Μια άλλη συνάντηση
Αποστολόπουλος Βασίλης
Εκτύπωση
Επέστρεφα στο μικρό πέτρινο τάφο μου. Έβγαλα από το σακουλάκι μου τέσσερα-πέντε καλαμποκόσπυρα, τα έβαλα στο τενεκεδάκι με λίγο νερό να μαλακώσουν κι άρχισα να τρώγω, όσο τα δόντια μου μπορούσαν να τα σπάσουν. Έτσι έγινα ένας υπερφυσικός σκίουρος. Από αυτήν τη μυθιστορηματική εικόνα της παράξενης ζωής μου κάποιος ήχος από βάδισμα στ’ απόμακρα τροχάλια της πλαγιάς με ανακάλεσε στην τάξη. Σταμάτησα για λίγο και την αναπνοή, για να ελέγξω αν πράγματι υπάρχει ήχος ή με βασανίζει κάποια ηχητική ψευδαίσθηση. Σε λίγο ανάσανα με ηδονή, γιατί ο ήχος ήταν βέβαιος. Σίγουρα θα ήταν ξεκομμένοι αντάρτες, όπως κι εγώ. Όμως, ας κρυφτώ στη λούφα, για καλό και για κακό, ώσπου να γίνει με το πλησίασμα μια σίγουρη αναγνώριση από το πέτρινο παρατηρητήριό μου.
     Και πράγματι. Φάνηκαν δυο άντρες με τα όπλα τους και τα σακίδιά τους. Τους άφησα να πλησιάσουν, ώσπου τους γνώρισα. Ήταν ο Ηλίας Τσιλιγιάννης από τη Χρύσω και ο Κώστας Καραμέτος από τη Μολόχα. Και τα δυο χωριά ανήκαν στο νομό Ευρυτανίας. Ανάσανα! Τώρα, είπα, θα μπορέσω να συναντηθώ με τμήματα, γιατί και οι δυο τους ήταν επιμελητές της Μεραρχίας. Ενώ αυτοί κατέβαιναν να πιάσουν το μονοπάτι που περνούσε στην κρύπτη μου, βγήκα έξω και στην αρχή τους αιφνιδίασα.
     –Δάσκαλε, πώς βρέθηκες εδώ; ήταν η πρώτη τους ερώτηση, καθώς ξαπλώθηκαν κι αυτοί να ξεφορτωθούν το βάρος που έσερναν. Βλέπετε, οι επιμελητές δεν πεινάνε ποτέ. Κι άρχισε το ερωτηματολόγιο για την τύχη της Μεραρχίας. Αυτοί δεν γνώριζαν τίποτε. Δεν υπήρχαν πληροφορίες, γιατί και η Ευρυτανία πλημμύρισε από στρατό. Και συμπλήρωσαν: «Στην περιοχή μας δεν υπάρχουν οργανωμένα τμήματα».
     Τους διηγήθηκα το ιστορικό με το δικό μου «κόψιμο», ότι η Μεραρχία στην περιοχή Κοκκάλια θα προσπαθούσε να βρει κάποιο πέρασμα είτε προς Ευρυτανία είτε προς Φθιώτιδα, αν την ευνοούσε και η συγκυρία.
     –Και τώρα πού πάτε; Έχετε αποστολή από κάποιο τμήμα;
     –Όχι, μου απάντησαν. Απλά ήρθαμε να οικονομήσουμε τρόφιμα από τις αποκρύψεις που κάναμε εδώ κάπου, μεταφέροντας μετά την κατάληψη του Καρπενησιού αρκετά τρόφιμα.
     –Τότε θα γίνουμε τρεις, τους απάντησα. Οι συναγωνιστές γέλασαν και μου πρόσφεραν κάτι που δεν θυμάμαι τώρα. Αν τα πράγματα έρθουν βολικά, θα μπορέσω να συναντηθώ με τμήματά μας, αφού και οι δυο τους, σαν επιμελητές της ΙΙ Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού, ίσως να σκέφτονταν κάτι τέτοιο.
     Ξαναγεννήθηκε η ελπίδα ότι θα συναντήσουμε τμήματα και χαρούμενος τους ακολούθησα, αφού εγκατέλειψα στη λούφα την επιμελητεία μου σε καλαμποκόσπυρα και άδεια κονσερβοκούτια. Βαδίσαμε αρκετά στην κοιλάδα του Μέγδοβα. Ήταν μια στεγνή ημέρα και ξάστερη, που εγώ την είχα τόσο ανάγκη. Οι συναγωνιστές γνώριζαν την περιοχή και δεν βρήκαμε πουθενά εμπόδιο. Περάσαμε πολλά επικίνδυνα σημεία, που παλιότερα τα διεκδικούσαν οι Μάυδες και ήταν σημεία ενεδρών. Δεν μπήκαμε στο χωριό Φιδάκια, το προσπεράσαμε. Τότε οι επιμελητές μου είπαν να καθίσω να ξεκουραστώ και ότι αυτοί θα πάνε ως κάποια σημεία που είχαν κάνει αποκρύψεις. Κάτι θα βρούνε, κάτι θα φέρουν. Εγώ καλύφτηκα σε μια συστάδα κοντοέλατων, καμουφλαρίστηκα στα ευλογημένα έλατα και με πολλή προσοχή έκανα έλεγχο σε θόρυβο που θα μπορούσε να είναι και εχθρός. Με την κατάληψη του Καρπενησιού, ο Δημοκρατικός Στρατός εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη μεγάλη του Νίκη. Κουβάλησαν τα μεταγωγικά και των δυο Μεραρχιών, 1ης και 2ας, και απέκρυψαν μεγάλες ποσότητες ειδών διατροφής, ενδυμασίας, υπόδησης. Με τα χρήματα που πήρε από τις τράπεζες, πλήρωσε τους δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Έτσι λοιπόν εγώ όλο περίμενα κονσέρβες, κανένα ζευγάρι παπούτσια, ώσπου με πήρε ο ύπνος.
     Κάποια ώρα, θα ήταν μεσάνυχτα, με ξύπνησαν οι δυο συναγωνιστές. Μου έδωσαν μια μικρή καρδάρα (ξύλινο δοχείο) με «καβουρμά» – η λέξη είναι τουρκική. Ίσον δε καβουρμάς βρασμένο κρέας, χωρίς κόκαλα και αλατισμένο, που έφκιαναν οι ορεινοί πληθυσμοί για συμπλήρωση της τροφής τους. Μ’ αυτό τον τρόπο τα συνεργεία της Επιμελητείας έκαναν χρυσή δουλειά. Πρόφταιναν όλα τα τμήματα της πρώτης γραμμής που δε μαγείρευαν. Εγώ ρίχτηκα σα γλάρος στη μικρούλα καρδάρα και με τα χέρια μου άρπαζα ολόκληρα κομμάτια κρέας, για να καταπραΰνω την πείνα μου. Έφαγαν και οι άλλοι συναγωνιστές. Το ξενοδοχείο ύπνου ήταν κι αυτό κοντά μας και ξαπλώσαμε για ύπνο. Τη νύχτα ένιωσα φοβερούς πόνους στην κοιλιά που είχε φουσκώσει σαν τύμπανο και μ’ έπνιγαν τα αέρια. Το ίδιο έπαθε κι ο Τσιλιγιάννης με τον Καραμέτο. Μόλις ξημέρωσε ελέγξαμε τα δοχεία και διαπιστώθηκε πως τρώγαμε μουχλιασμένο καβουρμά. Η καταπράσινη μούχλα είχε εισχωρήσει σ’ όλο το περιεχόμενο των δοχείων. Ευτυχώς, η ενέργεια που ακολούθησε έκαμε τα στομάχια μας να φέγγουν σαν αποκριάτικα χαρτοφάναρα.
     Το απόβραδο φτάσαμε σε μια ελατοσκέπαστη περιοχή, που η πυκνότητα του ελατόδασου ήταν αληθινός φράχτης, για όποια διείσδυση σ’ αυτό. Εκεί συναντήσαμε τους Δημοπουλαίους από το χωριό Παπαρούσι Καρπενησίου. Άνθρωποι τίμιοι, που ώς την ώρα έδωσαν αρκετό αίμα στον Δημοκρατικό Στρατό. Παιδιά και κορίτσια τους πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τη λαϊκή προκοπή. Θυμάμαι την κόρη τους Ανθούλα, που σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια μου, στο Πυργούλι Ευρυτανίας, εκεί όπου έγινε η πιο σκληρή μάχη του Δημοκρατικού Στρατού, τον Μάη του 1948. Ώς δέκα αντάρτες κι αντάρτισσες κρατήσαμε την άμυνα ενάντια στο αρχηγείο της 10ης Μεραρχίας του στρατηγού Βασιλά. Εκεί βγήκαν μερικοί φαντάροι του Σταθμού Διοίκησης της 10ης Μεραρχίας του στρατού και πιάσαμε κουβέντα για παράδοσή τους. Ξεκίνησαν κάποιοι δικοί μας να τους πάρουν, εμείς φωνάζαμε όχι. Μ’ αυτοί, πάνω στον ενθουσιασμό τους, δέχτηκαν τα πυρά των φαντάρων και ξαπλώθηκαν στις φτέρες του οροπέδιου. Έπεσε αυτού και η Ανθούλα.
     Τούτη η λούφα του γερο-Δημόπουλου και της υπόλοιπης φαμελιάς τους ήταν αριστοτεχνικά καμωμένη. Είχαν καλά οργανώσει την κάλυψή τους, αόρατο το ψήσιμο του ψωμιού και του φαγητού, πουθενά ντορός που να δημιουργεί υποψίες. Αφού είπαμε πολλές κουβέντες για τα πάθη μας, οι επιμελητές μας άφησαν. Εγώ κοιμήθηκα για πρώτη βραδιά ήσυχος. Είχα αδυνατίσει από τη νηστεία, την πορεία, και τη φοβερή στενοχώρια για τα οικεία μας κακά. Το πρωί η κυρα-Δημόπλαινα παρουσίασε χάσικο ψωμί1 από αμερικάνικο αλεύρι. Κι ακόμα είχε στο τραπέζι μας και ωραίες κονσέρβες με σαρδελομάνες. Αληθινά, η ζωή μας χαμογέλασε με όλες τις πληγές που συνεχώς άνοιγε η μνήμη. Λίγες μέρες θα μείνουμε εδώ να συνέλθουμε, σε τούτο το θαυμάσιο λημέρι που ο μπαρμπα-Δημόπουλος το είχε φκιάσει αόρατο για τον εχθρό, χάρη στα αυστηρά μέτρα επαγρύπνησης. Επρόσεχαν την παρουσία ιχνών που δυνατόν να τους προδώσουν και τα κατέστρεφαν κάθε πρωί. Εδώ είχα την ψευδαίσθηση πως όλα τα πράγματα θα εξελιχτούν ευνοϊκά. Έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν βρεθεί στην κορυφή της πυραμίδας των δυσκολιών. Τότε χάνει τη δύναμη του υπεύθυνου λόγου και τον έλεγχο της συνείδησης, κι ενδίδει σε κάποια προσωρινή ευδαιμονία.
     Πρέπει να φύγουμε. Οι επιμελητές αναγνωρίζουν αυτό το χρέος, σαν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού. Και με λύπη, κάποιο απόβραδο, αποχωριζόμαστε από τους καλούς συναγωνιστές και το ωραίο τους λημέρι.
     Αργότερα μάθαμε πως τους έσυραν όλους στο Καρπενήσι για τα στρατοδικεία.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. χάσικο: το λευκό ψωμί, είδος σπάνιο τότε, και γι’ αυτό περιζήτητο.


(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009)