[Το πτώμα του πατέρα μου]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση
Το πτώμα του πατέρα μου ο στρατός δεν το παρέδωσε ποτέ στη μάνα μου και στους συγγενείς. Ποτέ δεν μάθαμε πού τον έθαψαν. Χωρίς πτώμα δεν υπάρχει κηδεία.
     Γι’ αυτό, ποτέ δεν έκανε η μάνα μου κηδεία για τον άντρα της. Ούτε σαράντα.
     Γι’ αυτό και ποτέ δεν εύρισκα τον τάφο του πατέρα μου, όσο κι αν έψαχνα στο νεκροταφείο του χωριού.
     Μου άρεσε πάντα το νεκροταφείο. Ήταν στη Β.Δ. άκρη του χωριού, λίγο πριν τον ερειπωμένο μύλο του Κανέλη: ένα κυλινδρικό ερείπιο μύλου, σαν κι αυτά που αφθονούν στα νησιά. Είχε ένα άσπρο μαντρότοιχο γύρω γύρω, και μέσα ένα όμορφο εκκλησάκι αφιερωμένο στην Άγια Σωτήρα. Φυσικά, τέτοια αγία μάλλον δεν υπάρχει, αλλά είχε υποστεί και αυτό τη γλωσσική παραφθορά του από την αρχική του ονομασία: του Σωτήρος.
     Μου άρεσε το νεκροταφείο και το επισκεπτόμουν συχνά, γιατί μου άρεσαν οι κηδείες στο χωριό.
     Και βέβαια, για μένα η όλη διαδικασία ήταν σαν ένα παιδικό παιχνίδι: οι όμορφες ψαλμωδίες, τα κόλλυβα, τα νόστιμα ψωμάκια που μοίραζαν, το περπάτημα από την εκκλησία του χωριού στο νεκροταφείο με την κάσα στους ώμους τεσσάρων και τα εξαπτέρυγα μπροστά.
     Αλίμονο, όμως σ’ εκείνο το σπιτικό που του λάχαινε θάνατος και κηδεία. Το βασανιστήριο ήταν διπλό. Από τη μια μεριά ο πόνος του θανάτου, κι απ’ την άλλη το βασανιστήριο της κηδείας.
     Μου έχει μείνει αξέχαστη η πρώτη κηδεία που παρακολούθησα σε όλη της την εξέλιξη. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από πέντε έξι ετών, όταν πέθανε το πρώτο μου ξαδερφάκι, ο πρώτος γιος του θείου μου του Κίτσου, ο Τάσος.
     Ήταν ένα χρόνο μικρότερος από μένα και αγαπούσε πολύ τα άλογα. Σχεδόν κάθε μέρα μετά τη δύση του ήλιου, πού τον έχανες πού τον έβρισκες, ανάμεσα στα άλογα του χωριού που τα έφερνε ο κοινός τσοπάνης στην κοντινή βρύση για πότισμα. Το χωριό μόλις είχε αποκτήσει δίκτυο νερού και κάθε γειτονιά είχε πλέον τη δική της βρύση.
     Χωνόταν, λοιπόν ο μικρός ανάμεσα στα ζωντανά, προσπαθώντας να εντοπίσει το άλογο του πατέρα του για να το πάει σπίτι. Μια φορά όμως έγινε το κακό. Βρέθηκε ξαφνικά στη μέση ενός αλογοκαυγά. Τα ζώα άρχισαν να κλωτσούν το ένα το άλλο με μανία με τα πισινά τους πόδια, και κάποιες κλωτσιές πήραν τον μικρό στην κοιλιά.
     Ο μικρός δεν πέθανε αμέσως από τα χτυπήματα, αλλά όπως και στην περίπτωση του πατέρα μου 3-4 χρόνια πριν, πέθανε μετά από 2-3 μήνες. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε.
     Τον έπλυναν, τον έντυσαν με καινούργια ρούχα και παπούτσια, του έβαλαν καινούργια σεντόνια και τον έβαλαν σε ένα ντιβάνι στη μέση του σπιτιού.
     Οι ώρες που μεσολάβησαν μέχρι την άλλη μέρα που έγινε η κηδεία θα πρέπει να ήσαν ένα διαρκές μαρτύριο, ιδιαίτερα για τη θειά μου τη Μαρίνα. Εκτός από τον πόνο της μάνας, είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από κοπιαστικές δουλειές.
     Πρώτα πρώτα σκουπίστηκε και συγυρίστηκε το σπίτι. Μετά άναψαν το φούρνο. Ζύμωσαν ψωμί για καμιά εβδομηνταριά νοματαίους, χώρια τα ψωμάκια της κηδείας, τα κόλλυβα. Ξαρμύρισαν μπακαλιάρο, τον μαγείρεψαν πλακί στο φούρνο, γιατί μετά την κηδεία θα έπρεπε να ταΐσουν άπειρο κόσμο. Και κοντά σ’ αυτά είχαν τις δεκάδες τους καφέδες, γι’ αυτούς που ξενύχτησαν το νεκρό, γι’ αυτούς που ήρθαν πριν την κηδεία, μετά. Να κουβαλούν νερό για να πλύνουν όλα αυτά τα πιάτα, τα ποτήρια, που βέβαια τα είχαν δανειστεί από τη γειτονιά. Κοντά σ’ αυτά να σέρνουν και το μοιρολόι.
     Ξέπλεξαν όλες τα μαλλιά τους, η γιαγιά μου, οι θείες μου, οι άλλες θείες του νεκρού παιδιού. Το μοιρολόι ξεκίναγε με μιαν αργόσυρτη κραυγή που ολοένα μεγάλωνε. Ένα αργόσυρτο αααα, στη διαπασών στο οποίο έμπαινε μία μία με τη σειρά της, ενώ οι άλλες συνόδευαν με πιο χαμηλές, αργόσυρτες φωνές.
     Με ένα είδος αυτοσχέδιας ψαλμωδίας που γινόταν κυρίως στα αρβανίτικα, περιέγραφαν μία μία με τη σειρά τους τα προτερήματα του νεκρού. Πόσο καλός ήταν, πόσο γλυκός, πόσο όμορφος. Τι θα γινόταν όταν μεγάλωνε, τι χαρά ήταν για τους γονιούς του. Ακολουθούσε η περιγραφή του πόνου που ένιωσαν, πώς έγινε το κακό, πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, κατάρες για την κακιά στιγμή...
     Κι ο κύκλος έκλεινε με τα μηνύματα για τους νεκρούς του κάτω (...ή του πάνω) κόσμου. Μηνύματα για το τι κάνει ο καθένας από τους συγγενείς, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά του, αν παντρεύτηκαν, αν περνάνε καλά... Χαιρετίσματα, βεβαιώσεις για τη μνήμη του ή της, δεν τους ξέχασαν...
     Κι ο κύκλος ξανάρχιζε ξανά και ξανά.
     Πολλά από τα μηνύματα ήταν για τον πατέρα μου. Ήταν ο πιο πρόσφατος ταξιδιώτης για τον άλλο κόσμο μέσα σ’ όλο το σόι.
     Εκτός από το γεγονός ότι οι γυναίκες της οικογένειας έπρεπε να ντυθούν στα μαύρα από την κορυφή ώς τα νύχια, τις περίμενε στην εκκλησία ένα περίεργο μαρτύριο που ποτέ δεν το κατάλαβα: παρατάσσονταν σε μία σειρά πίσω από τον νεκρό την ώρα της ακολουθίας. Και σε τακτά διαστήματα ξάπλωναν όλες μπρούμυτα στο πάτωμα, προσκύναγαν και ξανασηκώνονταν, και πάλι μετά από λίγο πάλι μπρούμυτα, και πάλι επάνω, σαν κάποιος να τις τιμωρούσε, λες και αυτές έφταιγαν για το κακό που τις βρήκε. Ακολούθησε η ταφή και μετά όλοι μαζί πήγαν στο σπίτι του πεθαμένου για φαγητό.
     Κάνω την αμαρτωλή σκέψη πως τουλάχιστον η μάνα μου δεν τα πέρασε όλα αυτά. Οι σταυρωτήδες που εξαφάνισαν το πτώμα ίσως να την γλίτωσαν από ένα κάρο μπελάδες και αβάσταχτα έξοδα.


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)