[Η συνάντηση με τη ραδιοφωνία και τη δισκογραφία]
Σαμίου Δόμνα
Εκτύπωση
Τα χρόνια περνούν και το ’54 μπαίνω στο τότε ΕΙΡ, υπάλληλος στο τμήμα Εθνικής Μουσικής, όπου προϊστάμενος ήταν ο Καράς, ο δάσκαλός μου, που με τη βοήθειά του βεβαίως μπήκα και άρχισα να εργάζομαι κάνοντας προγράμματα από δίσκους ή από μαγνητοταινίες. Η υπηρεσία μου στο ραδιόφωνο ήταν μια άλλη εμπειρία γιατί έρχομαι σιγά σιγά σε επαφή με τα διάφορα τοπικά μουσικά λαϊκά συγκροτήματα. Τότε γνωρίζω τον Χρόνη τον Αηδονίδη, που είχε έρθει από τη Θράκη, τον Κώστα τον Μουντάκη, τον Αντώνη τον Περιστέρη, τον Τάσο τον Χαλκιά, την Κονιτοπούλου την Ειρήνη, που ήταν κοριτσάκι ανύπαντρο. Είχε έρθει τότε από τη Νάξο με τον πατέρα της που έπαιζε βιολί και που το παρατσούκλι του ήτανε «Μωρό» και τον Γιώργο τον αδερφό της. Τότε δηλαδή είχαν αρχίσει να έρχονται οι εσωτερικοί μετανάστες από την επαρχία, και οι καλύτεροι κατά κάποιο τρόπο μουσικοί μας από την Ήπειρο, από την Κρήτη, από τη Θράκη, απ’ τη Μακεδονία, από την Πελοπόννησο, από τη Ρούμελη, από τα νησιά, ερχόντουσαν πια σιγά σιγά στην Αθήνα μέσα. Μας φέρνανε τα τραγούδια τους, τους στίχους των τραγουδιών και κάθε βδομάδα εναλλάξ έδιναν εκπομπή, από όλες τις περιοχές. Έρχομαι λοιπόν σε επαφή με τους μουσικούς και με τη μουσική τής κάθε περιοχής μας.
            Στο ραδιόφωνο είχα επίσης και μια άλλη δουλειά. Υπήρχε μια επιτροπή με πρόεδρο τον Καρά όπου ελέγχαμε τους δίσκους που μας έστελνε η κάθε εταιρεία. Είχαν αρχίσει τότε να βγαίνουν τα μικρά τα δισκάκια, τα 45άρια, κι αν μας έστελναν, ας πούμε, δέκα δισκάκια, ζήτημα αν εγκρίναμε από το ένα δισκάκι τη μία όψη, γιατί τα άλλα ήταν όλα ψευτοτράγουδα, τα δήθεν σύγχρονα δημοτικά τραγούδια. Έπρεπε δηλαδή να είναι η ορχήστρα η σωστή, ο σκοπός ο σωστός, τα λόγια τα σωστά, η εκτέλεση του τραγουδιστή να είναι σωστή. Εγώ κρατούσα τα πρακτικά της επιτροπής. Έβλεπα λοιπόν την κακοποίηση που γινόταν εις βάρος του δημοτικού τραγουδιού, αγανακτούσα και αποφάσισα κάποτε να συνεργαστώ με τον κύριο Πατσιφά που είχε την Fidelity-Philips. Τα γραφεία ήτανε στο Μετοχικό Ταμείο, όπου άρχιζε να ανεβαίνει η Νάνα Μούσχουρη κι ο Χατζηδάκις βεβαίως. Συνεργάστηκα με τον κύριο Πατσιφά, εύρισκα συγκροτήματα γνήσια και κάναμε δίσκους, έκανα επιμέλεια στους δίσκους. Επίσης στο ραδιόφωνο εκτός από τα προγράμματα που έκανα, έκανα μουσική επιμέλεια σε διάφορες λαογραφικού περιεχομένου εκπομπές ή σε θεατρικές εκπομπές ή και, για να συμπληρώσω τον μισθό που έπαιρνα που ήταν πολύ λίγος, με καλούσαν κι έβαζα μουσική σε ταινίες φουστανέλας.
            Παρόλο που εργάζομαι στο ΕΙΡ, εξακολουθώ να είμαι από το ’41 μέχρι και το ’61 στο Σύλλογο του Σίμωνα Καρά και να ανήκω στη χορωδία του. Από το ’61 και μετά σταμάτησα να πηγαίνω. Έβλεπα ότι γίνεται αυτή η παραποίηση σε βάρος του δημοτικού τραγουδιού και ενώ η πρώτη μου αντίδραση ήταν να βοηθήσω και να γίνουν δίσκοι με γνήσια δημοτικά τραγούδια, παράλληλα αποφασίζω να αγοράσω με τρομερή οικονομία το πρώτο μου μαγνητόφωνο Uher, και αρχίζω πια, γύρω στο ’62-’63, τα καλοκαίρια που έπαιρνα την άδειά μου από την υπηρεσία μου να πηγαίνω στην επαρχία και να μαζεύω μουσικό υλικό. Έτσι έχω πάει στην Κρήτη, στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στην Πελοπόννησο και εξακολουθώ να μαζεύω υλικό.
            Ήθελα να αποκτήσω δική μου προσωπική συλλογή, να έρθω σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους της υπαίθρου που είναι και η κυριότερη πηγή για έρευνα και συλλογή, να ακούσω απ’ ευθείας από το στόμα τους τα δημοτικά τραγούδια, να τα ηχογραφήσω για να έχω το σωστό ύφος και το σωστό τρόπο εκτέλεσης. Αυτή η προσπάθεια στην αρχή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έπρεπε να κάνω οικονομίες, να αγοράσω μαγνητόφωνο, μαγνητοταινίες, να πληρώσω τα έξοδα της μετακίνησης, διατροφής και διαμονής μου στα ταξίδια και ακόμα να ψάξω να βρω τους κατάλληλους ανθρώπους που να ξέρουν τα γνήσια δημοτικά τραγούδια και το δυσκολότερο να τους καταφέρω να τα τραγουδήσουν. Αυτούς τους ανθρώπους τους εύρισκα και εξακολουθώ να τους βρίσκω κάθε φορά που πηγαίνω για ηχογράφηση, ρωτώντας στα καφενεία, στις γειτονιές ή στην κοινότητα, γιατί όπως είναι φυσικό οι άνθρωποι που ξέρουν να τραγουδούν ή να παίζουν κάποιο όργανο, οι μερακλήδες δηλαδή, είναι γνωστοί στην περιοχή τους.
            Εγώ ακολούθησα ακριβώς το δρόμο του Καρά. Έμεινα κοντά του από δεκατριών χρονών και ό,τι έμαθα τα οφείλω στον Καρά, θα το λέω μέχρι να πεθάνω. Αλλά κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω και κάτι μόνη μου. Κι αυτό πάντα μ’ έπνιγε, «τι θα πει ο Καράς και πώς θα το πάρει», γιατί ήξερα τις αντιδράσεις του από προηγούμενες περιπτώσεις. Δυσκολεύτηκα ομολογώ πάρα πολύ μέσα μου, πάλεψα για να μπορέσω να κάνω κάτι, να ξεφύγω, ας πούμε, και θυμάμαι με πόσο δισταγμό, με πόση δειλία, με πόσο φόβο, μπορώ να πω, τόλμησα να του πω ότι θα κάνω κάποια δισκάκια. Τελικά όταν άρχισα να κάνω κάτι εγώ, σιγά σιγά με απομάκρυνε. Και λυπήθηκα πολύ γιατί θα τον βοηθούσα πολύ τον Καρά και θα με βοηθούσε και κείνος.
 


(από τον διαδικτυακό τόπο: www.domnasamiou.gr)