[Το πιο βασικό πρόβλημα ήταν η επιβίωση]
Αθανασίου Κυριάκος
Εκτύπωση
Το πιο βασικό πρόβλημα που είχε να λύσει η μάνα μου, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα, ήταν η επιβίωση. Είχε να θρέψει τέσσερα στόματα. Δύο τα δικά τους και δύο μικρών παιδιών, από τα οποία το ένα είναι ενάμισι έτους και το άλλο τεσσάρων.
     Από τους συγγενείς δεν μπορεί να ζητήσει τίποτε. Εκτός που δεν έχουν κι εκείνοι, είναι όλοι εξαφανισμένοι: η γιαγιά η Χάιδω μαζί με το θείο τον Κίτσο και τη γυναίκα του τη Μαρίνα, τους έχουν μπουζουριάσει στη Θήβα, μαζί και το θείο μου τον Νάσο. Ο τελευταίος θα πάρει στη συνέχεια το δρόμο των φυλακών που θα κρατήσουν πάνω από δέκα χρόνια.
     Τους υπόλοιπους αφού τους τουλούμιασαν στο ξύλο, τους κράτησαν 3-4 μήνες, μέχρι να βεβαιωθούν πως δεν έχουν να βγάλουν τίποτε άλλο από αυτούς. Ευτυχώς, δεν πήραν μαζί τους και τη μάνα μου.
     Αντί γι’ αυτό, προτίμησαν την κατ’ οίκον ανάκριση. Σε τακτά χρονικά διαστήματα ερχόταν και την ανέκρινε κάποιος λοχαγός του στρατού έχοντας μαζί του και κάποιον ή κάποιους άλλους.
     Οι ερωτήσεις ήταν περίπου οι ίδιες κάθε φορά:
     – Με ποιους έκανε παρέα ο άντρας σου;
     – Ποιοι μπαινόβγαιναν στο σπίτι σας;
     – Ποιοι τον έκρυβαν;
     – Πώς επικοινωνούσατε;
     – Πώς του έστελνες φαγητό όταν ήταν κρυμμένος; κ.λπ., κ.λπ.
     Θα μπορούσε να τους δώσει κάποια από τα ονόματα εκείνων που ήδη ήταν πεθαμένοι, πιασμένοι ή φευγάτοι στο βουνό. Κάτι τέτοιο, όμως, θα ήταν μπούμερανγκ. Θα άνοιγε την όρεξη για άλλες ερωτήσεις.
     Η μάνα μου διάλεξε την οδό της απόλυτης άρνησης. Δεν ξέρω αν το έκανε συνειδητά ή αν την οδήγησε το ένστικτό της. Η μέθοδος, πάντως, ήταν αποτελεσματική.
     – Άσε με άνθρωπέ μου στον πόνο μου. Είμαι χήρα με δυο μικρά παιδιά που πεινάνε.
     – Τον άνδρα μου έχω να τον δω σχεδόν δύο χρόνια. Δεν μιλιόμασταν γιατί οι δικοί του δεν με ήθελαν. Εγώ είμαι μια ξένη που δεν ξέρω κανέναν εδώ. Ρωτήστε σε όλο το χωριό τι φασαρίες έγιναν για να παντρευτούμε!
     – Ακόμη και όταν ήμασταν μαζί, ο άντρας μου απέφευγε να φέρει φίλους στο σπίτι, γιατί βλέπετε τα χάλια μας. Μια κάμαρη της κακιάς ώρας, μερικά στρωσίδια και μερικά κουζινικά. Τι παρέες να μπαίνουν εδώ. Με δύο μωρά και μια γριά που δεν μιλάει ούτε τη γλώσσα!
     Τα επιχειρήματα ήταν ατράνταχτα. Και η μάνα μου πειστική στο ρόλο της. Ο λοχαγός είδε κι απόειδε και την άφησε ήσυχη.
     Η ανάκριση όμως δεν γινόταν σε στεγανά. Τα σπίτια είχαν απόλυτη ηχητική επικοινωνία μεταξύ τους. Η γειτονιά άκουγε τα πάντα. Κυρίως η κυρα-Τούλια η σπιτονοικοκυρά από δίπλα... Δεν είχε χάσει λέξη.
     Με το που φύγανε οι ανακριτές, έσκασε μύτη.
     – Μπράβο σου, ρε Μαρία. Τα ακούσαμε όλα. Δεν πρόδωσες κανένα, ενώ θα σου ήταν το πιο εύκολο. Και κανένας δεν θα σε παρεξηγούσε, γιατί κινδυνεύεις και συ και τα παιδιά σου!
     Τα νέα στα μέρη αυτά ταξιδεύουν πολύ γρήγορα. Σε λίγο όλοι ήξεραν ότι η χήρα του Χαϊδίτσα δεν είχε δώσει κανέναν.
     Από εκεί φαίνεται να ξεκινάει η εκτίμηση που έδειχνε πάντα το χωριό για τη μάνα μου. Παράλληλα, φρόντισε και η ίδια να φτιάξει τον αντιπερισπασμό της. Έπιασε φιλίες με την Όλγα του Σαρκούκη και τις αδελφές της. Έγιναν οι καλύτερες φίλες.
     Δεν έχω κάποια εξήγηση για το πώς δουλεύουν αυτά τα πράγματα. Ούτε για το πώς ανέχθηκαν οι Σαρκούκηδες τα πάρε δώσε των γυναικών του σπιτιού με τη χήρα του αντάρτη. Είναι βέβαιο πάντως πως οι γυναίκες στο αρβανίτικο σπίτι είχαν το κουμάντο. Αυτές έκαναν κουμάντο στα οικονομικά και ήσαν οι φύλακες της ηθικής.
     Η ουσία είναι πως η κυρα-Όλγα και οι αδερφές της θα γίνουν πολύ σύντομα οι καλύτερες και πιο γενναιόδωρες πελάτισσες και φίλες της μάνας μου. Από κοντά και η μάνα της, που θα προσλάβει επανειλημμένα τη γιαγιά μου για να της κόψει μανέστρα.
     Η αμοιβή ήταν πάντα εξαιρετική. Ήταν άνθρωποι με καλή περιουσία και με περιβόλια. Τη φόρτωναν τη μάνα μου ζαρζαβατικά, λάδι, αλεύρι. Κι η μάνα μου έβαζε την καλύτερη τέχνη της στα κεντήματά τους και στα προικιά τους. Πολλά από αυτά βρίσκονται ακόμη στις γυναίκες της οικογένειας!
     Αυτά όμως έγιναν κάπως αργότερα. Στο μεταξύ στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτε. Με τους θανάτους, τα πένθη, τα σούρτα-φέρτα στο νοσοκομείο και τη φυλακή είχαν εξαντληθεί ό,τι αποθέματα υπήρχαν.
     Το αποκορύφωμα του δράματος ήταν όταν η μάνα μου πήγε στον κυρ-Αλέξη το γαλατά για το γάλα μας. Είχε ο άνθρωπος δύο αγελάδες και ζούσε σχεδόν από αυτές. Πριν μπει στο στάβλο άκουσε τη γυναίκα του να λογομαχεί μαζί του.
     – Έξι μήνες έχει να σε πληρώσει η Ζαμπέτα. Πού θα βρει λεφτά να σου δώσει; Σταμάτα να της δίνεις.
     Η μάνα μου γύρισε στο σπίτι σε κακά χάλια. Σ’ όλο το δρόμο έκλαιγε. Μες στην απελπισία της μονολογούσε, προσευχόταν όπως κάθε απελπισμένος.
     – Θεέ μου, για μένα δεν πειράζει, μα αυτά τα φουκαριάρικα πρέπει να ζήσουν.
     Το γάλα συνήθως το έπαιρνε αποβραδύς για να υπάρχει και για το άλλο πρωί. Μέχρι να φτάσει σπίτι, είχε πέσει το σκοτάδι.
     Την περίμενε η Ελένη του Χασάρα.
     – Μαρία, μωρέ με συγχωρείς για την ενόχληση, μα μας ήρθε προξενιό για την αδερφή μου από τον Κριμπά. Σύντομα θα έχουμε αρραβώνα. Θέλουμε να μας κεντήσεις τα προικιά. Μπορείς;
     Αν μπορούσε, λέει...
     Η συμφωνία κλείστηκε επί τόπου. Εκατόν εξήντα πέντε δραχμές ήταν η συμφωνία. Και μάλιστα, τα περισσότερα μπροστάντζα.
     Πρωί πρωί πήγε η μάνα μου να εισπράξει την προκαταβολή πενήντα πέντε οκάδες στάρι και, πράγμα αρκετά σπάνιο για την εποχή, ένα ποσό σε δραχμές. Το σιτάρι το πήγε κατ’ ευθείαν στο μύλο. Τα λεφτά κατ’ ευθείαν στον κυρ-Αλέξη. Τον ξόφλησε, και με το κεφάλι ψηλά γύρισε στο σπίτι.
     Όπου την περίμενε κι άλλη ευχάριστη έκπληξη. Μια άλλη πελάτισσα, με την οποία έκλεισε την επόμενη συμφωνία. Μαζί με τα χρήματα, της έφερε την άλλη μέρα 35 οκάδες πατάτες και έξι οκάδες λάδι. Ο κίνδυνος της πείνας φαινόταν να απομακρύνεται οριστικά.
     Με την Τούλια του Μπίλια, τη σπιτονοικοκυρά, οι σχέσεις ήσαν εξαιρετικές. Τι κι αν της χρωστούσε τα νοίκια ενός χρόνου, κάπου 430 χιλιάδες, δηλ. 430 κατοπινές δραχμές. Η Τούλια ήταν χρυσός άνθρωπος. Παρ’ όλο που όλο το βιος της ήταν αυτό το σπιτάκι, απ’ το οποίο περίμενε το νοίκι για να συμπληρώσει το φτωχικό της εισόδημα που της έδινε το έκτασης ενάμισι στρέμματος χωραφάκι της, ποτέ δεν παραπονιόταν. Αντίθετα. Θα έφερνε στη μάνα μου πάντα λίγες πατάτες από την παραγωγή της και μισό καρβέλι φρέσκο ψωμί, κάθε φορά που ζύμωνε. Κι αυτά από τις 160 οκάδες στάρι που της έδινε το μικρό της χωράφι.
     Ανύπαντρη μεγαλοκοπέλα η ίδια, συμφώνησε με τη μάνα μου την εξόφληση του ενοικίου με κέντημα για τις ανιψιές της. Τα πράγματα σαν να πήγαιναν καλύτερα.
     Το σπίτι της Τούλιας ήταν ένα από τα πολλά που αλλάξαμε, στα χρόνια που μείναμε στο χωριό. Αυτό ειδικά το σπίτι δεν το θυμάμαι, παρ’ όλο που γεννήθηκα σ’ αυτό. Το εντόπιζα όμως με το μυαλό μου, στις μετέπειτα διηγήσεις της μάνας μου, από το γεγονός πως ήταν δίπλα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου στο σχολείο, του Γιάννη του δικωλότρυπου. Τον λέγαμε έτσι, γιατί είχε βγει η βρόμα πως κάποιο βράδυ που πήγε να κάνει την ανάγκη του, όπως οι περισσότεροι τότε στο χωριό έξω στην αυλή ή στο χωράφι, του μπήκε κάποιο παλούκι από αυτά που αφθονούσαν για το δέσιμο των ζωντανών. Κι έτσι απέκτησε και άλλη τρύπα.Εξ ού και δικωλότρυπος.


(από το βιβλίο: Κυριάκος Αθανασίου, Υιός συμμορίτου, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες ΙΙ, Βιβλιόραμα, 2003)