αριστεροί. Ή συμπαθούντες. Κι όλοι αυτοί οι «συνταξιούχοι αντάρτες» μη έχοντας άλλη διασκέδαση απασχολούνταν με τις ώρες με τον μικρό Πέτρο. Και φυσικά, το πρώτο πράγμα που του μάθαιναν ήταν να σηκώνει το μικρό του χέρι σε γροθιά και να φωνάζει με έμφαση «Κάπα-Κάπα-Έψιλον».
     – «Πετράκη», πες «Κάπα-Κάπα-Έψιλον».
     Σήκωνε αυτός τη μικρή του γροθιά και έλεγε με στόμφο αυτό που του φαινόταν κάτι σαν «τι ωραίος που είναι ο κόσμος» ή «τι καλά που περνάμε όλοι μαζί»...
     Βλέποντας, λοιπόν, ο μικρός Πέτρος πως η δήλωσή του αυτή ξεσήκωνε θύελλα επιδοκιμασίας, την επαναλάμβανε παντού και πάντα.
     Την ιστορία την πλήρωσε όπως πάντα η μάνα μου κάποια μέρα στο γεμάτο λεωφορείο. Διέγνωσε ο μικρός πως υπάρχει μεγάλο ακροατήριο για να τραβήξει την προσοχή. Καιρός να εφαρμόσει το γνωστό κόλπο.
     Σήκωσε μπροστά στο πρόσωπό της τη μικρή γροθιά και δυνατά φώναξε:
     – «Μαμά... Κάπα-Κάπα-Έψιλον».
     Το λεωφορείο πάγωσε. Λοξές ματιές και αμήχανα βηξίματα ακολούθησαν τη δήλωση.
     Ο μικρός με έκπληξη διαπίστωσε πως για πρώτη φορά η δήλωσή του δεν ξεσήκωσε θύελλα ενθουσιασμού και υπέθεσε πως δεν ακούστηκε καλά.
     Σήκωσε το χέρι του με αποφασιστικότητα ξανά και δήλωσε πιο δυνατά:
     – «Μαμά, μαμά... Κάπα-Κάπα-Έψιλον».
     Η μάνα μου στην αρχή προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή.
     «Κοίτα Πετράκη εκεί έξω ποιος περνάει απέναντι... Μήπως είναι ο μπαμπάς;».
     Ο μικρός όμως ήταν ανένδοτος. Αισθανόταν ότι είχε χαλάσει η παράσταση. Ότι δεν έγινε αντιληπτός.
     «Κάπα-Κάπα-Έψιλον» φώναξε ξανά με μεγαλύτερη έμφαση, σηκώνοντας τη μικρή γροθιά του πιο ψηλά.
     Η μάνα μου αναγκάστηκε να αφήσει άρον άρον το λεωφορείο. Για καλή της τύχη δεν την ακολούθησε κάποιος παρακρατικός. Το σοκ για τη μητέρα μου όμως ήταν μεγάλο.
 
 
Προσωπικά, πιστεύω στη μοίρα. Σε μια μορφή «κισμέτ». Όχι βέβαια, με την κλασική έννοια ότι όλα είναι γραμμένα, αλλά με την έννοια της δυναμικής των καταστάσεων και των πραγμάτων. Δημιουργούμε με τις πράξεις μας και τις επιλογές μας καταστάσεις, οι οποίες από ένα σημείο και μετά μας οδηγούν εκεί που θέλουν. Σαν να δρομολογούμε ένα λεωφορείο χωρίς φρένα στην κατηφόρα στο οποίο είμαστε επιβάτες εμείς οι ίδιοι.
     Ο πατέρας μου πήρε το δρόμο για το χωριό χωρίς να ξέρει ότι η μοίρα του ήταν πλέον καθορισμένη. Τα πράγματα και γι’ αυτόν και για τους άλλους είχαν πάρει το δρόμο τους. Ο δρόμος της επιστροφής στο χωριό ήταν κάτι σαν ραντεβού με το θάνατο.
     Η αιτία ή η αφορμή ήταν ένα χαρμόσυνο γεγονός. Ήρθε μήνυμα από το χωριό πως αρραβωνιάστηκε, για δεύτερη φορά, η αδελφή του πατέρα, η Ευταλία. Ο πρώτος της αρραβωνιάρης είχε πεθάνει μέσα στην Κατοχή.
     Η μάνα μου, έχοντας πρόσφατα συμφιλιωθεί με την οικογένεια, δε διανοήθηκε καν να μη θεωρήσει υποχρέωσή της το κέντημα της προίκας της υποψήφιας νύφης. Πήρε τον Πετράκη και τη γιαγιά την Άννα και ξεκίνησαν για το χωριό. Απ’ το γεγονός ότι ήταν 3-4 μηνών έγκυος σε μένα, φαίνεται πως η μετακίνηση αυτή έγινε στις αρχές του ’47.
 
 
Έφτασαν για μια ακόμη φορά στο χωριό, νοίκιασαν ξανά από την αρχή ένα σπίτι και σε λίγο γεννήθηκα κι εγώ. Είμαστε στο τέλος του Ιούνη του ’47.
     Εποχή που το δεύτερο αντάρτικο έχει φουντώσει. Μόνο που ιδιαίτερα και μετά το δόγμα Τρούμαν, ο κρατικός-εθνικός στρατός μαζί με τη χωροφυλακή και τις διάφορες παρακρατικές ομάδες φτάνουν πλέον σχεδόν τους 200.000 άνδρες. Μόλις 15.000 είναι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού.
     Ξανά, λοιπόν, στην παρανομία αλλά από μειονεκτική θέση. Έχοντας παραδώσει τα πιο πολλά όπλα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Και έχοντας αντιμέτωπο αυτή τη φορά το οργανωμένο κράτος, που έχει πλέον ενσωματώσει όλους τους προδότες και τους συνοδοιπόρους των Γερμανών. Οι Μούργοι και οι άλλοι Χίτες είναι συνεργάτες πλέον του επίσημου στρατού.
     Το πρώτο θύμα είναι ο Βασίλης ο Πελώνης. Ο πραγματικός στόχος ίσως να ήταν ο αδελφός του ο Μιλτιάδης, γραμματέας της Οργάνωσης του ΕΑΜ στο χωριό στην περίοδο της Κατοχής. Πιάστηκε στην Αθήνα από την Ασφάλεια και φυλακίστηκε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Έμεινε όλη του σχεδόν τη ζωή στις φυλακές και τις εξορίες έχοντας καταδικασθεί πέντε φορές εις θάνατον. Το τραγικά αστείο παιχνίδι που έπαιξε κι εδώ η ζωή είναι πως ο κυρ-Μιλτιάδης έζησε, και τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές κοντεύει τα ενενήντα.
 
 
Όσο για τον αδερφό του τον Βασίλη, καραδοκούσαν μέρα μεσημέρι και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι καθώς γυρνούσε καβάλα πάνω στ’ άλογο από το πηγάδι. Το Παλιοπούσι. Το άλογο γύρισε μόνο του στο σπίτι γεμίζοντας τους δικούς του με τις χειρότερες υποψίες. Τον βρήκαν νεκρό καταμεσίς στο δρόμο. Στο χωριό έγινε θρήνος και οδυρμός.
     Άφησε χήρα και τρία ορφανά. Δύο κόρες και το γιο του, τον Μίμη. Συνομήλικος και κολλητός του αδελφού μου. Τη χήρα του, τη Βαγγελίστρα, τη θυμάμαι μια ζωή κουκουλωμένη στα μαύρα.
     Ο κύκλος του αίματος φούντωνε για τα καλά...
     Πρωτεργάτες στη δολοφονία φαίνεται πως ήταν οι Μούργοι και οι άλλοι γνωστοί Χίτες της περιοχής. Οι Μανάρες. Οι Σαρκούκηδες.
     Ο πατέρας μου ήξερε ότι ήταν ο επόμενος στη σειρά. Όλοι οι άλλοι ήσαν στο βουνό. Εξαφανίσθηκε ένα βράδυ όταν «πετάχτηκε πιο κάτω για να δει κάτι φίλους». Ήταν κοινό μυστικό στην οικογένεια πως τον περίμενε ο Θοδωρής και οι άλλοι πιο κάτω. Στην αγανακτισμένη μητέρα μου που έμεινε να μεγαλώνει μόνη δύο μωρά παιδιά θα δηλώσει πως τον απήγαγαν οι αντάρτες. Την ίδια δικαιολογία θα δηλώσει αργότερα και στο στρατοδικείο.
     Είναι βέβαιο πως σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στα χωριά, οι πολλοί από τους παλιούς αντάρτες, εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του ’47 ξαναπήραν το γνώριμο δρόμο για το βουνό. Ακολουθούσαν όλοι το πεπρωμένο τους.
     Στο διάστημα αυτό ο πατέρας μου κατέβαινε στην αρχή αρκετά συχνά στο χωριό και κρυβόταν στο πατρικό του σπίτι. Εκεί όμως για καλή και κακή του τύχη κατοικοέδρευε και ο μικρός Πετράκης. Τριών χρονών τότε. Η μάνα μου, έχοντας πρόσφατα γεννήσει εμένα, είχε το βάρος ενός βρέφους και ταυτόχρονα το βιοπορισμό της οικογένειας.
     Έτσι, προς μεγάλη χαρά όλων, η γιαγιά η Χάιδω είχε αναλάβει τον Πετράκη. Του είχαν όλοι αδυναμία και αποτελούσε το κέντρο της προσοχής όλων στην οικογένεια, μια και ήταν ο πρωτότοκος γιος σε μια οικογένεια με έξι αδέρφια. Το κακό όμως ήταν πως ο μικρός είχε φοβερή αντίληψη. Και φοβερή, για την ηλικία του, γλώσσα...
     Καταλάβαινε από την ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι γύρω και από τις σιγανές κουβέντες την παρουσία του πατέρα του. Και όλο ρωτούσε:
     – Είναι εδώ ο μπαμπάς;
     Ο πατέρας τον κοίταζε από μακριά και τον καμάρωνε και τον λαχταρούσε. Ήθελε να τον σφίξει στην αγκαλιά του και δεν τολμούσε, γιατί ήξερε τις συνέπειες. Κι αυτός όλο έλεγε:
     – Είναι ο μπαμπάς!
     Ώσπου ένα βράδυ δεν άντεξε και φανερώθηκε. Τον χάιδευε και τον φιλούσε και τον κράταγε αγκαλιά όλο το βράδυ. Τον κοίμισε, τον φίλησε τρυφερά και έφυγε μέσα στη νύχτα για το βουνό.
     Μα η ανάμνηση του πατέρα ήταν έντονη στο είναι του μικρού του γιού. Ξύπνησε το πρωί και τον αναζητούσε. Μα ο μπαμπάς δεν υπήρχε. Αλλά αυτός όπου βρισκόταν και σε κάθε έναν και κάθε μια που έβλεπε έλεγε με καμάρι πως είδε τον μπαμπά.
     – Πού πήγε ο μπαμπάς;
     – Ποιος μπαμπάς μανάρι μου, στο όνειρό σου τον είδες.
     – Όχι, τον είδα, και μου τραγούδησε. Όνειρα βλέπεις εσύ!
 
 
Τέτοια νέα όμως, ακόμη κι αν έχουν βγει από το στόμα ενός μικρού παιδιού δεν μπορούσαν να μείνουν κρυφά.
     Το άλλο βράδυ εμφανίστηκαν οι Χίτες, με επικεφαλής τον Σαρκούκη, και έκαναν άνω κάτω το σπίτι.
     Μόνο που μπέρδεψαν το «ποιο σπίτι». Πήγαν στο σπίτι της μητέρας μου.
     Η μάνα μου αρχικά ανέβηκε πάνω στην αμπάρα με το σώμα της και δεν τους άφηνε να μπουν.
     – «Μαρία, άνοιξε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα», έλεγαν και χτυπούσαν με τους υποκόπανους τη χαμηλή πόρτα.
     Οι άγριοι ήχοι των όπλων, οι φωνές των Χιτών και τα ποδοβολητά τους μπλεκόντουσαν με τις κραυγές απελπισίας της μάνας μου και το δικό μου το κλάμα. Θα πρέπει να ήμουν περίπου έξι μηνών και τα γεγονότα να διαδραματίζονται γύρω στα Χριστούγεννα του ’47.
     – Μαρία, δεν θα σε πειράξουμε Tσένα. Το Βασίλη θέλουμε.
     – Δεν είναι εδώ. Έχω να τον δω μήνες. Σεβαστείτε που έχω μωρό παιδί.
     Σιγά μη δε σέβονταν. Με τα πολλά τους άνοιξε.
     Τα έκαναν όλα λίμπα, χωρίς βέβαια, να βρουν τίποτε.
     Από τότε όμως, μάλλον δεν ξανακατέβηκε στο χωριό ο πατέρας μου. Ή, αν κατέβαινε, αυτό γινόταν πλέον πολύ σπάνια.


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)