[Ο Σεπτέμβρης του ’48]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση
Ο Σεπτέμβρης του ’48 βρίσκει τον πατέρα μου στις φυλακές της Θήβας. Έχουν μεταφερθεί εκεί για την προανάκριση πριν το στρατοδικείο. Στην επαρχία τα πάντα φαίνονται χαμένα. Ό,τι έχει απομείνει από το Δημοκρατικό Στρατό παλεύει στα Β.Δ., κοντά στα σύνορα με την Αλβανία, με ένα πάνοπλο κρατικό στρατό που ενισχύεται πλέον από τις δυνάμεις των Αμερικανών.
     Ο πατέρας μου βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ηθικά του διλήμματα. Έχει μια νέα γυναίκα και δυο μικρά παιδιά, το ένα τεσσάρων ετών και το άλλο ενός έτους. Παιδιά για τα οποία δεν έχει προλάβει να κάνει τίποτε. Όλα τα βάρη τα έχει αναλάβει μια νέα γυναίκα, η μάνα μου, χωρίς καμιά περιουσία, χωρίς δικό της σπίτι, χωρίς υποστήριξη. Σκέφτεται τι θα απογίνουν όλοι αυτοί αν τον καταδικάσουν σε θάνατο ή εξορία, όπως συνηθίζεται για όλους τους όμοιούς του. Το βάρος των ευθύνης τον λυγίζει και παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Αποφασίζει να διεκδικήσει να ζήσει. Έχει την ψευδαίσθηση πως μπορεί να το πετύχει.
     Προς την κατεύθυνση αυτή τον σπρώχνουν και διάφοροι φίλοι και γνωστοί. Εξάλλου η Θήβα είναι, κατά κάποιον τρόπο, η έδρα του. Προς την κατεύθυνση αυτή τον σπρώχνει και ο Δούρος, το παλιό του αφεντικό. Έχει δουλέψει στην επιχείρησή του αρκετό καιρό και τον έχει σαν παιδί του. Από τις πλουσιότερες οικογένειες της Θήβας, με κτήματα, ανθηρή επιχείρηση που περιλαμβάνει το μονοπώλιο του πετρελαίου και των σπίρτων. Ανεψιός του βουλευτή της περιοχής.
     Απ’ αυτόν έμαθα μια άγνωστη ιστορία για τον πατέρα μου:
     Αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, μπήκαν στη Θήβα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ που κατέλαβαν για ένα μικρό διάστημα την πόλη. Ένα από τα πρώτα μελήματά τους ήταν το άδειασμα όσων αποθηκών δεν κατέστρεψαν οι Γερμανοί. Τον πατέρα μου τον όρισαν υπεύθυνο μιας αποθήκης με φαρμακευτικό υλικό. Έπρεπε να αδειάσει το γρηγορότερο και να μεταφερθεί στο βουνό. Το βράδυ εκείνο ο πατέρας μου κοιμήθηκε, όπως το συνήθιζε κάθε φορά που ήταν στη Θήβα, στο σπίτι του Δούρου.
     – Τον παρακάλεσα τον πατέρα σου να μας δώσει μια κάσα με μορφίνες. Τι ψυχή έχει μια κάσα με μορφίνες! Αυτός, τίποτε. Αγύριστο κεφάλι. Αρβανίτικο. Μ’ αυτό μπορεί εκείνη την εποχή να αγόραζες μέχρι και σπίτι! Τέτοιος ήταν ο πατέρας σου ιδεολόγος του κερατά. Γι’ αυτό το ’φαγε το κεφάλι του.
 
 
Ο Δούρος αναλαμβάνει τον στρατοδίκη.
     Αρχίζουν τα τραπεζώματα και τα πεσκέσια. Πετρέλαιο, λάδι, φρέσκα ζαρζαβατικά. Ο άνθρωπος φαίνεται να λυγίζει. Δεν είναι δα και κανένα τέρας ηθικής. Κάνει θετική εισήγηση. Καταθέτει και ο ταγματάρχης πως «παρεδόθη οικειοθελώς» και κάτι τέτοια. Τα πράγματα δείχνουν πως μπορεί και να την γλίτωνε. Δεν ήταν δα και ο πρώτος.
     Λογάριαζαν όμως όλοι χωρίς τον ξενοδόχο. Και ξενοδόχος σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν οι Χίτες και οι πρώην ταγματασφαλίτες της περιοχής. Ακόμη και αν το επίσημο κράτος ξεγελάστηκε ή αφέθηκε να ξεγελαστεί, αυτοί δεν αστειεύονται. Παίρνουν το νόμο στα χέρια τους.
     Καθώς ο πατέρας μου μεταφέρεται στο Μούλκι, τη σημερινή Αλίαρτο, και κρατείται σε ένα πρόχειρο κατάλυμα που χρησιμεύει για κρατητήριο, αυτοί παρακολουθούν τα πράγματα με άγρυπνο μάτι. Μαθαίνουν ποιο βράδυ θα λείπει ο ταγματάρχης σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, και τότε επεμβαίνουν.
     Η συνταγή είναι γνωστή.
     Οι δειλοί και οι εγκληματίες δρουν πάντα νύχτα. Φορούν πάντα μάσκες. Κρατούν σιδηρολοστούς.
     Αυτή τη σκηνή της φρίκης έχω προσπαθήσει να την αναπαραστήσω άπειρες φορές μέσα μου. Η φαντασία μου, όμως, θα πρέπει να ωχριά μπροστά σε οποιαδήποτε πραγματικότητα.
     Προτιμώ να αφήσω σε σένα αγαπητέ αναγνώστη και αγαπητή αναγνώστρια, στη δική σου τη φαντασία να σκεφθεί τι μπορεί να έγινε σε εκείνο τον άθλιο αχυρώνα στο Μούλκι, το τέλος του Σεπτέμβρη του 1948, ανάμεσα σε έναν πρώην αντάρτη τριάντα δύο μόλις χρόνων και τους άθλιους βασανιστές του.
     Η φαντασία σου μπορεί να βοηθηθεί από το γεγονός ότι το θύμα είχε την ατυχία να μην πεθάνει επί τόπου. Για κάποιους λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, έζησε για δύο ακόμη μήνες μετά από εκείνο το μοιραίο βράδυ. Δεν ξέρω αν το τηλεγράφημα για την μητέρα μου στην κοινότητα έφτασε την ίδια ή την επόμενη μέρα. Την ειδοποιούσαν να πάει επειγόντως στο Μούλκι για να επισκεφθεί τον άντρα της.
     Όταν έπαιρνε τον μικρό Πέτρο μαζί της, παρ’ όλο που την έζωναν τα μαύρα φίδια, μάλλον δεν μπορούσε να προβλέψει τον εφιάλτη που θα αντίκριζε.
     Την οδήγησαν σε ένα πρόχειρο οίκημα που έπαιζε το ρόλο στρατιωτικού νοσοκομείου ή κάτι τέτοιο. Και εκεί σε κάποιο κρεβάτι κείτονταν ένα ανθρώπινο ον που κάποτε ήταν ο άνθρωπος που αγάπησε. Στα τριάντα δύο του χρόνια. Χωρίς δόντια, κατάμαυρος, μελανιασμένος, με τα κρέατα σχεδόν να κρέμονται σε μια άμορφη μάζα, ανακατεμένα με ξεραμένα μαύρα υπολείμματα από σάρκες και αίμα. Η μάνα μου έμεινε άφωνη να κοιτάζει το θέαμα, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει την ανθρώπινη μορφή. Δεν ξέρω αν δεν αναγνώριζε ή δεν ήθελε να αναγνωρίσει αυτό που έβλεπε. Ο μικρός δίπλα της την έβγαλε για λίγο από την αφασική της κατάσταση.
     – «Ο μπαμπάς... ο μπαμπάς...»
     Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε πριν πέσει κάτω λιπόθυμη...
     Συνήλθε για να ζήσει την αρχή ενός ακόμη εφιάλτη που κράτησε σχεδόν δύο μήνες. Ένας εφιάλτης με ατέλειωτα σούρτα φέρτα ανάμεσα στο Μούλκι, το χωριό και τέλος την Αθήνα. Γιατί έπρεπε να κοιτάει δύο μικρά παιδιά, να τα ταΐζει, να τα φροντίζει και να εξασφαλίζει και τα προς το ζην. Ταυτόχρονα, να επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο με αφόρητους πόνους, σε συνθήκες απερίγραπτες, με μέσα άθλια.
     Ήταν ένας προαναγγελθείς θάνατος. Το τηλεγράφημα μιλούσε για το τέλος χωρίς να αναφέρει τίποτε άλλο. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί δεν παρέδιδαν το νεκρό στους συγγενείς. Τον έθαψαν οι ίδιοι. Κάτι σαν κρυφό. Κάπου στα κρυφά. Ποτέ δεν μας είπαν πού. Ποτέ δεν το μάθαμε.
     Παρ’ όλα αυτά ο πόνος ήταν το ίδιο βαθύς. Το ίδιο μοιρολόι ξέσπασε στο σπίτι της μάνας μου. Στο σπίτι της γιαγιάς μου.
 
 
Ο χρόνος γιατρεύει ακόμη και τις πιο βαθιές πληγές. Η μάνα μου έκλαψε τον άνθρωπό της, αλλά δεν στάθηκε εκεί. Ανασκουμπώθηκε και πάλι και ρίχτηκε στον αγώνα. Τον αγώνα της επιβίωσης. Δεν μας μίλησε σχεδόν ποτέ για τον πατέρα μας. Την μνήμη του την τίμησε με τον δικό της τρόπο. Δεν κοίταξε ποτέ της άλλον άντρα. Και κράτησε τον όρκο που του έδωσε να μας μεγαλώσει. Φαινόταν σαν να ήθελε να ξεχάσει. Όλοι φαίνονταν σαν να ήθελαν να ξεχάσουν. Ο χρόνος τους βοήθησε. Και τα χρόνια πέρασαν.
     Ο μόνος που δεν μπόρεσε να ξεχάσει εκείνη τη βραδιά (και κάποιες άλλες) ήταν ο τελευταίος των Μουργαίων. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολύ πρόσφατα, ζούσε ξανά και ξανά τον εφιάλτη εκείνης της νύχτας. Τον εφιάλτη στον οποίο νόμιζε πως ήταν ο θύτης. Τελικά έγινε το θύμα. Ατέλειωτες νύχτες τον άκουγαν οι χωριανοί να ουρλιάζει. Τώρα στα ογδόντα του... Τον επισκέπτονταν οι ερινύες. Οι φωνές του ακούγονταν σ’ όλο το χωριό.


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)