[Στις αρχές του ’49]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση

Στις αρχές του ’49, ό,τι υπήρχε στην περιοχή της Βοιωτίας από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού φαίνεται πως έχει διαλυθεί τελείως. Τον Απρίλη, μάλιστα, τρεις μεραρχίες υπό τον Τσακαλώτο, πετυχαίνουν την πλήρη εκκαθάριση της Στερεάς από τον ΔΣΕ.
     Εν τούτοις, κάποιοι από τους άντρες του ΔΣΕ κατάφεραν να κινηθούν προς τα Δυτικά και να φτάσουν στα Άγραφα, ακολουθώντας μια πορεία που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο άγρια και χιονισμένα βουνά, όπως ο Ελικώνας, ο Παρνασσός και ο Τυμφρηστός.
     Εδώ φαίνεται πως χώρισαν και τα δύο αδέρφια, ο θείος μου ο Θοδωρής και ο πατέρας μου, ακολουθώντας διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο θείος μου μπόρεσε να ξεφύγει προς τα δυτικά, για να αναγνωρισθεί αργότερα το πτώμα του, κάπου ανάμεσα στη Ρούμελη και την Ήπειρο. Οι υπόλοιποι αντάρτες σκόρπισαν από ’δώ κι από ’κεί σε μικρές ομάδες ή πολλές φορές μόνοι, προσπαθώντας να επιβιώσουν σε ένα παιχνίδι που θύμιζε τη γάτα με το ποντίκι. Στους τελευταίους ανήκε και ο πατέρας μου μαζί με δύο τρεις άλλους από την ομάδα τους, που τραυματίες ή άρρωστοι, παρέμειναν πίσω, ανίκανοι να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους στην κοπιαστική τους πορεία προς τα δυτικά.
 
 
Λίγα μπορώ να πω γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής τους γιατί οι δύο πρωταγωνιστές πρόλαβαν να πεθάνουν πολύ νωρίς. Τουλάχιστον τόσο νωρίς που να μην έχω προλάβει να τους μιλήσω. Κι ακόμη χειρότερα. Πριν προλάβω καν να μιλήσω.
     Έχω όμως μια αμυδρή ιδέα για το τι πέρασαν από σκόρπιες διηγήσεις. Σαν κι αυτή που άκουσα στον Καναδά κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Με κάλεσαν για φαγητό στο σπίτι κάποιας συγχωριανής, που ήταν παντρεμένη εκεί. Κι εκεί κατά τη διάρκεια του φαγητού ρώτησε η γυναίκα το σύζυγό της:
     – Θυμάσαι τον τάδε από τον Άγιο Γεώργιο που μας διηγήθηκε την ιστορία για τους δύο συγχωριανούς μου, που τους είχαν για μέρες κρυμμένους στην καταπακτή; Γι’ αυτούς που τους κατέβαζαν νερό και φαγητό από μια τρύπα από πάνω; Ε, ο ένας από τους δύο ήταν ο πατέρας του νεαρού (είπε, δείχνοντας εμένα).
     Από τέτοιες σκόρπιες διηγήσεις έχω σχηματίσει την εικόνα ότι ζούσαν μια ζωή χειρότερη κι από τα αγρίμια. Φαίνεται πως για μια περίοδο 3-4 μηνών μετακινούνταν σε μια ακτίνα 20-50 χιλιομέτρων, σε μια περιοχή που ξαπλώνεται ανάμεσα στο χωριό, τον Ελικώνα, τα χωριά κοντά στον Κορινθιακό και τα χωριά της Λιβαδειάς.
     Για όσους γνωρίζουν τα μέρη αυτά θα ξέρουν ότι ο χειμώνας είναι αμείλικτος. Το κρύο που κατεβάζει ο Ελικώνας είναι πολλές φορές πολικό. Και το χιόνι ξεπερνά συχνά το ένα μέτρο.
     Με τη γιαγιά τη Χαϊδίτσα είχαν, φαίνεται, κάποιον κώδικα επικοινωνίας. Ξεκινούσε τάχα να μαζέψει χόρτα ή ελιές και τους άφηνε κάποιο καλάθι με τρόφιμα στ’ αμπέλια. Ή άλλες φορές τα έκρυβε στις φούστες της. Κάπου κάπου της άφηναν και κάποιο κουβάρι με ρούχα για πλύσιμο. Το σπίτι της γιαγιάς και του θείου μου του Κίτσου ήταν το προτελευταίο του χωριού. Αμέσως μετά ήταν ο τοίχος του νεκροταφείου. Τα μνήματα ήταν κάποιες από τις κρυψώνες που χρησιμοποίησαν πολλές φορές.
     Παράλληλα, συνεχίζονται οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τακτικού στρατού, με στόχο την ανεύρεση και τη σύλληψη των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού που έχουν απομείνει κρυμμένοι εδώ κι εκεί, σκορπισμένοι σε όλη την Ελλάδα. Ξεπαγιασμένοι, ρακένδυτοι, πεινασμένοι, αξύριστοι και άπλυτοι, χωρίς να περιμένουν τίποτε. Καταζητούμενοι από θεούς και δαίμονες, χωρίς μοίρα στον ήλιο. Άθλια απομεινάρια μιας ένδοξης εποποιίας.
     Οι ποινές για εκείνους τους συμπαθούντες που θα δεχτούν να κρύψουν κάποιους από τους καταζητούμενους «συμμορίτες» είναι εξοντωτικές. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που άνθρωποι οικογενειάρχες και μη πήραν το ρίσκο της αρωγής των ταλαιπωρημένων καταζητούμενων.
     Οι ενέδρες του τακτικού κρατικού στρατού είναι σχεδόν καθημερινές. Ο κλοιός σφίγγει όλο και περισσότερο μέχρι την μοιραία εκείνη μέρα, που έτσι κι αλλιώς θα ερχόταν κάποια στιγμή. Παρ’ όλα αυτά στην Ανατολική Στερεά φαίνεται πως επιβίωσαν μέχρι το τέλος του Μάη του 1948.
     Μάης μήνας. Το ηθικό λίγο καλύτερο μιας και οι νύχτες είναι πιο ζεστές, τα φυλλώματα πιο πυκνά για να κρυφτούν οι αντάρτες, όλο και κάποια στάνη βρίσκεται για να πάρουν με το καλό ή με το ζόρι ένα παγούρι γάλα ή ένα κομμάτι ψωμί. Σε κάποια τέτοια στιγμή βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες. Είναι τόσο κοντά που βλέπουν τα πρόσωπά τους.
     Την κρίσιμη στιγμή ο πατέρας μου ακούει το όνομά του.
     – Αθανασίου, εγώ είμαι δε με γνωρίζεις;
     – Σας γνώρισα, κύριε ταγματάρχα.
     Η φοβερή σύμπτωση είναι πως επικεφαλής του εκκαθαριστικού στρατιωτικού τμήματος είναι ο λοχαγός που είχε ο πατέρας μου, όταν ήταν λοχίας στον πόλεμο της Αλβανίας. Είχαν περάσει μαζί ολόκληρο τον πόλεμο εναντίον των Ιταλών, πάνω στα κακοτράχαλα βουνά, μέσα στα κρύα και τα χιόνια, σύντροφοι στις κακουχίες, στις ταλαιπωρίες του πολέμου, στη χαρά της νίκης. Μαζί είχαν γευτεί και την πίκρα της ήττας μετά την επίθεση της Γερμανίας, την παράδοση, την ταλαιπωρία της επιστροφής.
     Οι δεσμοί που τους έδεναν ήταν πολύ δυνατοί και ήταν τελείως φυσικό να εξελιχθούν τα πράγματα όπως εξελίχθηκαν στη συνέχεια. Ο πατέρας μου και οι δύο σύντροφοί του παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση, ενώ ο ταγματάρχης πήρε τον πατέρα μου από εκεί και πέρα κάτω από την προστασία του. Φρόντισε για την περίθαλψή του, να έχει φαγητό και ρούχα και, κυρίως, τον είχε στα μάτια του για την πιθανότητα αντιποίνων.
     Το τελευταίο ήταν και το πιο σοβαρό, μια και οι ομάδες Χ του Γρίβα, οι γνωστοί Χίτες, είχαν πλέον εξελιχθεί σε σοβαρή παραστρατιωτική οργάνωση, που την αποτελούσαν, κυρίως, πρώην συνεργάτες των Γερμανών, πρώην κουκουλοφόροι, γερμανοτσολιάδες και άλλοι καταδότες. Γυρνούσαν στην ύπαιθρο οπλισμένοι, και φρόντιζαν να μη γλιτώνει κανένας από τους πρώην αριστερούς, τους αντάρτες, τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, τους συνεργάτες τους ή τους συμπαθούντες. Όποιος έπεφτε στα χέρια τους, τον περίμεναν βασανιστήρια, άγριοι ξυλοδαρμοί, κρεμάλα, κομμένο κεφάλι και παλούκωμα σε κοινή θέα.


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)