|
[Ιανουάριος-Μάρτιος 1941]
| Καραζάνος Βασίλης |
|
Στο ύψωμα αυτό, στο Μάλι-Τοπιάνι, μείναμε ώς τις 4 Ιανουαρίου 1941, χωρίς όμως να εμπλακούμε σε άλλη μάχη τακτικής παρατάξεως (όπως στις 31/12), αλλά και χωρίς να ησυχάσουμε από τους όλμους που δεν σταμάτησαν να μας έρχονται. Μερικές φορές μάλιστα έρχονταν τόσο πυκνά που νομίζαμε ότι ήσαν προπαρασκευαστικοί επίθεσής τους και παραμέναμε επί ώρες σε επιφυλακή, που λιώναμε από την κούραση και την αγωνία.
Στις 4 Ιανουαρίου ήρθε και μας αντικατέστησε το 90ό Σύνταγμα κι εμείς τραβηχτήκαμε κάνα δύο χιλιόμετρα πάνω, όπου και κάναμε (μακριά από τους όλμους πιά) έναν πολύ ευχάριστο ύπνο. Μείναμε δυο βραδιές στη θέση αυτή και κατόπιν ξαναγυρίσαμε στο Μάλι Τοπιάνι, εναντίον του οποίου είχε αρχίσει επίθεση το 90ό Σύνταγμα. Αλλ’ όσο να πάμε εμείς, η μάχη είχε τελειώσει. Οι Ιταλοί δεν άντεξαν στην πίεσή του, έσπασαν γρήγορα και σηκώθηκαν και έφυγαν. Και περιήλθε σε μας και το τελευταίο σημαντικό έρεισμα των Ιταλών στην περιοχή, για ν’ ανακοινωθεί την άλλη ημέρα ότι «έπεσε η Κλεισούρα». Ότι δηλαδή οι Ιταλοί διώχτηκαν πια από τον ορεινό όγκο του κεντρικού τομέα.
Το βράδυ της ημέρας αυτής, εκεί που σταματήσαμε, άργησε, θυμάμαι, να με πάρει ο ύπνος. Δεν μ’ άφησαν να κλείσω μάτι οι φωνές κάποιου Ιταλού τραυματία, που πεσμένος πιο πέρα φώναζε συνεχώς: «Ντοχτόρο! Ντοχτόρο!». Δεν ξέρω αν, όταν έπαψε να ακούγεται η τραγική του επίκληση, τον περιμάζεψαν οι δικοί μας ή πέθανε. Αλλά με συγκίνησε πάρα πολύ, ο δυστυχής.
Την άλλη το απόγευμα ζήσαμε και μερικές στιγμές θρησκευτικής κατανύξεως. Ήρθε και μας λειτούργησε, κάτω από ψιλή βροχή μάλιστα, ο παπάς της Μεραρχίας. Συνοπτικό ήταν το τελετουργικό, αλλ’ άγγιξε την ψυχή μας.
Κύριο δείγμα ευλαβείας κατά την θρησκευτική αυτή τελετή μας ήταν το ότι, συντεταγμένοι, καθώς την παρακολουθούσαμε, παραμέναμε ασκεπείς.
Θα σημειώσω τώρα τρία μικρά και επάλληλα περιστατικά που μου έδωσαν λίγη χαρά, σαν άνθρωπο κι όχι σαν μαχητή, εκεί, στο Μάλι Τοπιάνι.
Το πρώτο ήταν ένας περίπατος. Ένας μικρός περίπατος, που κάναμε κάποια ημέρα, σε ώρα που μας είχαν ξεχάσει οι ιταλικοί όλμοι, εγώ, ο Στέλιος Κωνσταντέλος και ο Σπύρος Σπυράκης. Σηκωθήκαμε και κατεβήκαμε στο βάθος της λαγκαδιάς που βρισκόταν στα πόδια μας, για να ειπούμε τίποτε και ξεχάσουμε λίγο τα βάσανά μας. Και χαρήκαμε, πράγματι, και οι τρεις από τον περίπατο αυτό, μόνο ότι στο τέλος μας βγήκε λίγο ξινός. Διότι όταν επιστρέφαμε άρχισαν τους όλμους πάλι οι Ιταλοί, που το ύψωμα εφλέγετο και τώρα. Πολλοί μάλιστα ξέφευγαν και έρχονταν και προς το μέρος μας, για να μας αναγκάζουν να πέφτουμε κάτω για να γλιτώσουμε, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η επιστροφή μας στο Τάγμα, πράγμα που μας στενοχωρούσε. Γελάσαμε όμως στις περιπτώσεις αυτές, παρά τον κίνδυνο που διατρέχαμε, γελάσαμε ο Κωνσταντέλος κι εγώ πολύ. Γελάσαμε με τον Σπύρο, ο οποίος σε κάθε πτώση όλμου γύρω μας σταυροκοπιόταν και επεκαλείτο την Παναγία κατά τρόπο κωμικότατο.
Το δεύτερο ήτανε η συνάντησή μου μ’ έναν αξιωματικό, γνωστό και φίλο από το 1931, που υπηρετούσα ως κληρωτός στην Κομοτηνή: τον Σπύρο Χειμαριώτη από την Κέρκυρα. Τότε ήτανε υπολοχαγός και δουλεύαμε στο ίδιο γραφείο της Μεραρχίας, και τώρα ταγματάρχης. Τον βρήκα μπροστά μου, εκεί που κατέφυγα για να φυλαχτώ μόλις γυρίσαμε από τον περίπατο. Ανήκε στο 9ο Σύνταγμα και είχε έλθει με μικρή δύναμη να μας ενισχύσει, αν τους ιταλικούς όλμους τους ακολουθούσε η επίθεση. Είπαμε πολλά, για τον πόλεμο και την παλιά ζωή μας στην Κομοτηνή, καθώς και πολλά αστεία (στα οποία ήταν αστείρευτος ο Χειμαριώτης), από εκείνα που λέγαμε τότε στη Μεραρχία. Έπειτα, αφού οι Ιταλοί δεν κινήθηκαν, επέστρεψε στο σύνταγμά του, ενώ εγώ πήρα τον κατήφορο για να πάω στη σκηνή μου, ότε είχα και το τρίτο περιστατικό.
Γλίστρησα κάποια στιγμή, εκεί ανάμεσα στις σκηνές που ροβολούσα, κι έπεσα επάνω σε μία, την οποία και παραλίγο να την γκρεμίσω. Και εκεί, πεσμένος καθώς ήμουνα ακόμη, αφού πρώτα άκουσα διαμαρτυρίες από τους ευρισκομένους μέσα της («Άνοιξε τα μάτια σου, ρε όρνιο!») άκουσα και την είδηση ότι «σκοτώθηκα». «Πάει ο καημένος ο δάσκαλος, πάει ο Καραζάνος», έλεγε ένας της σκηνής στους άλλους συντρόφους του. Είχε νομίσει, όπως διευκρινίστηκε κατόπιν, ότι ο δάσκαλος που ακούστηκε ότι σκοτώθηκε εκείνη την ημέρα (κάποιος Σπυρόπουλος από τα Καϊλάρια) ήμουνα εγώ, διότι εμένα ώς τότε ήξερε για δάσκαλο στο Τάγμα. Και μ’ έκλαιγε ο καλός αυτός άνθρωπος. Καταγόταν –κι αυτός και οι σύντροφοί του στη σκηνή– από τα μέρη της Μονεμβασίας και είχαμε κάποια μεγαλύτερη γνωριμία στο τρένο, κατά την διαδρομή μας Αθήνα-Καλαμπάκα. Όταν σηκώθηκα, άνοιξα την σκηνή τους και παρουσιάστηκα...
Ύστερα από το Μάλι Τοπιάνι, πήγαμε στο Μάλι Γαρουίν, όπου έτυχε να συναντηθούμε με τον Κώστα Λιμπέρη-Μάγγα και να τα ειπούμε για λίγο. Ο ανήφορος όμως που διανύσαμε ώς εκεί μας εκούρασε. Εμένα μάλιστα πάρα πολύ, διότι είχα να κάνω και με τα πόδια μου. Με πονούσαν από την προηγουμένη, σήμερα δε άρχισαν να πρήσκονται. Γι’ αυτό και το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Έμεινα άγρυπνος και τα έτριβα συνεχώς στο στεγνότερο μέρος της κουβέρτας μου, διότι έτσι ανακουφιζόμουν κάπως. Το πρωί πήγα στον γιατρό. Διαπίστωσε κρυοπαγήματα και μου έδωσε εισιτήριο για το ορεινό χειρουργείο, που βρισκόταν μιας ημέρας δρόμο πίσω, στο χωριό Σεβράνη. Όμοιο εισιτήριο πήρε και ο Σπύρος Σπυράκης και πήγαμε μαζί για θεραπεία. Ξεκινήσαμε το πρωί της επομένης, αλλ’ από την κακοτοπιά δεν τα καταφέραμε να φθάσουμε αυθημερόν.
Την νύχτα την περάσαμε σ’ έναν ενδιάμεσο έρημο οικισμό που βρήκαμε μπροστά μας, στον οποίο είχαν καταλύσει και μερικοί ημιονηγοί άλλων μονάδων. Δύο απ’ αυτούς δεν είχαν ζώα. Τους είχαν ψοφήσει. Και μετέφεραν τα αναγκαιότερα από τα εφόδιά τους φορτωμένοι. Τις οβίδες, λ.χ., τις έδεναν ανά δύο σε σκοινί και τις έριχναν στον ώμο, έτσι που η μία να πέφτει προς τα εμπρός, προς το στήθος, και η άλλη προς τα πίσω, προς την πλάτη. Όταν τους ρωτήσαμε σε ποια μονάδα ανήκουν, μας απάντησαν: «Είμαστε μουλάρια του δέκα τρία» (του 13ου Συντάγματος δηλαδή). Περάσαμε μαζί τους τη βραδιά, με ευχάριστο κουβεντολόγι, γύρω από μια καλή φωτιά που ανάψαμε σε κάποια καλύβα. Και το πρωί εμείς, αφού πρώτα σχίσαμε λίγο τα άρβυλά μας για να χωρέσουν μέσα τους τα πιο πολύ ήδη πρησμένα πόδια μας, κατεβήκαμε στη Σεβράνη, κάπου δύο ώρες χαμηλότερα.
Μας είδε αμέσως ο γιατρός, και η κάποια ανησυχία που είχαμε για τα πόδια μας έφυγε. «Τα δικά σας τα κρυοπαγήματα», μας είπε, «είναι ελαφριάς μορφής και δεν πρόκειται να σας δημιουργήσουν ιστορίες». Μας καθόρισε δε και την δέουσα θεραπεία, την οποία και εγώ και ο Σπύρος την τηρήσαμε κατά γράμμα. Όταν είδαμε τα μελανιασμένα πόδια άλλων, προωθούμενων για τα Γιάννενα, πόδια που τα έβλεπες και φοβόσουνα, πόδια δηλαδή καταδικασμένα να κοπούν, μας έπιασε τρόμος και τα περιποιηθήκαμε περισσότερο κι απ’ όσο μας συνέστησαν. Έτσι, σε τέσσερις μόνο ημέρες πήραμε εξιτήριο και φύγαμε για να γυρίσουμε στο Τάγμα. Αλλ’ ο καιρός, σήμερα, είχε χαλάσει. Χιόνιζε και φυσούσε δυνατά, π’ ανεβαίναμε με δυσκολία το βουνό, απ’ όπου ήταν ο δρόμος μας. Όταν δε, μετά κόπου (αφού, στιγμές-στιγμές, η χιονοθύελλα ήταν τόσο πυκνή που δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο), φτάσαμε κάποτε στην κορυφή, όπου η κακοκαιρία βρισκόταν στη δόξα της, παρά το ψύχος που επικρατούσε είχα και την τρελή ιδέα να σταματήσουμε λίγο για να αποθαυμάσουμε το φοβερό μεγαλείο της. Ο Σπύρος διαμαρτυρήθηκε για τον ρομαντισμό μου, αλλά δεν τον άκουσα και κατ’ ανάγκην σταμάτησε κι αυτός.
Τι ήταν εκείνο που γινόταν! Κοσμοχαλασιά. Τέτοια θεομηνία δεν είχαν ξαναϊδεί τα μάτια μας. Νόμιζες ότι από την οργή της, από τα θυμωμένα πλήγματά της, βογκούσε η γη. Μας θύμιζε τις βιβλικές καταστροφές, που είχαμε διαβάσει στην Παλιά Διαθήκη. Αλλά δεν καθίσαμε πολύ, βέβαια. Από την ακινησία αρχίσαμε να παγώνουμε και πήραμε πάλι τον δρόμο. Και το βράδυ, μουσκεμένοι, ήμασταν στο Τάγμα. Εκεί εμένα με περίμενε και μια άλλη ταλαιπωρία, κατά την νύχτα που ακολούθησε. Από το βάρος του χιονιού έπεσε η σκηνή μας και βασανιστήκαμε πολύ, όσο να την ξαναστήσουμε.
Την επομένη πήραμε το δρόμο προς το χωριό Κάιζα, κάτω από την ίδια σε ένταση κακοκαιρία, που ώρες-ώρες κινδυνεύαμε να γονατίσουμε από το πολύ κοπιαστικό βάδισμα. Παρά ταύτα, δεν μπήκαμε στο χωριό, όπως περιμέναμε και όπως έπρεπε να γίνει, μέχρι που να κοπάσουν κάπως τα αφηνιασμένα στοιχεία της φύσεως. Μόλις φτάσαμε στα πρώτα σπίτια, κόψαμε δεξιά και πήραμε δρόμο για αλλού, κι ας σέρναμε με κόπο τα βήματά μας. Αλλά δεν βαδίσαμε και πολύ πέρα από το χωριό. Ήταν κάτι το δύσκολο, με το πολικό ψύχος που επικρατούσε. Τις ώρες εκείνες, ούτε τα αγρίμια θα κυκλοφορούσαν. Θα είχαν λουφάξει κι αυτά στις τρύπες τους. Πώς ν’ αντέχαμε εμείς; Ύστερα από μισής ώρας μόνο πορεία, τα πρώτα τμήματά μας σταμάτησαν, διαμαρτυρόμενα μάλιστα εντόνως. Ακούστηκαν και φωνές, που σε άλλη περίπτωση θα είχαν συνέπειες, οπωσδήποτε. «Πού μας πάτε, δολοφόνοι!» έλεγαν, μεταξύ άλλων, πολλοί, ακίνητοι πάνω στο χιόνι. Σταμάτησαν εν συνεχεία και τα επόμενα, σταμάτησε όλη η φάλαγγα. Μάτην ο ταγματάρχης συνιστά κουράγιο. Μάτην, κατόπιν, δίνει τις συστάσεις του, με κάποιο τόνο αυστηρότητας. Δεν τον άκουγε κανείς. Όλοι συνέχιζαν να παραμένουν ακίνητοι και να διαμαρτύρονται. Ώσπου, κάποτε, μας ειδοποιούν να γυρίσουμε και να μείνουμε στο χωριό που είχαμε παρακάμψει, στην Κάιζα. Και γυρίσαμε, τρέχοντας, σαν να πηγαίναμε για ατίμητη λεία, για να βρούμε όμως τα σπίτια κατειλημμένα από άλλα τμήματα. Μικρό βέβαια το κακό τούτο, διότι κάποια καλύβια και κάποιοι αχυρώνες, άλλους καθιστούς και άλλους ορθίους, μας βόλεψαν κι εμάς.
Την επομένη είχαμε μια ωραία λιακάδα, που θα την χαιρόσουνα αν η αντανάκλασή της πάνω στο χιόνι δεν μας στράβωνε, έτσι που δυσκολευόμασταν να βαδίσουμε. Κι ακούστηκαν φωνές πάλι, αλλά διαφορετικές από τις χθεσινές. «Τα ματάκια μου! Αχ, τα μάτια μου», έλεγαν πολλοί, κουλουριασμένοι κάτω. Και χρειάστηκε να περάσει κάμποση ώρα, όσο να προσαρμοστούμε στην άσπρη έκταση και να αρχίσουμε να βαδίζουμε άνετα. Πιο πάνω διασταυρωθήκαμε με ένα άλλο τμήμα, που είχε κι αυτό τα χάλια μας. Σ’ αυτό υπηρετούσε και ο φίλος και πατριώτης Πάνος Γονεής, τον οποίο έτυχε να ιδώ και να τα ειπούμε για λίγο.
Κατά τις πρώτες απογευματινές ώρες φτάσαμε στο χωριό Βεγγάζι και η ευτυχία μας μέσα στα σπίτια, στη ζέστη, από τη φωτιά που ανάψαμε στα τζάκια και στην άπλα, ήταν ανέκφραστη. Μόνο που από την ζέστη κινήθηκαν οι ψείρες, και μας έγιναν ανυπόφορες. Ριχτήκαμε τότε όλοι στην επίθεση, όπως με πικρό χιούμορ έλεγε το ψείρισμα η φανταρία, αλλ’ ο εχθρός αυτός ήταν ανίκητος. Σκότωνες, σκότωνες, και οι δυνάμεις του παρέμεναν αμείωτες. Και είχαμε από όλα τα είδη τις ψείρες, κατά τις κατηγορίες που τις είχαν χωρίσει οι φαντάροι. Είχαμε ελληνικές (άσπρες), ιταλικές (κόκκινες) και αρβανίτικες (σκούρες). Κάποια στιγμή, κατά την ώρα αυτή (που ψειριζόμασταν), μας είδε από το παράθυρο ο ταγματάρχης μας, παλιός από την Μικρά Ασία ακόμη πολεμιστής, ο οποίος και μας είπε: «Στα ματοτσίνορα πιάσατε ψείρες; Όταν πιάστε στα ματοτσίνορα, τότε να λέτε ότι ψειριάσατε».
Στο επόμενο χωριό, στο οποίο ύστερα από διήμερο παραμονή στο Βεγγάζι πήγαμε, μείναμε μια βραδιά μόνο. Θα το θυμάμαι όμως αυτό το χωριό, από μια σιχαμερή σκηνή που είδα εκεί, το πρωί που σηκωθήκαμε. Είδα έναν φαντάρο που, για να ζεστάνει τα χέρια του, τα κατουρούσε...
Απ’ εκεί, κατόπιν, κατεβήκαμε λίγο χαμηλότερα ακόμη, κοντά στο ύψωμα Γκούλεη (αν δεν μπερδεύω το όνομά του, με το του επόμενου), όπου την επομένη θα δίναμε μάχη, για να διώξουμε κάποιο ιταλικό τμήμα, που βρισκόταν ακόμη εκεί. Πράγματι, το πρωί, οι δύο άλλοι λόχοι του Τάγματος σκαρφάλωσαν στις πλαγιές του και ύστερα από έντονη αλλά και σύντομη προσπάθεια το πέτυχαν. Ανάγκασαν τους Ιταλούς να φύγουν προτροπάδην. Έφυγαν όλοι πλήν του ταγματάρχη διοικητή τους, που συνέχισε να μάχεται πετώντας (μέσα από μια άστεγη καλύβα, όπου βρισκόταν) χειροβομβίδες στους δικούς μας που τον πλησίαζαν, μέχρι που αιχμαλωτίστηκε. Και ο γενναίος αυτός αξιωματικός, που ήτανε συνάμα κι ένας ωραίος άντρας, έδειξε και τότε ότι ήταν παλικάρι. Παρέμεινε ψύχραιμος. Απάντησε δε σε κάποιες ερωτήσεις του ταγματάρχη μας με αταραξία και αξιοπρέπεια, που δεν είχαμε ιδεί σε άλλους αιχμαλωτιζόμενους, συμπατριώτες του.
(Η μάχη αυτή ήτανε η τελευταία που έδωσε το τάγμα μας, με δική του πρωτοβουλία. Με δική του, πρώτα, επίθεση. Από τότε και ύστερα, σ’ όσες μάχες εμπλακήκαμε την επίθεση την έκαναν οι Ιταλοί. Εμείς αποκρούαμε πάντοτε. Ήταν σαν να είχε αλλάξει η «πολιτική του πολέμου»).
Συνεχίσαμε κατόπιν την προς τα πρόσω πορεία μας και κατά το βραδάκι φτάσαμε (κάτω από μια δυνατή βροχή μάλιστα) στη βάση ενός άλλου, μικρού σχετικώς υψώματος. Το είχαν εγκαταλείψει κι αυτό πανικόβλητοι μάλλον οι Ιταλοί, όπως συνάγεται από τις μεγάλες ποσότητες μακαρονιών και ζάχαρης που βρήκαμε επάνω του, μέσα σε κιβώτια και σε σάκους. Διότι, λίγη μόνον ψυχραιμία αν είχαν θα μπορούσαν όλες αυτές τις ποσότητες των τροφίμων να τις είχαν συναποκομίσει, προτού ακόμη φθάσουμε εμείς.
Οι δύο άλλοι λόχοι, που είχαν λάβει μέρος στην πρωινή μάχη, άρχισαν να στήνουν τις σκηνές τους κάτω, στη βάση του, ο δικός μας δε ανέβηκε λίγο ψηλότερα, στην πλαγιά που έβλεπε προς το μέρος των Ιταλών, για να τον «οργανώσει»: για να λάβει δηλαδή τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και διασφάλισης της γραμμής. Μόλις όμως στήσαμε τα πολυβόλα στις κατάλληλες θέσεις και όρθιοι κατόπιν, γύρω τους, τα λέγαμε, μας άρχιζαν αιφνιδιαστικά με τους όλμους τους οι Ιταλοί, με τόση σφοδρότητα που τα χάσαμε. Και πέρασε κάμποσο όσο να συνέρθουμε και να αρχίσουμε να τους απαντάμε κι εμείς με κάποια αποτελεσματικότητα. Αλλά η κατάσταση παρέμενε πάλι δύσκολη για μας, γιατί οι Ιταλοί με την αιφνιδιαστική τους ενέργεια κατόρθωσαν να έρθουν πολύ κοντά μας και να μας γίνουν πολύ απειλητικοί, αφού ήσαν και περισσότεροι. Και δεν ξέρω τι θα γινόταν, αν δεν λειτουργούσαν, χωρίς τις συνηθισμένες τους εμπλοκές, τα πολυβόλα μας. Διότι αυτά έσωσαν την κατάσταση. Με τις δραστικές τους ριπές δεν τους άφησαν να μας πλησιάσουν περισσότερο για να κλονίσουν το ηθικό μας (με την παρουσία τους δίπλα μας) και να μας αναγκάσουν να συμπτυχθούμε. Αυτά τα πολυβόλα έσωσαν πρωτίστως την κατάσταση, διότι εμείς οι άλλοι, οι τυφεκιοφόροι, δεν μπορώ να ειπώ ότι υψωθήκαμε σε μαχητές αποφασιστικής σημασίας. Τι να κάναμε άλλωστε εμείς, με τις σφαίρες –με τα όπλα–, όταν οι ιταλικοί όλμοι έπεφταν βροχηδόν επάνω μας; Το μόνο νομίζω που κάναμε ήταν ότι με τα πυρά μας δηλώναμε την εκεί παρουσία μας (και την απόφασή μας, φυσικά, να μην υποκύψουμε), δηλώναμε ότι δεν διαλυθήκαμε, όπως ίσως να περίμεναν οι Ιταλοί με τον κατακλυσμό των βλημάτων τους, με τον οποίο μας κάλυψαν, και, με τη μικρή έστω αυτή δράση μας, τους κόβαμε κι εμείς (κοντά στα πολυβόλα) τον αέρα, με τον οποίο ξεκίνησαν για ν’ ανακαταλάβουν το ύψωμα, μέχρι που απελπίστηκαν και έφυγαν.
Παράγων της επιτυχίας μας υπήρξε οπωσδήποτε και το σταμάτημα της βροχής κατά την τελευταία ώρα της πάλης μας. Η καθαρή, κάπως, τότε ατμόσφαιρα και η αρκετά φωτεινή γεναριάτικη νύχτα μας βοηθούσαν να επισημαίνουμε ευκολότερα τις κινήσεις των Ιταλών και να εξουδετερώνουμε ευχερέστερα τις προσπάθειές τους να μας καταβάλουν.
Το τέλος όμως της μάχης δεν σήμανε και το τέλος των ταλαιπωριών μας. Διότι από τον φόβο νέας επιθέσεως των Ιταλών παραμέναμε στις θέσεις μας. Μόνο κατά τις πρωινές ώρες αρχίσαμε να κινούμεθα προς τους πλησιέστερους συναδέλφους μας και να μιλάμε για το κακό της νύχτας που περάσαμε και για όσους το πλήρωσαν με την ζωή τους. Κατά μια τέτοια μετακίνησή μου συνέβη να πιάσω κι έναν αιχμάλωτο. Τον είδα, μέσα στο σύθαμπο ακόμη, να κάθεται μόνος πιο πέρα· κι από την στάση του αυτή, περισσότερο όμως από την στολή του (τα παντελόνια των Ιταλών εκείνων ήσαν τύπου γκολφ) κατάλαβα ότι δεν ήταν δικός μας και πήγα και τον έπιασα. Του πήρα το όπλο και δύο χειροβομβίδες που είχε στην τσέπη του και, με εντολή του λοχαγού, τον οδήγησα στον ταγματάρχη. Είχε κρυφτεί, είπε, αποβραδίς, όταν άκουσε ότι θα έκαναν επίθεση για ν’ ανακαταλάβουν το ύψωμα, και τώρα το πρωί, νομίζοντας ότι το είχαν κατορθώσει, ανέβηκε επάνω του για να βρει τον λόχο του.
Έχουμε τώρα 26 Ιανουαρίου και καιρό ήπιο. Βράσαμε στις καραβάνες μας μακαρόνια από τα ιταλικά που βρήκαμε στο ύψωμα και δαμάζουμε την πείνα μας. ΄Ησυχα στην αρχή και βιαστικά κατόπιν, διότι οι Ιταλοί, από πιο κάτω που στάθηκαν, μας παρέλαβαν με τα κανόνια τους και μας έκαναν άνω-κάτω. Κι αναγκαστήκαμε στο τέλος, μισοφαγωμένοι ακόμη, να τραβηχτούμε κανά-δυο χιλιόμετρα πίσω, σε θέσεις ασφαλέστερες. Κι εκεί, γύρω από μερικές καλύβες που βρήκαμε μπροστά μας, κατασκηνώσαμε. Αλλά δεν τις αποφύγαμε πάλι τις ιταλικές οβίδες. Από της επομένης κιόλας, άρχισαν να έρχονται, κάποτε κάποτε, και στις νέες αυτές θέσεις μας. Δεν ανησυχούσαμε όμως, και διότι ήσαν αραιές, λίγες και διότι παρομοίου είδους «ενοχλήσεις» είναι συνήθεις στον πόλεμο. Συνεχίσαμε να κυκλοφορούμε στον χώρο του καταυλισμού άνετα.
Έτσι κι εγώ σηκώθηκα κάποια ώρα και πήγα στην σκηνή των πατριωτών και φίλων και παλαιών συμμαθητών στο Ελληνικό Σχολείο του Καστρίου, Τάσου, Γιάννη και Σπύρου Λιμπέρη, Στυλιανού Κωνσταντέλου και Σπύρου Σπυράκη, από τα Καράτολα καταγομένων, πλήν του τελευταίου, που ήτανε από την Πλατάνα.1 Υπηρετούσαν στον 5ο Λόχο, αλλά τους επισκεπτόμουνα συχνά και για να λέμε τίποτε και για την φωτιά τους, την οποία την διατηρούσαν πάντοτε καλή, μερίμνη του Γιάννη Λιμπέρη, τον οποίο γι’ αυτό τον λέγαμε και θερμαστή. Τους βρήκα όλους εκεί. Είπαμε στην αρχή διάφορα και κατόπιν παραλάβαμε με τα πειράγματά μας (όπως κάναμε άλλωστε, πάντοτε) τον συμπαθέστατο Σπύρο Σπυράκη, πατέρα τριών παιδιών. Τον πειράζαμε, με την σχετική... σάλτσα πάντοτε, που δεν τα «εκατάφερε» να κάνει ένα ακόμη, για ν’ απαλλαγεί της στρατεύσεως «ως πατήρ τεσσάρων τέκνων», που προέβλεπε ο νόμος. Και με το κουβεντολόγι αυτό περνούσαμε ευχάριστα την ώρα μας, χωρίς να δίνουμε σημασία στις οβίδες, που είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν πυκνότερα γύρω μας.
Κάποια στιγμή, κατά την ώρα αυτή που τόσο ωραία τα λέγαμε, ακούω κάποιον να φωνάζει το όνομά μου. Ήτανε ένας στρατιώτης του λόχου μου που μου έφερνε την διαταγή του λοχαγού μας (του εφέδρου υπολοχαγού Αντωνίου Αντωνιάδη, δασκάλου από την Μυτιλήνη, με τον οποίο δεν είχα τις σχέσεις που μπορούσαν να έχουν δύο συνάδελφοι στον πολιτικό τους βίο, διότι δεν ταίριαζαν τα χνώτα μας), να πάμε στο ύψωμα στο οποίο τόσο είχαμε δεινοπαθήσει προχτές (κατά την μάχη που κάναμε) και να πάρουμε ένα κιβώτιο με σφαίρες, το οποίο από την βιασύνη μας το είχαμε ξεχάσει όταν φύγαμε. Αρνήθηκα να το κάνω, λόγω του προφανούς κινδύνου, για να ξαναρθεί ο στρατιώτης, όχι μόνο με την αυτή εντολή του λοχαγού αλλά και με την απειλή ότι «αν δεν πάω θα έχω συνεπείας». Κατόπιν αυτού, αλλά και του ότι σε μένα, όπως καταλάβαινα, έπεφτε ο σκληρός αυτός κλήρος, διότι εγώ είχα παραλάβει το κιβώτιο κατά το τέλος της μάχης και εγώ ήξερα που βρισκόταν, πήρα και τον άλλο και με την εύλογο αθυμία ξεκινήσαμε για το ύψωμα, χωρίς τελικά να πάμε επάνω. Ένας λοχαγός, πιο πάνω, που μας είδε και του είπαμε που πηγαίνουμε, δεν μας άφησε να προχωρήσουμε. «Ανόητοι», μας είπε, «εκεί πάνω καίγεται ο τόπος, πού πηγαίνετε;». Και επιστρέψαμε, ο σύντροφός μου πήγε στη σκηνή του και εγώ τράβηξα κατά τις καλύβες που έμεναν οι αξιωματικοί, για ν’ αναφέρω σχετικώς στον λοχαγό.
Αλλ’ ούτε και εκεί πήγα. Δεν μ’ άφησαν οι οβίδες να προχωρήσω. Έπεφταν βροχηδόν γύρω μου. Μαζεύτηκα πίσω από κάποια καλύβα για να φυλαχτώ, κι εκεί ακούω σε λίγο σπαραχτικές φωνές, που μου φάνηκαν γνωστές. «Αδέρφια, πεθαίνω», έλεγε κάποιος. Την ώρα εκείνη του χαλασμού δεν κάθισα να σκεφτώ τίνος γνωστού μου μπορεί να είναι. Μου το είπε όμως σε λίγο ο λοχίας Ρηγόπουλος (Γορτύνιος την καταγωγή και υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών στον πολιτικό του βίο), που ήρθε κι αυτός προς το μέρος μου για να φυλαχτεί. «Πάνε τα δικά σου παιδιά», μου είπε, εννοώντας τους Λιμπεραίους, που ήξερε ότι ήσαν πατριώτες μου, με έβλεπε δε παραλλήλως που τους επισκεπτόμουνα συχνά στο λόχο τους, τον 5ο, στον οποίο υπηρετούσε κι αυτός. «Τους σκότωσε όλους», συνέχισε, «οβίδα που έπεσε, σαν συστημένη, πάνω στη σκηνή τους. Μόνο ο Τάσος Λιμπέρης επέζησε, αλλά κι αυτός ακρωτηριάστηκε προ ολίγου, στο χειρουργείο που τον μετέφεραν».
Ταράχτηκα από την πληροφορία, κατάλαβα δε αμέσως ότι η τραγική επίκληση που είχα ακούσει («Αδέρφια, πεθαίνω») ήταν δική του. Και κινήθηκα προς το χειρουργείο (το στεγασμένο σε κάποια καλύβα) για να τον ιδώ, αλλά με σταμάτησαν οι οβίδες πάλι. Κι εκεί, πίσω από κάποιο τοίχο που μαζεύτηκα για να φυλαχτώ, βλέπω σε λίγο απέναντί μου δύο τραυματιοφορείς ν’ αφήνουν κάτω έναν νεκρό και να ερευνούν τις τσέπες του. Τους επετίμησα για την ενέργειά τους και μου δικαιολογήθηκαν ότι «κοιτάζουν απλώς» να ιδούνε ποιος είναι ο λοχίας που σκοτώθηκε. Η λέξη «λοχίας» (βαθμό που είχε και ο Τάσος) μ’ έκανε να υποψιαστώ μήπως πρόκειται περί αυτού, και τους πλησίασα. Και είδα, εμβρόντητος, ότι δεν είχα υποψιαστεί άδικα. Αυτός ήτανε. Δεν είχε επιζήσει πολύ του ακρωτηριασμού του και είχε παραδοθεί για ταφή. Τα πόδια του, και τα δύο, ήσαν κομμένα λίγο κάτω από τα γόνατα, έτσι που να φαίνεται μισός στο μήκος. Του έλειπε ακόμη ένα μάτι, μέσα στο οποίο είχαν στουπώσει βαμβάκι. Μακάβριο θέαμα.
Πήρα από τα χέρια τους εκατό δραχμές, που είχαν βρει στις τσέπες του (τις οποίες έδωσε αργότερα ο αδερφός μου σε μια αδερφή του, παντρεμένη στο χωριό μας) όπως και μερικές επιστολές (τις οποίες έδωσα εγώ, μετά την αποχώρησή μας από την Αλβανία, στον Κώστα Λιμπέρη-Μάγγα, στα Γιάννενα που συναντηθήκαμε) και τους συνέστησα να τον θάψουν. Αλλ’ ούτε αυτό έγινε. Εκείνη την στιγμή ακριβώς παίρνουμε διαταγή να συμπτυχθούμε ακόμη πιο πίσω, διότι οι απώλειές μας από τις οβίδες ήσαν μεγάλες. Και τον άφησαν, τον αφήσαμε, εκείνο το βράδυ τουλάχιστον, άταφο. Με πόνο θυμάμαι ότι όταν απομακρυνόμουνα και γύρισα να τον ιδώ για τελευταία φορά, είδα μόνο (τι θλιβερή εικόνα ήτανε εκείνη!) τα κομμένα πόδια του. Από την βιασύνη τους οι τραυματιοφορείς τον άδειασαν κατακέφαλα σε μια μικρή κατωφέρεια που ήταν μπροστά τους, και μόνο εκείνα, που τείνονταν σαν άσπρα (από τους επιδέσμους) ξύλα, προς τα επάνω, ήσαν ορατά! Και σκέφτηκα τότε πόσο τυχερός ήμουνα που έφυγα από κοντά τους, από την σκηνή τους, για να πάω για το κιβώτιο με τις σφαίρες για το οποίο κάνω λόγω προηγουμένως. Ούτε τέταρτο δεν είχε περάσει αφότου τους άφησα, μέχρι που έπεσε επάνω τους η φονική οβίδα.
Σχετικώς τώρα με το πώς πήγαν όλοι στον ίδιο λόχο, αφού η Στρατολογία δεν τοποθετούσε συγγενείς στο ίδιο τμήμα (για ν’ αποφεύγονται απώλειες προσώπων της αυτής οικογενείας, σε περίπτωση ατυχίας της κοινής τους μονάδος) έχω να ειπώ ότι πήγαν διότι απέκρυψαν την συγγένειά τους: οι Λιμπεραίοι είπαν (στη Στρατολογία) ότι έχουν συνωνυμία μόνο, και πήγαν στον ίδιο λόχο όλοι, απαρτίσαντες μάλιστα και ιδιαίτερη ομάδα, για να πάνε, στο τέλος, μαζί και στον θάνατο.
Στη θέση που συμπτυχθήκαμε (όπου και συνάντησα και τον φίλο Λευτέρη Ελευθεριάδη, έφεδρο υπολοχαγό, από τον οποίο έμαθα και τον θάνατο του πρωθυπουργού μας Μεταξά) μείναμε δύο βραδιές μόνο. Έπειτα γυρίσαμε προς τα εμπρός πάλι και κατά το απόγευμα σταματήσαμε στο ύψωμα Βινάν. Κι εκεί, σαν να μας περίμεναν οι Ιταλοί, μας αρχίζουν αμέσως με τους όλμους και μας σκότωσαν και τραυμάτισαν μερικούς. Ένας από τους νεκρούς ήτανε πατριώτης και του λόχου μας. Ήτανε ο Δημήτριος Κοντογιάννης ή Σταματόγιαννης, από την Ντουμινά.2 Και στενοχωρήθηκα πολύ και γι’ αυτόν, διότι αν και δεν είχαμε παλαιότερη γνωριμία (όπως με τους Λιμπεραίους), οι κοινές κακουχίες στον λόχο μας είχαν συνδέσει πολύ, κάθε φορά δε που το επέτρεπε η κατάσταση καθόμασταν και τα λέγαμε: για τα χωριά μας, για τις σημερινές ταλαιπωρίες μας κλπ.
(Λίγες ημέρες από της επιστροφής μου από την Αλβανία, συγγενής του από την Κόρινθο με παρακάλεσε, με γράμμα του, να τους βοηθήσω να πάρει σύνταξη ο πατέρας του. Να φροντίσω, συγκεκριμένα, να του δοθεί (του πατέρα) η απαραίτητη προς τούτο πιστοποίηση, ότι ο γιος του έπεσε μαχόμενος. Και το έκανα. Έγραψα αμέσως στον λοχαγό μας στη Μυτιλήνη και την σχετική βεβαίωση που μου έστειλε την έστειλα εν συνεχεία στον ταγματάρχη μας, στην Αθήνα. Και το θέμα τακτοποιήθηκε).
Στο ύψωμα αυτό συνάντησα κι έναν συσπουδαστή μου στο Διδασκαλείο της Λάρισας, τον Σωτήρη Μαργαρίτη από τον Αλμυρό. Ανήκε σε τμήμα που ερχόταν στην περιοχή μας και οι στρατιώτες του περνούσαν κατά παρέες από μπροστά μας. Σε μια απ’ αυτές άκουσα κάποια στιγμή να φωνάζουν το όνομά του και από την περιέργεια να ιδώ μήπως πρόκειται περί αυτού, του παλαιού συμμαθητή μου, πλησίασα. Και είδα ότι αυτός ήτανε. Εκείνος δεν μ’ εγνώρισε βέβαια, στα χάλια που βρισκόμουνα: αξύριστος, λασπωμένος, άθλιος. Είπαμε λίγα την ώρα εκείνη και αφήσαμε τα πολλά να τα ειπούμε αργότερα, όταν, αφού θα στήνανε τις σκηνές τους, θα ξαναγύριζε. Όπως και έγινε, με την διαφορά ότι δεν μ’ εγνώρισε και πάλι, όταν βλέποντάς τον να έρχεται προχώρησα να τον δεχτώ. Είχα ξυριστεί εν τω μεταξύ (για πρώτη φορά, από τότε που φύγαμε από τα Γιάννενα) και η φάτσα μου βέβαια τώρα ήτανε διαφορετική από την προηγούμενη. Και είπαμε πολλά, πάρα πολλά, από την μαθητική μας ζωή πρώτα και από την σημερινή κατόπιν. Τα είπαμε ώσπου νύχτωσε και έφυγε να ξαναγυρίσει στην μονάδα του. Δεν τον ξαναείδα. Στο ύψωμα αυτό, το Βινάν, κατά την τελευταία ημέρα της παραμονής μας επάνω του (στις 10 Φεβρουαρίου) έλαβα και το πρώτο γράμμα από την Ελλάδα. Και ήτανε από το πιο αγαπητό πρόσωπο που είχα. Από τον μικρό μου ανιψιό Γιώργο, ηλικίας 8 χρονών. Πώς έγινε και ήρθε πρώτη εκεί πάνω, στις κακουχίες μου, η πιο αγαπητή μου φωνή; Το διάβασα με συγκίνηση, πολλές φορές, αλλά για να του απαντήσω, όπως ήθελα, δεν το επεχείρησα. Η συγκίνηση δεν μ’ άφηνε.
Τις ίδιες ενοχλήσεις είχαμε από τους Ιταλούς και όταν φύγαμε από το Βινάν. Μας έκαναν μάλιστα τώρα κι έναν φραγμό, που μας καθήλωσαν στο ίδιο μέρος, για ώρα πολλή. Έβαλλαν δηλαδή με τα κανόνια τους συνεχώς σε μια στενή διάβαση, απ’ όπου ήταν να περάσουμε, και περιμέναμε αρκετά, όσο να κοπάσει κάπως το κακό (των οβίδων) και να την διατρέξουμε. Κατά την αναγκαστική αυτή στάση μας γινήκαμε μάρτυρες και της εξής συγκινητικής σκηνής. Όταν κάποτε μας έφτασαν και τα μεταγωγικά (που μας ακολουθούσαν πάντοτε) ξεκόβει έξαφνα από μέσα τους ένας νέος ημιονηγός, και τρέχει κι αγκαλιάζει με λυγμούς έναν άλλον, ηλικιωμένο κάπως φαντάρο, από τους συμπορευόμενους με μας, και καθηλωμένους επίσης. Ήταν (ο ημιονηγός) γιος, καθώς ακούσαμε, του άλλου, και στο αντίκρισμα του πατέρα του (του οποίου ούτε την στράτευση είχε πληροφορηθεί, καθώς έλεγε αργότερα) τον πήραν τα κλάματα. Ο πατέρας, αντιθέτως, δεν έκλαψε. Παρέμεινε ψύχραιμος. Ψύχραιμος και αμίλητος. Χάιδευε μόνον συνεχώς το κεφάλι του παιδιού του και τίποτε άλλο. Η χλωμή όμως και άφωνη παρουσία του μαρτυρούσε, ευγλωττότερα κι από τα δάκρυα, τον σεισμό που γινόταν μέσα του. Ράγιζε πέτρες. Ήσαν καταγωγής από την Βόρειο Ελλάδα (από την Καβάλα μου φαίνεται) απ’ όπου είχαν κληθεί και μερικές μεγάλες κλάσεις, όπως μερικές ειδικότητες που συμπεριλάμβαναν μεγάλους περισσότερο.
Το βράδυ παρατήσαμε όπου βρεθήκαμε. Κοιμηθήκαμε καλά, αλλά ξυπνήσαμε άσχημα. Μας ξύπνησαν σφοδρές εκρήξεις όλμων. Έπεφταν ευτυχώς δίπλα μας, κι έτσι ούτε θύματα μας προκάλεσαν ούτε και ηθικά μας επηρέασαν. Απεναντίας, γελούσαμε σε κάθε πτώση τους, διότι αποδίδαμε το πράγμα (το ότι έπεφταν μακριά μας) στην σκοπευτική ανεπάρκεια των Ιταλών. Κάποτε-κάποτε, όμως... αστοχούσαν και έρχονταν και προς το μέρος μας, οπότε σταματούσαν φυσικά και τα γέλια και οι ειρωνείες. Συνέβη, εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές να ζήσουμε και δυο ευχάριστα περιστατικά, που δεν ήσαν και συνήθη στην ζωή μας εκεί πάνω.
Το πρώτο συνέβη όταν οι ιταλικοί όλμοι μας βρήκαν σε ώρα που ψειριζόμασταν. Μόλις λοιπόν άρχισαν να έρχονται κατ’ επάνω μας και τρέξαμε όλοι σε κάποιες παρακείμενες απυρόβλητες θέσεις, βρέθηκε εκεί, ανάμεσά μας, κι ένας φαντάρος γυμνός από την μέση και κάτω. Και τα δυο ρούχα των κάτω άκρων (την κυλότα και το σώβρακο), τα οποία λόγω και της σχετικής καλοκαιρίας τα είχε βγάλει για να τινάξει κι απ’ αυτά μερικές ψείρες, του τα είχε αρπάξει από τα χέρια ένας άλλος φαντάρος, που πέρασε τρέχοντας από μπροστά του, για να πάει να φυλαχτεί κι αυτός. Είχε βέβαια την χλαίνη του, αλλά δεν τα κατάφερνε να καλύψει μ’ αυτή την γύμνια του (από την μέση και κάτω) διότι δεν τον αφήναμε κι εμείς οι άλλοι, γύρω του, που για να γελάμε του την τραβούσαμε, πότε απ’ εδώ και πότε απ’ εκεί, συνεχώς, και το τι γινόταν είναι ευνόητο. Πιο πολύ όμως γελάσαμε όταν σταμάτησαν οι όλμοι και βγήκαν όλοι από τις κρύπτες, εκτός όμως εκείνου που είχε αρπάξει τα ρούχα. (Εκείνος, επίτηδες, για να συνεχίζεται η πλάκα, δεν παρουσιαζόταν). Τον παρέλαβαν τότε με τα πειράγματα (και το τράβηγμα της χλαίνης, βέβαια), που το γέλιο πήγαινε σύννεφο. Οπότε ξεκόβει κάποια στιγμή από μέσα μας ο ταλαίπωρος, πηγαίνει μόνος πιο πέρα κι απ’ εκεί, με φωνή «γεγώνυταν», μας καλεί να ακούσουμε τι θα μας ειπεί. Κι όταν γυρίσαμε προς το μέρος του, τον βλέπουμε να ξεκουμπώνει ώς κάτω την χλαίνη του, να κατεβάζει κατόπιν με μία μεγαλοπρεπή κίνηση το χέρι του προς τα απόκρυφα, και ορατά ήδη, μέρη του και με θριαμβικό τόνο να μας λέει: «Εδώ σας γράφω όλους!».
Το τι έγινε τότε δεν λέγεται.
Κατά το δεύτερο, ο ήρωας ήτανε ένας λοχίας των μετόπισθεν (όπως φάνηκε από την καθαρή στολή που φορούσε) που είχε έλθει για υπηρεσία, φαίνεται, στην περιοχή μας, σε παρόμοια στιγμή. (Σε στιγμή δηλαδή που οι όλμοι έρχονταν κατ’ επάνω μας). Τα έχασε ο φουκαράς από τις εκρήξεις, τις οποίες για πρώτη φορά (τόσο πυκνές τουλάχιστον) φαίνεται ότι τις άκουγε και δεν ήξερε που και πώς να προφυλαχτεί. Αντί να μας ακολουθήσει εκεί που πήγαμε να φυλαχτούμε, έπεφτε πότε απ’ εδώ και πότε απ’ εκεί, όλο και περισσότερο σαστισμένος. Και η φανταρία, με την ανυποληψία που τρέφει προς τους απόλεμους, προς τους «άκαπνους» (όπως ασφαλώς θα ήταν κι αυτός, αφού ήτανε πεντακάθαρος) τον παρέλαβε με τα πειράγματά της, που τον αποζάλισε. «Κουραμπιέ», τον έλεγε, αθέατη από τις κρύπτες που βρισκόταν, «φυλάξου, έρχεται όλμος», «Κουραμπιέ, μην πέφτεις κάτω, γιατί θα χαλάσεις την τσάκιση» κλπ., ώσπου πηδάει κάποια στιγμή ο ατυχής, σαν κατσίκι προς τα πίσω και με γιγαντιαία πηδήματα, πάει, χάθηκε.
Αν δεν υποφέραμε όμως πολύ στο μέρος αυτό, στο οποίο καθίσαμε 25 ημέρες, ήρθε ένα άλλο περιστατικό να μας καταταράξει. Μια ομάδα στρατιωτών μας, σλαβοφώνων, από την περιφέρεια του Αμυνταίου, σηκώθηκε μια νύχτα, από φρουρά που ήτανε, και αυτομόλησε προς τους Ιταλούς. Και ανησυχήσαμε πολύ, και γι’ αυτό τούτο το γεγονός και για το ενδεχόμενο να έχει συνέχεια, διότι είχαμε πολλούς Σλαβομακεδόνες στο Τάγμα. Άλλοι όμως δεν έφυγαν ή δεν πρόφθασαν να φύγουν, αν το είχαν σκοπό κάποιοι, διότι, την ίδια ημέρα κιόλας, όλους τους ύποπτους της κατηγορίας αυτής τους μετακίνησαν στα μετόπισθεν.
Στο μέρος αυτό, έλαβα και δύο δέματα. Το ένα ήτανε από τους δασκάλους του σχολείου μου. Μου έστειλαν μια κουκούλα και τσιγάρα. Το άλλο, με τσιγάρα, ήτανε από την γυναίκα του φίλου μου Παναγιώτη Τσαμπάου, Παρυσάτιδα.
Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το χωριό Τσέποβο, στο οποίο, για να φτάσουμε, βαδίζαμε ασταμάτητα όλη τη νύχτα της 8ης προς την 9η Μαρτίου. Κατασκηνώσαμε λίγο πάνω από το χωριό και κατά το απόγευμα κατεβήκαμε μερικοί να το ιδούμε, να το σεργιανίσουμε. Ήταν έρημο φυσικά κι αυτό από κατοίκους, αλλ’ εμείς δεν κατεβήκαμε για να ιδούμε ανθρώπους και να μείνουμε με το παράπονο ότι κατεβήκαμε άδικα. Εμείς εκείνο που ηθέλαμε να ιδούμε, που μας συγκινούσε, ήσαν τα σπίτια, τα κεραμίδια, κάτω από τα οποία είχαμε να μείνουμε μήνες. Τα κοιτάζαμε και η σκέψη μας πήγαινε, μελαγχολική, στην ήσυχη, την ειρηνική ζωή, την οποία είχε διώξει ο πόλεμος. Κάποια στιγμή, εκεί στις γειτονιές που γυρίζαμε, βλέπω μπροστά μου τον πατριώτη Στυλιανό Γεωργούλη, που υπηρετούσε στις μονάδες συλλογής πολεμικού υλικού. Και κάθισα και τα είπαμε τόσο πολύ, που πέρασε η ώρα με αποτέλεσμα να έχω κατόπιν μια μικρή περιπέτεια. Διότι όταν, βράδυ πια, έφτασα στον καταυλισμό, δεν βρήκα το Τάγμα εκεί. Είχε φύγει. Μόνο δύο ημιονηγοί υπήρχαν, που φόρτωναν και αυτοί στα ζώα τους τα τελευταία από τα πράγματά τους. Μαζί τους ήτανε επίσης κι ένας φαντάρος, απ’ αυτούς που είχαν κατεβεί στο χωριό κι άργησε –όπως κι εγώ– να επιστρέψει. Το Τάγμα είχε φύγει προς τα πίσω πάλι, διότι την ημέρα εκείνη (9 Μαρτίου 1941) είχε εκδηλωθεί η μεγαλύτερη ώς τότε επίθεση των Ιταλών εναντίον μας, η «επίθεση Καμπαλέρο», όπως την έλεγαν εκείνοι από το όνομα του στρατηγού τους που την είχε ετοιμάσει, ή η «επίθεση των ρόδων», όπως την είπαν ειρωνικά οι δικοί μας, επειδή έγινε την άνοιξη, την εποχή των ρόδων.3
Κι εκεί που συζητούσαμε για την νέα αυτή ιταλική επίθεση, εκείνη ακριβώς την στιγμή, για να επιβεβαιωθεί, φαίνεται, «του λόγου το ασφαλές», δεχόμαστε άγρια επίθεση από τα ιταλικά αεροπλάνα. Είχαν επισημάνει, από την ημέρα φαίνεται, την εκεί παρουσία μας και τώρα που νύχτωσε ήρθαν και γάζωσαν με τροχιοδεικτικές, θυμάμαι, σφαίρες όλη την περιοχή, σφοδρότατα. Κατόπιν εμείς, οι δύο καθυστερημένοι στρατιώτες, φύγαμε προς την κατεύθυνση που μας είπαν οι ημιονηγοί ότι πήγε το Τάγμα, αλλά ταλαιπωρηθήκαμε πολύ, μέσα στην νύχτα, όσο να το βρούμε. Μόνο κατά τις πρωινές ώρες, εξουθενωμένοι από την κούραση, κατορθώσαμε και το συναντήσαμε.
Στη ζώνη των επιχειρήσεων φτάσαμε κατά το μεσημέρι, αλλά δεν λάβαμε μέρος σε μάχη, ούτε κατά την ημέρα εκείνη ούτε κατά τις επόμενες. Παραμείναμε μέχρι τέλους πίσω, εφεδρικοί. Τους Ιταλούς τους απέκρουσαν τα τμήματά μας που δέχτηκαν την επίθεσή τους, χωρίς να παραστεί ανάγκη να τα ενισχύσουμε. Και κατόρθωσαν να παραμείνουν στις θέσεις τους, συνάμα δε να κρατήσουν και τους Ιταλούς στις... δικές τους. Δεν τους άφησαν να προχωρήσουν ούτε βήμα, παρά τους ανηλεείς αεροπορικούς βομβαρδισμούς που έκαναν και παρά το ασταμάτητο πυροβολικό τους, που ανέσκαπτε τα πάντα. (Διάβασα αργότερα στις εφημερίδες ότι οι οβίδες που μας έριξαν κατά την πρώτη μόνον ημέρα οι Ιταλοί ήσαν περισσότερες από όσες ρίξαμε εμείς κατά των Τούρκων στην Μικρά Ασία, καθ’ όλην την διετία 1920-1922). Έπιασαν μάλιστα οι δικοί μας και αιχμαλώτους, μερικούς από τους οποίους τους είδαμε, εκεί πίσω που τους έστελναν. Ήσαν από εκείνους τους επηρμένους Ιταλιάνους που, από φιλοδοξία να φτάσουν πρώτοι στην... Αθήνα, έκαναν κάποιες τολμηρές διεισδύσεις στις γραμμές μας και την έπαθαν. Ήσαν δε όλοι τους για να τους κλαις. Έτρεμαν από τον φόβο τους. Όσοι δε είχαν φυσαρμόνικες συμμορφώνονταν με προθυμία στην κλήση μας να τις παίξουν, διότι καταλάβαιναν, από τον τρόπο που τους το λέγαμε κι από όλην την συμπεριφορά μας απέναντί τους, ότι ηθέλαμε να γελάσουμε, να διασκεδάσουμε κι όχι να τους σφάξουμε μετά... μουσικής.
Έτσι πήρε τέλος, άδοξο, και η επίθεση αυτή των Ιταλών, η μεγαλύτερη όπως είπα ώς τότε, που μας επιτέθηκαν, την οποία, κατά τα γραφέντα στις εφημερίδες, την είχε παρακολουθήσει και ο ίδιος ο Μουσολίνι κατά την πρώτη ημέρα.
Επιστρέψαμε κατόπιν στην Τσέποβα, όπου μάθαμε και την ανατροπή του γερμανόφιλου καθεστώτος στην Γιουγκοσλαβία· το προς το Τάγμα σχετικό τηλεφώνημα το πήρα εγώ. Επειδή ο βοηθός, εκείνη την στιγμή, τηλεφωνητής δυσκολευόταν να συνεννοηθεί με τον συνάδελφό του, από την άλλη άκρη του σύρματος, ο ταγματάρχης μας Σιώκος, με τον οποίο συζητούσαμε δίπλα λογοτεχνικά θέματα (όπως κάναμε συχνά, διότι είχε σχετικά ενδιαφέροντα), έστειλε εμένα και πήρα το ακουστικό. Και το τηλεφώνημα έλεγε ότι: Λαός και στρατός στην Σερβία ανέτρεψαν τον αντιβασιλέα (και γερμανόφιλο) Παύλο, ότι ανεκήρυξαν βασιλιά τους τον Πέτρο, γιο του παλαιότερα δολοφονηθέντος βασιλιά Αλέξανδρου και ότι ο νέος αυτός βασιλιάς διόρισε νέα, φιλοσυμμαχική κυβέρνηση.
Ήτανε μια πληροφορία που την συζητούσαμε με χαρά, ικανοποίηση και ελπίδες, όλοι, όλη την ημέρα. (Στο μέρος αυτό τοποθετήθηκα και σύνδεσμος του Τάγματος με τους λόχους. Νομίζω ότι το έκανε αυτό ο ταγματάρχης, για να με έχει προχειρότερο για τις φιλολογικές συζητήσεις που κάναμε).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Χωριό της Αρκαδίας που τότε ανήκε στην επαρχία Κυνουρίας και σήμερα ανήκει στον Δήμο Βόρειας Κυνουρίας.
2. Οικισμός της Αρκαδίας που τότε ανήκε στην επαρχία Κυνουρίας και σήμερα ανήκει στον Δήμο Βόρειας Κυνουρίας.
3. Πρόκειται για την λεγόμενη «εαρινή επίθεση», η οποία απέτυχε. Οι Ιταλοί σε αυτή την επίθεση ενέπλεξαν 12 μεραρχίες, όπως τις μεραρχίες «Αλπινιστών Τζούλια», «Πινερόλο», «Οι κυνηγοί των Άλπεων», «Αρμάτων Κένταυρος», «Οι λύκοι της Τοσκάνης» κλπ., καθώς και δυνάμεις μελανοχιτώνων και πολυβόλων.
|
|
(από το βιβλίο: Βασίλης Καραζάνος, Από την ζωή μου στον Πόλεμο: Αλβανία, 1940-1941, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες VIIΙ, Βιβλιόραμα, 2007)
|
|