Νυχτερινοί αλεξιπτωτιστές
Αποστολόπουλος Βασίλης
Εκτύπωση
Είναι χινοπωριάτικο δειλινό του Οχτώβρη του 1949. Τα φυλλοβόλα δάση στις υπώρειες του Βελουχιού κιτρίνισαν και πολλά απογυμνώθηκαν. Και οι δικές μας δυνάμεις τούτο τον καιρό ορφάνεψαν από χιλιάδες συναγωνιστές. Οι περισσότεροι μετά την πτώση του Γράμμου συμπτύχθηκαν στην Αλβανία. Όμως κυκλοφορούσαν ακόμα στο χώρο μας υπολείμματα ανταρτών, που ξεκόπηκαν από τα τμήματά τους και δεν έχουν καμία πληροφορία. Κάποια ενέργεια που γίνεται να τους συγκεντρώσει και να τους περάσει έξω από τα σύνορα είναι δύσκολη. Έχουν χάσει την αίσθηση του χρόνου, του μήνα, της ημέρας. Και τον υπολογίζουν ανάλογα με την εποχή. Δεν είχαν και καμία ευνοϊκή σύμπτωση, να συνδεθούν με τέτοια τμήματα που έφταναν ώς τα Άγραφα για περισυλλογή.
     Και μονάχα ο αρχηγός δήλωνε από το εξωτερικό με υπεροψία ότι οι δυνάμεις του είναι ισχυρές, βρίσκονται με το όπλο παραπόδας, έτοιμες για καινούρια κατορθώματα. Του διέφευγε το προγονικό ρητό «Ουαί τοις ηττημένοις». Τέλος πάντων. Ψυχή βαθιά, που λέει ο λόγος. Όλα θα τα ξεμπερδέψει η Ιστορία, η πιο κακοπαθημένη επιστήμη στις μέρες μας.
     Δύο σκιές, οι δικές μας, αφού αρκετή ώρα παρατηρούσαν το χωριό από το αντικρυνό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, διαπίστωσαν πως δεν υπάρχει εχθρική κίνηση. Κανένα σπίτι δεν κάπνιζε –στα σοκάκια ερημιά– στην άδεια πλατεία δεν φάνηκε τίποτε, άρα σίγουρα δεν υπάρχει στρατός. Μόνο στην περίπτωση που κάνουν λούφα οι φαντάροι για ν’ αρπάξουν τα δύο αγρίμια. Τότε οι δύο σκιές μπήκαν στο μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό. Πέρασαν το μικρό χείμαρρο με το λιγοστό νερό, ανέβηκαν την όχθη, λοξεύοντας από το δρόμο και προχώρησαν προς τα κορφινά σπίτια του χωριού. Σε λίγο έφτασαν και, πριν μπούνε σε σπίτι, έκαμαν ακόμη μία προσεχτική παρατήρηση για να ησυχάσουν. Καμία κίνηση ή ο παραμικρός θόρυβος. Πήραν την απόφαση να μείνουν. Κι από μία ομάδα σπιτιών που είχε ο πάνω μαχαλάς, προτίμησαν το ακρινό σπίτι που δεν υπήρχαν φράχτες κι ο δασωμένος κεφαλάρης του χωριού έγερνε στη σκεπή του.
     Το σπίτι, παρ’ όλη την τρίχρονη εγκατάλειψή του, βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Το έσωσε η ανηφοριά από τους διερχόμενους αντάρτες και φαντάρους που προτιμούσαν το σπίτι κοντά στην πλατεία και το σχολείο. Άφησαν τα σακίδιά τους στο πεζούλι της αυλής και τις χλαίνες τους που είχαν μεταβληθεί σε κουρέλια. Μπήκαν από την ανοιχτή πόρτα –τα πάντα ήταν ολάνοιχτα– και η πρώτη τους φροντίδα να βρούνε μία σκούπα να καθαρίσουν το δωμάτιο με το τζάκι και να εξοικονομήσουν μερικά ξύλα για φωτιά. Όλα έγιναν στα γρήγορα και σε λίγο άναψε η φωτιά στο τζάκι με ελατοκλώναρα γεμάτα ρετσίνι. Έλαμψε ο χώρος. Τώρα άφησαν και τα όπλα τους σε μιαν άκρη, γιατί ο αντάρτης δεν εγκαταλείπει ποτέ το όπλο του σε τόσο δύσκολες ώρες.
     Η εντύπωσή τους για την εφήμερη κατοικία τους είναι καλή. Μόνο που έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα –ξύλινα ήταν– για να μην τους προδώσει η λάμψη της φωτιάς. Ας είναι καλά ο αναπτήρας του Τσιαξίρη που τον φύλαγε ως κόρην οφθαλμού, καθότι ήταν και φοβερός καπνιστής. Βοήθησε λίγο και ο Μοράβας. Ύστερα έπιασαν κουβέντα για τα παράξενα πράγματα που γίνονταν στα έρημα χωριά που περνούσαν.
     Τον τελευταίο καιρό μάλιστα που συμπτύχθηκαν οι αντάρτες προς το βοριά, έμπαιναν στα χωριά Μάυδες ή και περαστικά τμήματα στρατού που έκλεβαν τα πάντα. Έκλεβαν τα πόμολα από τις πόρτες, έβγαζαν τα τζάμια των παραθύρων, άρπαζαν βαρέλια και νταμιτζάνες, ώς και τα γεωργικά εργαλεία. Ακόμα και παλιές εικόνες από τις εκκλησίες. Πολλοί έβαζαν την υπογραφή τους στα εκκλησιαστικά βιβλία: «Δεκανεύς Αργύρης Αργυρίου του 2ου Λόχου, του 3ου Τάγματος Πεζικού, ημέρα Κυριακή 1949».
     Το χειρότερο όμως που συνέβαινε ήταν που έψαχναν για καταφύγια και εμείς κι αυτοί. Όταν έγινε ο εκπατρισμός στα 1947 των χωριών του Βελουχιού, η διαταγή ήταν σκληρή: «Αύριο το πρωί να είναι έτοιμοι». Έτρεξαν οι αναστατωμένοι χωρικοί με τα φανάρια, όπου είχαν κανένα καταφύγιο από τα χρόνια των Γερμανών να ταχτοποιήσουν το έχειν τους, το βιος τους. Τώρα, τούτοι εδώ απαιτούν αύριο το πρωί ν’ αποχαιρετήσουν τ’ αγαπημένο τους χωριό και να ταξιδέψουν με τα πράγματα και τα ζώα τους ώς την κοντινή δημοσιά. Μερικοί τα έκρυβαν σε κουφάλες γέρικων δένδρων ή και σε βραχοσπηλιές. Και τα πούλησαν τα ζωντανά τους στη Λαμία για μια μπουκιά ψωμί. Πολλοί όχι μόνο δεν πληρώθηκαν, μα έφαγαν και ξύλο, γιατί τα ζώα τους δεν ήταν δικά τους, μα των «συμμοριτών».
 
 
Ο δάσκαλος, ο Τσιαξίρης και ο Μοράβας πυρώνονταν γύρω στη φωτιά. Οι αντάρτες δεν έπρεπε να έχουν μνήμη για να σκέφτονται τους δικούς τους. Πού κοιμούνται, τι τρώγουν, πού βασανίζονται μανάδες κι αδελφές. Δεν κάνει να έχουν τέτοιες μνήμες, γιατί θα μαλακώσει η αντοχή και η σκληρότητα που τους χρειάζεται. Η λαμπρή φωτιά τούς έδωσε λίγη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση. Θ’ αγωνιστούν όπως τόσοι και τόσοι και θα περάσουν τα σύνορα. Εφοδιάστηκαν και μ’ ένα μύλο του καφέ για ν’ αλέθουν σπυρί σιτάρι ή καλαμπόκι, όπου θα βρουν. Το δείπνο τους ήταν μερικά ξηρά καρύδια και κάστανα που μάζεψαν απ’ τα περιβόλια. Έκοψαν και μερικά σταφύλια από την περγολιά, που ήταν στην αυλή του σπιτιού. Και δεν έλειψε και το γλυκό. Σ’ ένα μικρό καζάνι που ανακάλυψαν στο σπίτι, έκοψαν σταφύλια, τα έστυψαν και το γλυκό ζουμί τους το έβρασαν κι έγινε ωραίο πετιμέζι. Αφού έφαγαν αρκετό, το υπόλοιπο το έβαλαν σε βαζάκια που βρέθηκαν στην ντουλάπα. Ύστερα προγραμμάτισαν τη δράση τους για την αυριανή ημέρα.
     Ο δάσκαλος είχε τη γνώμη πως αύριο έπρεπε να μαζέψουν και ν’ αποθηκεύσουν μερικά κάστανα στ’ άδεια μελισσοκόφινα που βρήκαν στην αποθήκη. Ακόμα αποφάσισαν να σκάψουν μερικούς λάκκους και ν’ αποκρύψουν ποσότητα από κάστανα που ήταν στρωμένα τα περιβόλια με τις θεόρατες καστανιές. Μεγάλα, ωραία κάστανα. Ύστερα συμφώνησαν ν’ αλλάξουν λημέρι, γιατί το μόνιμο θ’ αφήσει ίχνη, ντορό, αποφάγια, περιττώματα, αποτσίγαρα. Είχαμε εξελιχθεί σε σχολαστικούς ομφαλοσκόπους. Αλίμονο αν συναντούσαμε στο δρόμο ένα μικρό ασήμαντο κόπρανο ανθρώπινο. Έπρεπε να γίνει εξονυχιστική συζήτηση, για να παρθεί και απόφαση για φυγή.
     Αυτά συζητούσαν δίπλα στη λαμπρή φωτιά, τρώγοντας καρύδια με πετιμέζι. Ωραία θα ήταν να κάπνιζαν και κανένα τσιγάρο. Πώς όμως; Τότε σηκώθηκε ο Τσιαξίρης, έφερε μια γύρα στο δωμάτιο και στην κουζίνα. Στην πιατοθήκη βρήκε μια κιτρινισμένη εφημερίδα– μάζεψε και λίγα ξηρά κληματόφυλλα κι έτρεξε χαρούμενος στο σύντροφό του μουρμουρίζοντας:
     –Μοράβα, βρήκα ωραία πράγματα– κοίταξε! Κι έδειξε με έπαρση την παλιοεφημερίδα, σαν να ήταν κάποιο πολύτιμο λάφυρο. Έστριψαν τσιγάρο και κάπνισαν με την ψυχή τους. Ο πολύς κόσμος δε γνωρίζει την αξία του τσιγάρου για το μαχητή, και περισσότερο για τον αντάρτη.
     Θυμάμαι μερικές γραμμές από το ρούσσικο βιβλίο Στη δημοσιά του Βουλοκολάμσκ.1 Μέχρι αυτό το σημείο έφτασαν οι Γερμανοί, 20 χιλιόμετρα από την Μόσχα. Ο μέραρχος Παμφίλωφ κάνει μια επιθεώρηση στην πρώτη γραμμή. Και το πρώτο που ρώτησε το στρατιώτη που κάθονταν στο αμπρί του ήταν αν έχει καπνό. Είναι φοβερή η έλλειψή του στο μαχητή της πρώτης γραμμής.
     Με το ξημέρωμα έτρεξαν να εφαρμόσουν την απόφαση που πήραν και ταχτοποίησαν κάποια ποσότητα από κάστανο, όπως το σκέφτηκαν. Όμως τους υποδέχτηκε ένας σκυθρωπός ορίζοντας. Το Βελούχι είχε χαθεί σε πυκνή ομίχλη. Η κρύα αναπνοή του δάσους τους θύμισε πως δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαίθρια ζωή. Πρέπει ν’ απομακρυνθούν από το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούν, να βρούνε στέγη, κανένα τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού να ενωθούν και να τραβήξουν στον προορισμό τους. Ύστερα, πρωί-πρωί ακούστηκαν και μερικές ντουφεκιές στο κοντινό χωριό. Μπορεί να είναι Μάυδες χωρικοί που έρχονται να μαζέψουν κάστανα ή και μπορεί να είναι στρατιωτικό τμήμα. Υπάρχει κίνδυνος.
     Πρέπει να βρούνε στέγη απρόσιτη από ανεπιθύμητες επισκέψεις. Μα πού μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, αυτό το τζάκι, αυτή η φωτιά που χάρηκαν στο αδειανό σπίτι; Αλλά και το μαγικό καλύβι αν βρίσκονταν, πώς θα την έβγαζαν χωρίς ψωμί; Δύσκολα πράγματα. Τώρα μάνα θα γίνει για μας μια ξένη πατρίδα, μια άγνωστη χώρα, που για να τη φτάσουμε θα υποφέρουμε… Για την ξένη πατρίδα, λοιπόν. Κατά το δειλινό, φορτωμένοι τη φτωχή επιμελητεία τους, καρύδια βρασμένα, κάστανα και πετιμέζι, ξεκίνησαν για το νέο τους λημέρι. Δεν ήταν η ώρα για να πάνε σε κάποιο γειτονικό χωριό, χωρίς σίγουρες πληροφορίες. Όχι! Απόψε θα μείνουν στο ξενοδοχείο των αστέρων, μια που ο καιρός ήταν στεγνός. Ξαναπέρασαν από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής κι έριξαν μια ματιά στα καντήλια, μήπως υπήρχε καμιά σταγόνα λάδι, να το πάρουν για φάρμακο. Τίποτα όμως. Γύρισαν απογοητευμένοι.
     Άρχισαν ν’ ανηφορίζουν σ’ ένα αρχαίο μονοπάτι πνιγμένο από τα χαμόκλαρα. Σταμάτησαν για λίγο στη θέση Ράμμου Κοτρώνι που δέσποζε στο χωριό. Λες και στέκονταν από πάνω του, που αν πέταγες ένα λιθάρι θα χτυπούσε την πλατεία. Κάθισαν να ξεκουραστούν. Ατενίζοντας με προσοχή το χωριό, φάνηκαν δύο-τρεις άνθρωποι οπλισμένοι, που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Τότε αποφάσισαν να τους πυροβολήσουν. Χωρίς να χάσουν καιρό, έβαλαν τη σφαίρα στη θαλάμη, έβαλαν κλεισιοσκόπιο 500 μ. –τόση ήταν η ευθεία απόσταση– και τουφέκισαν εκεί γύρω στην πλατεία. Τότε είδαν τους Μάυδες που έφευγαν σαν ζαλισμένοι και πήραν τον κατήφορο, εγκαταλείποντας το χωριό. Γέλασαν ευχαριστημένοι και συνέχισαν την πορεία.
     Το σκέφτηκαν και το χάρηκαν, το πόση δύναμη έχει το όπλο τους κι ένοιωσαν μια κρυφή αγάπη για τα σιδερικά τους, που μπορεί μ’ αυτά να κερδίσουν και τη σωτηρία τους κάποια δύσκολη ώρα. Όταν έφτασαν στη θέση Τραγούσι, πλησίαζε το σούρουπο. Το σκηνικό ενός σιωπηλού ελατιά τριγύρω τους έδινε αίσθημα ασφάλειας. Εκεί συνάντησαν ένα σκέλεθρο παλιάς καλύβας, όπου ο ιδιοκτήτης του χωραφιού κοιμόνταν αυτού στο τέλος του καλοκαιριού, για να προστατέψει το καλαμπόκι του από τους ασβούς και τις αλεπούδες.
     Άφησαν τα πράγματά τους, έτρεξαν γύρω, βρήκαν ελατοκλώναρα και στέριωσαν τη σκεπή της. Ψάχνοντας, όσο φώτιζε η μέρα, μάζεψαν ελατίσιες φλούδες και τη σκέπασαν, και φτέρες ξηρές που τις έστρωσαν κάτω για στρώμα. Βρήκαν και δύο μικρές αποκορές και τις έβαλαν προσκέφαλο. Μετά κρέμασαν τα σακίδιά τους και ξαπλώθηκαν στα γιατάκια τους αναπαυτικά χωρίς παράπονο. Δεν πεινούσαν. Είχε βουρκώσει η ψυχή τους και συγκρατιόνταν από αντάρτικη αξιοπρέπεια να διαμαρτυρηθούν.
     Φτάνει πότε πότε μια στιγμή που πνίγεται η φωνή τους. Φουσκώνει το στήθος τους, ήθελαν να βγάλουν ένα αναστεναγμό – μα όχι. Και δεν χρειάζονταν ν’ ανταλλάξουν σκέψεις, ώσπου να καταλαγιάσει η ψυχική τρικυμία. Σκεπασμένοι με τις βασανισμένες χλαίνες τους, αρχίζουν τον εσωτερικό μονόλογο. Ξεπετιόνταν από τις βαθιές φωλιές της ψυχής τους τα θέματα της ζωής και του χρέους. Έμπαιναν σε ενέργεια, χωρίς δύναμη απόκρισης, βασικές πνευματικές και ψυχικές λειτουργίες τους, που βρίσκονταν σε σχετική άδεια. Και ξαναεπέστρεφαν σαν μαύρα πουλιά, χωρίς ένα δελτίο πληροφοριών στο ράμφος τους.
     Κακό τους όνειρο είναι τούτη η πραγματικότητα, έψαχναν να βρούνε τον αρμόδιο ν’ απολογηθούν. Ήθελαν να τον βεβαιώσουν ότι έπρεπε να είναι νεκροί. Και τί έφταιγαν που είναι ακόμη ζωντανοί; Αλλά δεν ξέρει κανένας τι τους περιμένει στο αύριο. Κάποιοι συνειρμοί ξέκοβαν από μακριά να τους συμβουλέψουν ότι δεν πρέπει να ερευνούμε τόσο κεφαλαιώδεις αιτίες. Γι’ αυτές μόνο η καθοδήγηση γνωρίζει! Με μια υποψία χλαίνης για σκέπασμα πάνε κι έρχονται σκέψεις και σκέψεις που δεν τολμούν να τις εκμυστηρευθούν ούτε στον άφωνο έλατο που τους προστατεύει. Δεν ήταν η αποψινή μα και η κάθε νύχτα που λογοδοτούσαν σε κάποιο αόρατο δικαστή. Είχαν όμως και τα ωραία τους: παρατάξεις, νίκες, δόξες, χρυσά μετάλλια στα στήθη. Ανταμώματα με τόσους συντρόφους που τα κόκαλά τους ασπρίζουν άθαφτα στα δάση. Κι έρχονταν η μουσική της νύχτας ντυμένη τον απόηχο από τα ουρλιαχτά του λύκου και του τσακαλιού, μαζί με τους πένθιμους ψαλμούς της κουκουβάγιας και του νυχτοκόρακα. Ήταν ο ύπνος τους στο μεταίχμιο μιας διαδικασίας ύπνου και ξύπνου.
     Κατά το χάραμα ξύπνησαν. Άρχισαν κάποιες ασκήσεις για να συνέλθουν από το νυχτερινό κρύο και να χαρούν τον ήλιο, που σε λίγο θα τους ζεστάνει και θα τους στεγνώσει από τη νυχτερινή υγρασία. Ύστερα κατέβασαν τα σακίδια με τα βρασμένα κάστανα, να βάλουν κάτι στο στόμα τους να ψυχοπιάσουν. Αυτό θα ήταν το πρωινό τους ρόφημα. Κι έμειναν αποσβολωμένοι και οι τρεις κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με ανησυχία. Τα σακούλια ήταν άδεια. Κάποιος να τους τα πήρε; Αλλά ποιος; Ήταν δυνατόν να περάσει κάποιος αντάρτης σε τούτο τον απόδιαβο τόπο, χωρίς να τον αντιληφθούνε; Και δεν έπαιρνε και το σακούλι;
     Μα το μυστήριο λύθηκε αμέσως.
     Την ίδια στιγμή που αναζητούσαν εξηγήσεις, δυο-τρεις σκίουροι κατέβαιναν απ’ τον έλατο, ο καθένας με κατεύθυνση το δικό του σακούλι. Η φουντωτή ουρά τους όλο καμάρι για τη νίκη τους κουνιόταν περήφανα. Με τα πανέξυπνα μάτια τους, μόλις μας αντιλήφθηκαν, με το τελευταίο κάστανο στο στόμα τους, έφυγαν τρέχοντας χωρίς να μας πούνε ένα χαίρε! Γελάσαμε για το νούμερο αυτό, κι ας μας αφαίρεσε το πρωινό μας. Αυτοί λοιπόν ήταν οι νυχτερινοί αλεξιπτωτιστές, πράκτορες του Γενικού Επιτελείου Στρατού, για την εξόντωση των υπολειμμάτων του Δημοκρατικού Στρατού. Τους συγχωρήσαμε για λόγους αλληλεγγύης. Γι’ αύριο, έχει ο θεός! «Η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής».2
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Η δημοσιά του Βολοκολάμσκ, έργο του Αλεξάντερ Μπεκ, κυκλοφορεί, μεταφρασμένο στα ελληνικά, το 1947. Βλ. Άννα Ματθαίου-Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των ελλήνων κομμουνιστών. Από το βουνό στην υπερορία 1947-1968, Βιβλιόραμα-ΑΣΚΙ, Αθήνα 2003, σ. 25, 148. Το βιβλίο επανεκδίδεται στα ελληνικά το 1965 και το 1979.
 
1. Κατά Ματθαίον, 6, 34.


(από το βιβλίο: Βασίλης Αποστολόπουλος, Επί ξυρού ακμής: Ένας «κομμένος» αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες – περίοδος Β/, 1, Βιβλιόραμα, 2009)