Ο μεγάλος αιφνιδιασμός 10/6/1949
Αποστολόπουλος Βασίλης
Εκτύπωση
Σε τούτο το απόμερο κρησφύγετο είχαμε μια σπουδαία συνάντηση. Ανταμώσαμε τον –μακαρίτη τώρα– Κώστα Βραχωρίτη. Ήταν ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού, ακράτητος στη φωτιά του πολέμου και ικανός διοικητής. Είμαστε μαζί με τον Βραχωρίτη και τον ταξίαρχο Πυθαγόρα στην καταστροφική ενέδρα της Οξυάς στις 13/5/49, μόλις έβγαινε ο ήλιος. Ήταν μια μαγευτική ώρα, μέσα σ’ ένα σκηνικό που σε λίγα λεπτά θα παρουσίαζε την πιο άγρια μορφή.
     Ανταλλάξαμε κάποιες σκέψεις για τις επικίνδυνες αδυναμίες της εδώ κατασκήνωσης. Διαπιστώσαμε τραγική έλλειψη επαγρύπνησης. Εδώ γινόταν παζάρι από άντρες και γυναίκες, που όλοι βρίσκονταν σε κίνηση. Αγνοούσαν την τύχη της ρουμελιώτικης ανταρτοσύνης. Έμοιαζαν όλοι ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι από ευθύνες και προβλήματα. Με τον μακαρίτη Βραχωρίτη πήραμε απόφαση να σηκωθούμε πολύ πρωί να οργανώσουμε κάποια παρατήρηση για τα απέναντι σημεία, που ήταν οι φωλιές των πιο σκληρών Μάυδων, των Γανωμεναίων. Για το χώρο μας, δεν υπήρχε καμιά σκέψη ασφάλειας. Ήταν όλοι τους σίγουροι. Αν ο χώρος τούτος δέχονταν κάποιον αιφνιδιασμό, δεν υπήρχε σημείο διαφυγής. Υποχρεωτικά έπρεπε να γκρεμιστούμε στους βράχους για να μην πιαστούμε στα χέρια. Είχα ένα φοβερά δυσοίωνο προαίσθημα πως κάποιος κίνδυνος ελλοχεύει εδώ γύρω μας.
     Υποκύπτοντας όμως στην κούραση, στην πείνα και τις άθλιες αντικειμενικές συνθήκες, χωρίς το αίσθημα ευθύνης να μας ειδοποιεί όσο θα ’πρεπε, καθίσαμε. Ανθρώπινη αδυναμία που δεν μπορέσαμε ν’ αποφύγουμε. Φάγαμε καλά, μας έδωσαν κι ένα μπουκαλάκι λιόλαδο. Ακόμα εγώ βρήκα εδώ ένα ασημένιο κουτάκι, με άγια λείψανα. Παρμένα από την εκκλησία του χωριού μου (Νεχώρι Τυμφρηστού). Μυστήριο για τον ιερόσυλο, που εγκατέλειψε το λάφυρό του. Όπως συμφωνήσαμε με τον Βραχωρίτη, ξυπνήσαμε όρθρου βαθέος. Ετοίμασα το πολύτιμο σακίδιο, ταχτοποίησα κι ένα ωραίο αδιάβροχο που πήρα στο Καρπενήσι. Ήταν αμερικάνικο, στρατιωτικό. Κι αρχίσαμε απ’ τη γωνία του σπιτιού μια επίμονη παρατήρηση στο γύρω μας τοπίο.
     Η 10η Ιουνίου 1949 που ξημέρωσε είναι μια ημέρα που σου φέρνει στο νου τους στίχους του Σολωμού: «Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».1 Ο ήλιος έβαψε χρυσοκόκκινη με τις αχτίνες του την κορυφή της αντικρυνής Χελιδόνας και σαν παλιός μάστορας προσπαθούσε με ελιγμούς να ξεφύγει απ’ το δάσος των βουνίσιων κορυφών, για να ολοκληρώσει το έργο του. Η δική μας τοπογραφία είναι αποκαρδιωτική. Μας καπελώνει κυριολεκτικά ένα καφετί, σουβλερό ύψωμα, το Κεραμίδι, που νομίζεις πως θα σωριαστεί πάνω σου. Στη ρίζα του τρομερού βραχόβουνου απλώνονταν ένα πρανές,2 που πλησίαζε το σπιτάκι ώς πενήντα μέτρα. Ένα αυλάκι με νερό χώριζε το πρανές από το σπιτικό και τα χωράφια με τις κερασιές. Στο μεταξύ και οι άλλοι συναγωνιστές που κατείχαν την περιοχή άρχισαν κάτι να ετοιμάζουν. Ίσως ετοίμαζαν κάποιο πρωινό.
     Ξαφνικά, μια άγρια φωνή, πενήντα μέτρα πιο πάνω, μας καθήλωσε μ’ ένα τρομερό:
     –Ποιοι είσθε σεις;
     –Αντάρτες, απάντησαν αδιάφορα από τη δική μας μεριά. –Εσείς ποιοι είσθε; συνέχισαν οι δικοί μας, αδιάφοροι, λες κι είχε τελειώσει ο πόλεμος.
     –Είμαστε από το τμήμα του Περικλή, απάντησαν.
     Εγώ τα χρειάστηκα. Ο διάλογος δεν είχε καμιά φυσικότητα. Ασυναίσθητα τράβηξα τον Βραχωρίτη προς τη γωνία του σπιτιού.
     Κι ο διάλογος συνεχίστηκε.
     –Εσύ ποιος είσαι; τον ρώτησαν οι δικοί μας, καθώς πίσω από ένα κέδρο φάνηκε ένα κεφαλάκι.
     –Ο Γιώργος Ράφτης, απάντησε η φωνή.
     –Άντε ρε, που είσαι ο «Μπλάτσα Μπλούτσας», απάντησε κάποιος από τους αντάρτες.
     Λέγω αμέσως στον Βραχωρίτη πως ο συνομιλητής είναι εχθρός και κάνει κάποια αναγνώριση. Ο Γιώργος ο Ράφτης είναι νεκρός. Και τότε ακούστηκε η κραυγή:
     –Παραδοθείτε! κι άρχισαν καταιγιστικά πυρά αυτόματων όπλων, χωρίς καμιά απάντηση από μέρους μας.
     Είμαστε παγιδευμένοι χωρίς καμιά διέξοδο, χωρίς καμιά αμυντική ετοιμότητα. Και δεν υπάρχει κανένα δρομολόγιο σύμπτυξης ή αντεπίθεσης. Μόνη διαφυγή θα γίνει μέσω της βαθιάς λαγκαδιάς, πηδώντας τους καταρράχτες της και βουτώντας στις γούρνες με το νερό. Ρίχνομαι κι εγώ τελευταίος, και με τρόμο αντικρύζω το μεγάλο καταρράχτη, που πλέον δεν ξεπερνιόταν. Είμαι πετσί και κόκαλο από την πείνα και τις άλλες ταλαιπωρίες. Ο χρόνος είναι απαιτητικός. Ή βρίσκω πόρτα και παράθυρο να πεταχτώ έξω από τον κλοιό ή παραδίνομαι χωρίς όρους στο θάνατο. Χωρίς αργοπορία, κινούμαι προς τη δεξιά όχθη της λαγκαδιάς. Εκεί υπάρχει συμπαγής πέτρινη πλάκα με άνοιγμα, μια πορτούλα. Πάνω της βλέπω πράγματα, σκορπισμένα όπως-όπως.
     Η διαφυγή έγινε από αυτού. Μπορεί η «κερκόπορτα» αυτή να γίνει πόρτα σωτηρίας και για μένα. Ξεκινώ κι αισθάνομαι αδυναμία να βαδίσω. Κόπηκαν τα πόδια μου, έσπασαν οι μηροί από τα πηδήματα στους καταρράχτες. Με θλίψη αναγκάζομαι να παρατήσω το γυλιό μου μαζί με τα εφόδιά μου. Πάει και το αδιάβροχο. Μόνο το περίστροφο κρατώ. Σέρνομαι προς το άνοιγμα που σχηματιζόταν στη βραχογραμμή. Και με μια ματιά από την ευγενική πορτούλα προσανατολίστηκα σε γνωστά μου τόπια. Αντίκρυσα τα Μπαλτέικα, ένα φτωχό συνοικισμό και ξεχώρισα το βατό δρόμο προς το μοναστήρι του Προυσού, την πέτρινη τοξωτή γέφυρα στα διπόταμα, σημείο συμβολής του Καρπενησιώτη και του Κρικελιώτη. Οι χείμαρροι αυτοί είναι ορμητικοί στις ώρες του χειμώνα. Έτσι προσανατολίστηκα. Ήταν κι αυτό μια μικρή δόση αισιοδοξίας.
     Στο μεταξύ, οι Μάυδες ωρύονταν, τουφεκούσαν, κατρακυλούσαν βράχους χωρίς να τολμήσουν μια επίθεση ενάντια των ανταρτών που έτρεχαν. Έμεινα μόνος. Ούτε τον Βραχωρίτη είδα ούτε τον Τσεπά. Και φυσικά, ούτε κανέναν άλλο.
     Στην πέτρινη διχάλα, που υποχρεωτικά θα κατέβαινα, αντίκρυσα τον τρόπο που έγινε η κατάβαση από αυτούς που προηγήθηκαν. Στο σημείο αυτό, το μοναδικό για πέρασμα, υπήρχε μια μονοκόμματη πλακολιθιά με γυαλιστερή επιφάνεια. Πάνω σ’ αυτή έκαναν τσουλήθρα ώς πενήντα μέτρα, ώσπου σταματούσαν σε σωρούς από μεγάλες πέτρες. Στις σχισμές αυτής της κυλίστρας είχαν φυτρώσει μικροί θάμνοι. Κι έβλεπες κρεμασμένα στα λιγνά κλωναράκια τους χιτώνια, τσάντες και κανένα όπλο. Αυτού κύλησα, υποχρεωτικά, ολομόναχος. Όμως οι θάμνοι με σεβάστηκαν και δεν μου κράτησαν διόδια.
     Από δω και κάτω ώς τα διπόταμα υπήρχε ένας βατός γκρεμός, γεμάτος τροχάλια.3 Αυτή την κατάβαση έπρεπε να κάμω, ν’ ανέβω στο δρόμο Προυσού-Καρπενησίου ή ν’ ανεβώ προς Καστανιά ή Δερμάτι. Όμως τα πόδια δεν βοηθούσαν. Έμοιαζαν σπασμένα. Κάπου έπρεπε να τρυπώσω για λίγο να ξεκουραστώ. Όμως! Από πρόνοια κάποιας χιονοθύελλας, είδα μια τεράστια ιριά (δρυς-Aρία) που γονάτισε, δημιουργώντας ένα μικρό χώρο απόκρυψης. Εκτίμησα την κατάσταση και τράβηξα προς το γονατισμένο δέντρο.
     Εκεί όμως έγινε το θαύμα! Υπήρχε ένας πολύτιμος θησαυρός. Υπήρχε άνθρωπος, και μάλιστα ο φίλος συναγωνιστής Γιώργος Σούφλας από το Καροπλέσι Ευρυτανίας. Εκεί τρυπώσαμε αυτές τις τραγικές στιγμές και μοιάζαμε σαν κάποια άγνωστα ανθρωποειδή, που μια θύελλα τα σκόρπισε. Κι ο εχθρός; Τί φκιάνει; Κυλάει μεγάλους βράχους που προκαλούσαν πάταγο και φωνάζει: –Παραδοθείτε!
     Το τουφεκίδι σταμάτησε γύρω μας. Μόνο από το Δερμάτι ακούστηκαν μερικές τουφεκιές. Φαίνεται πως κατέχεται από τους Λαιστρυγόνες της αστερόεσσας.
     Εμείς καθίσαμε αρκετή ώρα να ξεκουραστούμε, μα και να κάνουμε μια προσεχτική παρατήρηση. Εξακριβώσαμε ότι δεν κατέχεται η γέφυρα που συνδέει το Καρπενήσι και τα χωριά της ποταμιάς με τον Προυσό. Αποφασίσαμε ν’ αφήσουμε τον κρυψώνα μας και να κατεβούμε στα διπόταμα. Τα πόδια μας ήταν σαν σπασμένα από τα πηδήματα στους καταρράχτες, και η κίνησή μας δυσκολεύονταν. Όμως, ήταν ανάγκη. Οι διώκτες μας μπορεί να ετοίμαζαν πάλι καμιά επίθεση, μα και ο ήλιος μας ειδοποιούσε ν’ αποφασίσουμε, πριν πέσει το θάμπωμα. Κάποτε φτάσαμε, κι ετοιμαζόμαστε να περάσουμε τον Καρπενησιώτη κάτω από το πέτρινο γεφύρι. Αν και ήταν Ιούνιος, τα νερά ήταν ακόμα ορμητικά και με παρέσυραν για λίγο. Το ψυχρό μπάνιο μου έκανε καλό. Ξαστέρωσε το κεφάλι μου και δυνάμωσε τη θέλησή μου να υπερνικήσω τις δυσκολίες. Κάποιο εχθρικό παρατηρητήριο μας έριξε κάμποσες ντουφεκιές, χωρίς διαθέσεις κυνηγητού.
     Αφού στράγγισα απ’ το νερό, αρχίσαμε το βάδισμα με τον Σούφλα στον ξεριά του ποταμού. Σε λίγο ανακαλύψαμε τον ντορό της παρέας μας. Ήταν βρεγμένος ακόμα. Ήταν οι δικοί μας που κατάφεραν κι έφυγαν πιο μπροστά από μας. Ήταν καλύτερα ταϊσμένοι και ξεκούραστοι, κι ίσως να γνώριζαν και κάποιο μονοπάτι. Βαδίζαμε με τον Σούφλα παρόχθια, ανάμεσα σε ουρανόφταστους βράχους, που όσο κατέβαιναν προς την κοίτη του ποταμού στένευαν απελπιστικά. Νόμιζες πως ήταν έτοιμοι να αγκαλιαστούν, δημιουργώντας έτσι γούρνες βαθιές. Γι’ αυτό αναγκαζόμαστε να πηδούμε πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη όχθη. Όμως, από λόγους επαγρύπνησης, φοβούμασταν την πανουργία της τύχης, γιατί δεν αποκλείονταν αυτός ο ντορός να ανήκε στα στίφη των Γανωμεναίων που λυμαίνονταν την περιοχή.
     Αφού βαδίσαμε αρκετά, το σκηνικό των βράχων άρχισε να υποχωρεί και στον απελευθερωμένο χώρο παρουσιάστηκαν μικρές λογγιές με πέτρινα πεζούλια. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο χάθηκε ο ντορός. Τώρα αρχίσαμε να ψάχνουμε τους όχθους, βάζαμε και αυτί, χωρίς όμως να πιάνει κανένα ήχο. Τελικά, στην αριστερή όχθη του Καρπενησιώτη, που σχηματίζονταν ένα πλάτωμα με θαυμάσια παραλλαγή από θάμνους κι αγράμπελες, ξεχωρίσαμε μια φωνή.
     Εμείς ανακαλύψαμε τα καινούργια ίχνη που μας χάρισε η φωνή και σε λίγο, από μια πορτούλα καταπράσινων θάμνων που περάσαμε, αντικρύσαμε μια σύναξη ανθρώπων, σαν σε μυστικό δείπνο. Με την πρώτη ματιά διαπιστώσαμε ότι ήταν οι συναγωνιστές που αιφνιδιάστηκαν. Μόνο ο Βραχωρίτης απουσίαζε. Αυτό με λύπησε. Ρωτώντας δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα για την τύχη του. Η ψυχολογική κατάσταση αυτής της ομάδας φανέρωνε πανικό, εξαλλοσύνη, άγχος. Ήταν όλοι τους έτοιμοι για να πάρουν δρόμο. Θυμάμαι τον μακαρίτη Σπύρο Ξενάκη απ’ το Μουζήλο. Υπήρχαν κι άλλοι αντάρτες και αντάρτισσες. Μισός αιώνας από τότε, και βλέπω ακόμα αμυδρά τα έντρομα πρόσωπά τους, σαν σε τούνελ, χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω ονόματα. Ακόμα διαπίστωσα ότι ήταν όλοι άοπλοι, εκτός από εμένα, που είχα το πιστόλι μου. Ανοίξαμε συζήτηση, ότι μπορούσαμε τώρα όλοι μαζί να κινηθούμε προς Άγραφα. Όμως κανένας δεν πρόσεχε τα λόγια μου, σαν να περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου.
     Εκείνο που έντονα θυμάμαι, κι ακόμα το βλέπω, είναι ότι σε κάποια στιγμή η σύναξη αλαφιάστηκε. Σηκώθηκαν απότομα σαν να είχαν ελατήρια στα πόδια τους, όρθιοι, έτοιμοι για φυγή, σαν κάποια ειδοποίηση να πήραν μυστικά.
     –Τί συμβαίνει συναγωνιστές; τόλμησα να ρωτήσω.
     –Αλογόμυγα! Μια αλογόμυγα, νάτη! Δεν τη βλέπετε; ακούστηκε από πολλά στόματα.
     –Και τι σαν είναι αλογόμυγα; απάντησα χαμογελαστός.
     –Είναι κακό σημάδι, συναγωνιστή, απάντησαν. Κάπου εδώ κοντά βρίσκεται εχθρός. Φαίνεται πως μας βρήκε τον ντορό.
     Και χωρίς άλλο διάλογο άρχισαν να ροβολάνε αστραπή για το ποτάμι. Δεν έμεινε κανένας εκτός από τον Τσεπά, που σιμά μας βρίσκεται το χωριό του, Αντράνοβα παλιά, Ασπρόπυργος σήμερα.
     Βαδίσαμε λίγο και φτάσαμε στις λογγιές του χωριού του, όπου ο Τσεπάς μου ανακοίνωσε ότι θα παραμείνει στο χωριό του για να φυλαχτεί, ώσπου να συνδεθεί με κάποιο τμήμα. Με αυτό το πρόσχημα χωρίσαμε, αν και γνώριζε ο Τσεπάς πως στην περιοχή του δρούσαν οι ορδές των ανθρωποφάγων Γανωμεναίων.
     Μια σκληρή πραγματικότητα δημιουργείται σε μένα. Μόνος, «ενώπιος ενωπίω», θα βαδίσω σε μιαν εντελώς άγνωστη περιοχή γεμάτη αντιδραστικούς, χωρίς ίχνος δικής μας οργάνωσης. Αυτή ήταν μια περιοχή νεκρή για τους ελιγμούς μας. Γι’ αυτό κατέχομαι από αγωνία, για την άγνοια του εδάφους και την ατομική μου άμυνα. Από τις σκέψεις μου αυτές με παρέσυρε το φανταστικό θέαμα μιας κερασιάς, φορτωμένης χοντρά κατακόκκινα κεράσια. Τέτοιο ζωντανό ποίημα μόνο ένας ζωγράφος της Αναγέννησης θα μπορούσε να το εκφράσει. Όνειρο ομορφιάς μέσα στην ερημιά. Μετά έβγαλα ένα πουλόβερ που πήρα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Καρδίτσας, τη νύχτα της μεγάλης Μάχης 10/12/1948. Του έδεσα τα μανίκια και το άνοιγμα του λαιμού με σκληρό χόρτο κι άρχισα να μαζεύω τον ωραίο καρπό. Αφού μάζεψα αρκετά, βρήκα και μερικές κρεμμυδομάνες. Αποχαιρέτησα τον Τσεπά και του ευχήθηκα καλήν αντάμωση. Εγώ αποφάσισα να εκμεταλλευτώ τη νύχτα και να βαδίσω προς την περιοχή Φιδάκια, όπου θα συναντούσα γνωστούς μου. Έτσι υπολόγιζα και ήλπιζα.
     «Μα δεν είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί».4
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. «Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»: ο γνωστός στίχος από το Δεύτερο Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονυσίου Σολωμού.
 
2. πρανές: οι κατωφέρειες, οι πρόποδες ή υπώρειες υψώματος.
 
3. τροχάλια ή τρόχαλα: μικρές πέτρες, κροκάλες, ιδίως σε βραχώδεις ορεινές περιοχές.
 
4. «δεν είν’ εύκολες οι θύρες, / Εάν η χρεία τες κουρταλή»: από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού (στροφή 10).


(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009)