|
Ντεληκηρυκαίικες ιστορίες. Ζωή μαζύ με τον παππού
| Πολέμης Αντώνης |
|
Φαίνεται, πως όλο και κοντοζυγώνω, με αργές κουπιές, το… μόνιμο «ρεμέντζο» μου κι όπου να ’ναι, σε λίγο, θα ρίξω στο γιαλό το «σίδερο», θα ζυγώσω το μώλο και θα δέσω τη ξεφτισμένη «μπαρούμα» του γέρικου πλεούμενού μου, για στερνή φορά στο σκουριασμένο χαλκά… (Πολύ στο θλιμμένο «μελό» μου βγήκε ο πρόλογος!)
Αλλοιώς, δεν εξηγείται το ότι συχνά-πυκνά, στον λιγόωρο κι ανήσυχο ύπνο μου, μου ’ρχονται και στήνονται στα όνειρά μου, πότε ολοζώντανοι, άλλοτε μέσ’ από μια μισοδιάφανη αχλή, φιγούρες και πρόσωπα, από παππούδες, γιαγιάδες, γονείς, θείους, συγγενείς, δικοί μου άνθρωποι, όλοι συχωρεμένοι, μισοξεχασμένοι ή κι άγνωστοι, για τους τωρινούς, ζώντες του σογιού μου. Κι όλο και κουνιούνται και ταράζουν γύρω μου, σαν να μη φύγανε ποτέ και ζούμε –κι εγώ μαζύ τους– αλλοτινά συμβάντα και γεγονότα, μου διηγούνται και μου θυμίζουν παλιές ιστορίες κι αφηγήσεις, που στα σίγουρα τις ξανάκουσα και τις χάρηκα στα πολύ περασμένα παιδικά μου χρόνια. Έτσι, ξεφυλλίζοντας, για πολλοστή φορά, πάντα με ενδιαφέρον, τα έξη φύλλα του Γενεαλογικού Δένδρου των «Πολέμηδων των Στενιών», σκέφτηκα, για να μην ψάχνω για το «τι να γράψω» (που όλο και με δυσκολεύει τελευταία), να σας διηγηθώ, αραδιάζοντας στις στήλες του Εξάντα, αναμνήσεις μου, από ιστορίες και… κατορθώματα της «Ντεληκηρυκαίικης» φαμίλιας μου! Ελπίζω ότι όλο και κάποιο γούστο κι ενδιαφέρον θα τους βρείτε, διαβάζοντάς τες. Το Δένδρο το συγκρότησε, μετά από κοπιαστική και χρονοβόρα ερευνητική ενασχόληση, μέσ’ από αρχεία, έγγραφα, παλιές πηγές, πληροφορίες ζώντων Πολέμηδων, και το ’στησε ολόρθο, τεράστιο και με αμέτρητα κλαριά και ρίζες –πολύτιμο, ζωντανό και χυμώδες κλωνί του κι αυτός– ο φίλος Δημήτρης Πολέμης, ιδρυτής και διευθυντής της Καϊρείου Βιβλιοθήκης. Εύσημα κι υμνητικοί χαρακτηρισμοί ας μένουν. Δεν ταιριάζουν στο ήθος και τη σεμνότητά του. Άλλωστε το έργο του –γνωστό και ευρέως αναγνωρισμένο– μιλάει από μόνο του.
Ο προπάππους μου, λοιπόν, Δημήτρης Πολέμης, ο πρώτος «Ντεληκηρύκης», γεννήθηκε κι έζησε στα Πατούρια, όλη του τη ζωή. Απ’ τους τρεις γυιούς του, ο μικρότερος, ο Γιώργης, έμεινε στο χωριό. Ο μεσαίος, ο Λεωνίδας, κατέβηκε, παντρεύτηκε κι έζησε στη Χώρα, αφίνοντας πολυάριθμα βλαστάρια και μπόλικους απογόνους, μέχρι και… 4ης γενιάς! Κι ο πρώτος, ο Αντώνης, ο πάππους μου –που θα ’χει και τον κύριο, πρωταγωνιστικό ρόλο στα «δρώμενα»– κατέβηκε κι έζησε στις Στενιές, παίρνοντας γυναίκα του τη Θεανώ Παλαιοκρασσά του Ηλία κόρη, από άλλο ατέλειωτο, χιλιόκλαδο κι απλωμένο στα πέρατα της οικουμένης σόι!
Απ’ τα έξη παιδιά του πάππου μου, τα δυο, μια κόρη, η Μαρία, κι ένας γυιός του, ο Βαγγέλης, πεθάνανε μες στα νιάτα τους, καημός αβάσταχτος και σαράκι, μέχρι που πέθανε, πολύ γριά, για τη γιαγιά μου. Ο πάππους μου το φιλοσόφησε! –«Τέσσερα, απ’ τα έξη, μ’ άφισε ο Θεός, γερά να ’ν’ αυτά».– Τα υπόλοιπα, γυιοί, εκτός απ’ τον πατέρα μου, τον Ηλία, που πέθανε, εξηντάρης, σε μια κλινική στην Αμερική (τον ξεμπαρκάρανε, άρρωστο με το «κακό», απ’ το βαπόρι που ήτανε γραμματικός, όπου και θάφτηκε μόνος κι ασυντρόφευτος), οι άλλοι τρεις –καπεταναίοι όλοι– Δημήτρης, Λεωνίδας και Νικολός, φύγανε, πριν χρόνια, πλήρεις ημερών, στα ενενήντα τους ή και περασμένα οι δυο! – συχωρεμένοι να ’ναι όπου αναπαύονται…
Ο πάππους μου, ο καπτάν-Αντώνης ο «Ντεληκηρύκης», όνομα και πράμα, μια και το «παρατσούκλι» του σημαίνει… «λωλοπετεινός»! (με την πιο ανεκτή και την λίγο προς το… «τρα-λα-λά» ερμηνεία του…), απ’ τους τέσσερις γυιούς του απέκτησε εννιά εγγονές, κι ανάμεσά τους εμένανε, τον «κανακάρη» με τ’ όνομά του Αντώνης, μοναχοέγγονο! Η προνομιούχα μοναδικότητά μου είχε συνέπεια την ανεπιφύλαχτη αγάπη και την ολοφάνερη αδυναμία του πάππου μου προς εμένα κι ένα δέσιμο, μια ζωή από πολύ κοντά, μια σχέση σπάνια κι ασυνήθιστη –για τα τότε ήθη– ανάμεσα σε πάππου κι εγγονό.
Στα λίγα χρόνια, που, σαν παιδί, από 6-8 χρονώ, μέχρι τα 15 μου (όταν πέθανε τόσο ήμουνα), τα βίωσα πολύ πλάι του και, μοιραία, έζησα στα γεμάτα πολλά απ’ τα περιγραφόμενα περιστατικά ή κι άλλα, ατέλειωτα κι ανεξάντλητα –μπορεί και φανταστικά ή μεγαλοποιημένα– βγαλμένα, όμως, από την όλο περιπέτεια και ποικίλη δράση ζωή του, σε θάλασσες και στεριές, μου τα διηγόντανε με τον ζουμερό κι άφθαστο λόγο και τρόπο του, που χαρισματικά διέθετε. Γι’ αυτό και χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Αν και κατηφόριζε συχνά κατά τη Χώρα, σβέλτος και κοτσονάτος –και πάντα με τα πόδια! –, απαιτούσε αδιαπραγμάτευτα να μας ανεβάζει η μητέρα μου στις Στενιές, τακτικά, κάνα-δυο φορές το μήνα, εμένα ιδιαίτερα. (Τα καλοκαίρια παραθέριζα κοντά του για κάμποσο). Κι όταν ανηφορίζαμε για το χωριό, ειδοποιημένος έγκαιρα, με μήνυμα, για μέρα και ώρα, ξανοίγοντας με ανυπομονησία, με το βαπορίσο «κανοκιάλι» του, πέρα προς το πρόβγαλμα στις «Τρύπες», με το που ξεμυτίζαμε, εμείς οι «Καστριανοί», έσπευδε να κάνει «έπαρση» μιας πελώριας σημαίας στο «σαντάρδο» της ξώπορτας (ιστός βαπορίσιος κι αυτός) που περήφανα ορθωνόντανε στα ύψη. Κι όλο το χωριό, τότε, κάτεχε ότι ο μονάκριβος εγγονός του καπτάν-Αντώνη του «Ντεληκηρύκη» (και προέδρου των για χρόνια) κάνει την τακτική κι αναμενόμενη επίσκεψή του στους παππούδες του.
Κι άμα φτάναμε πια, κουρασμένοι (με τα πόδια πάντα μια ώρα δρόμος!), ψηλά στον πάνω μαχαλά του χωριού, ανεβαίναμε τρέχοντας τα σκαλάκια, περνούσαμε την καγκελόπορτα, που πάνω λικνιζόντανε η –προς τιμή μου– υψωμένη τεράστια «μπαντιέρα», μας προσμένανε τα εγκάρδια και ζεστά καλωσορίσματα, αγκαλιές, φιλιά, κανάκια, της «νενές» κυρίως (έτσι μάθαμε να τη λέμε, ίσως το ’φερε απ’ την «Πόλη», που ’κανε για λίγα χρόνια). Ο πάππους δεν τα συνήθιζε, ούτε του πηγαίνανε τέτοια γυναικεία «σαλιαρίσματα»! Μόνο κάνα βιαστικό χάδεμα στα παιδικά κεφάλια μας, με το ροζιασμένο του χέρι. Στα μάτια του μονάχα, τα καταγάλανα, τα λαμπερά και πανέξυπνα, καθρεφτιζόντανε όλη η ευφροσύνη κι η αναγάλλια, η περφάνεια κι η κρυφή χαρά για το φτάσιμό μου (μας;;;).
Κι αφού νετέρναμε με τα κεράσματα, με τα «νέα» απ’ τη Χώρα, μια βιαστική ματιά και βόλτα, εμείς τα παιδιά, στις αυλές, με τον πελώριο φίκο, τις αυτοσχέδιες –του πάππου!– πεζούλες, κτιστούς καναπέδες, μπάγκους, παρτέρια με λουλούδια και μυριστικά, ερχόντανε –επί τέλους!– η ώρα και μου ’γνεφ’ ο πάππους και τραβούσαμε ίσα για τη μισοσκότεινη κάτω σάλα, στη γωνιά της, που ’χε κρεμασμένα, σε περίβλεπτη θέση, δυο υπέροχα, περίτεχνα πλουμισμένα κι ασηματοκαπνισμένα «γιαταγάνια» με γιούσουρι λαβή και στίχους του Ρήγα, πάνω στην κάμα κτυπημένους, δύο πιστόλες, ένα «γκρα», μια παλάσκα. Θα μου τα κατέβαζε με προσοχή κι ευλάβεια, να τα χαϊδέψω, να τα κρατήσω στα χέρια μου με δέος, να τα καμαρώσω για λίγο, φουσκώνοντας από τη χαρά μου. Κι ύστερα να ξανακρεμαστούν στη μόνιμη θέση τους. Κι ήταν –τα γιαταγάνια τουλάχιστον– δώρα Κρητικών οπλαρχηγών, στην επανάσταση του 1896-97, όταν, με ένα καΐκι του μικρό και με μόνο πλήρωμα τους δυο μεγάλους γυιούς του, Δημήτρη και Λεωνίδα, 16 και 14 χρόνων, προσφέρθηκε και μετέφερε, απ’ τη Σύρα, όπλα και πολεμοφόδια, που φόρτωσε το Κομιτάτο, για τους επαναστάτες της Κρήτης, έσπασε το «μπλόκο», γλίστρησε ανάμεσα στα πολεμικά των «4 στόλων», έπιασε σ’ ένα μικρό, κρυφό κόρφο νύχτα και τα παράδωσε όμορφα και κανονικά! Και γυρίσανε σώοι κι αβλαβείς, καπετάνιος, τσούρμο και καΐκι στη Σύρα, όπου τους περιμένανε μ’ αγωνία, να τους σφίξουν ζεστά το χέρι, μ’ ένα μεγάλο, ολόψυχο «ευχαριστώ». Τα όπλα αυτά, τα ανεκτίμητης αξίας κειμήλια, παραδοθήκανε άδοξα στην Κατοχή στους Ιταλούς…
Όταν ο πάππους κατέβαινε στη Χώρα κι αφού κατηφόριζε, να μας δει για λίγο, ανταλλάσσοντας ατέλειωτες, εγκάρδιες, φιλικές χαιρετούρες και χειραψίες στο δρόμο, θα περνούσε μια βόλτα απ’ το τυπογραφείο του άλλου πάππου μου, του Λουρέντζου, για ένα «γεια», δυο τρεις κουβέντες στα πεταχτά – «το βράδυ στο σπίτι των παιδιών μας τα λέμε…». Τέτοιους αγαπημένους και ταιριαστούς σ’ όλα συμπεθέρους (και στα «πολιτικά»! φανατικοί «Βενιζελικοί» κι οι δυο) δεν συναπαντούσες εύκολα. Κι αφού τέλειωνε μ’ αυτά τα τυπικά, πες, θα τραβούσε γραμμή για το περιώνυμο και πρωτοκλασάτο καφενείο – Λέσχη του Θόδωρου του Ραμούνδου (Ιονική στις μέρες μας). Εκεί θα τον περιμένανε με έκδηλη ανυπομονησία, για την καθιερωμένη «πρέφα», κόσμος επώνυμοι, «πρεφαδόροι» και «γαλαρία», μεγαλονοικοκυραίοι, καπετάνιοι συνάδελφοι και γνωστοί του απ’ τα βαπόρια και μπάρκα. Μα αυτή δεν ήταν πρέφα! Στηνόντανε το «τρίο», μοιράζανε χαρτιά, παίζανε «δήθεν», ενώ ο καπτάν-Αντώνης –ένας απύλωτος χείμαρρος– διηγότανε –εμβόλιμα!– εκείνες τις σπαρταριστές και σκαμπρόζικες ιστορίες του, από ταξείδια, «πόρτα» κι από «μπάρες», γυναίκες των «ντόκων», αλλά και των σαλονιών, αλλοιώτικες και πιο φινάτες, που τις κατακτούσε και τις πλάνευε με την ακαταμάχητη γοητεία του, αλλά και για «κοντραμπάντα», ναυάγια και τις… καλοστημένες «ναυταπάτες» –θα πληθαίνανε και θ’ αυγατίζανε τα βαπόρια της Άνδρου, αν δεν σκαρωνόντανε, πότε-πότε, κι αυτές;–, για περιστατικά και συμβάντα συνταραχτικά, γουστόζικα και κωμικοτραγικά, βγαλμένα μεσ’ απ’ την μεστή από τέτοια ζωή του. Και τα χάχανα κι οι ενθουσιώδεις «ιαχές» των ακροατών ξεχυνόντανε, ίσαμ’ έξω απ’ τις πόρτες του καφενέ! Άντε μετά να κατεβούνε οι «κάσες» στην πλάκα, άμα κάνανε, πότε-πότε, και καμμιά αγορά οι «πρεφαδόροι», έτσι για τα μάτια του κόσμου. Και στο σπίτι ο «ντέντζερης» ανεβοκατέβαινε στο φουρνέλο… Πήγαινε 3 η ώρα (και βάλε), για να καταφέρω να τους τον αποσπάσω, τραβώντας τον απ’ το χέρι και φούρια-φούρια για σπίτι. Μπουκωμένος –εννοείται– από δυο-τρία κεράσματα απ’ την παρέα –λουκούμι, βανίλια, γκαζόζα «ό,τι γουστάρει το παιδί»–, μπας κι αποξεχαστώ και του δώσω παράτα…
Θα ’τανε στα μέσα της δεκαετίας του ’30-’40, του Σωτήρος, 6 Αυγούστου, μέρες που παραθερίζαμε, σπίτι, στο χωριό, όταν ξεκίνησε, κουστουμαρισμένος στην τρίχα, με το σκληρό ψαθάκι και το μπαστουνάκι του, για το μεγάλο πανηγύρι και χορό ολονύχτιο στα Λάμυρα, στη «Χορεύτρα του Μπειρίκου». Παρέα του, όλοι νιοί, γύρω στα τριάντα (αυτός ογδόντα και…) με τις αδελφές, ξαδέλφες, φίλες των, ακόμη πιο νιές, «ντάμες». Κι ανάμεσά τους μπροστάρης ο γερο-«Ζορμπάς» πάππους, με την πρωτοεγγονή, το «καμάρι» του, την πανέμορφη, γλυκύτατη κι αδιαφιλονίκητα πρώτη μες στις πρώτες του χωριού, την αξέχαστη Ευανθούλα, θαλερός, καμαρωτός, όλος «τακτ» «καβαλιέρος» της εικοσάχρονης «ντάμας» του! Και τις δρόσισε στο χορό όλες τους! (έτσι καμάρωνε διηγώντας τα), ακούραστος χορευτής του βαλς, του φοξ, της πόλκας, αλλά και του αντριώτικου μπάλλου, ώσπου να φέξει…
Και μην πεις, πως την αυγή φεύγοντας, είχανε πια «σπατσάρει»! Ξεποδαριασμένοι, απ’ το χορό, σαβουρωμένοι με ψητά, κεφτέδες, φουρτάλιες, κρασιά, πήρανε σιγά-σιγά, ποδαράτο, το δρόμο για τις Στενιές (εκείνου του ’χε προσκολλήσει η «νενέ» ανηψιό της αγωγιάτη, με το μουλάρι του, για το «πήγαιν’-έλα», αλλά και για «πισακλούθι», να τον παρακολουθεί και να της «ρεπορτάρει» τα ξεμωράματά του!, τον οποίον ο πάππους, εγκαίρως κι επιτακτικώς, τον… εξαπέστειλε) περνώντας, όμως, απ’ τον καφενέ του Μπόνη, στ’ Αψηλού, πιάσανε… «σκάλα», για πρωινό καφέ τη συνοδεία του σχετικού «ντόπιου» για τη… χώνεψη και το δρόμο!
Κι αντί να πάρουνε το μονοπάτι δεξιά για Στενιές, όλο το πανηγυριώτικο ασκέρι, με πρόταση του πάππου, για λίγη ξεκούραση, πιο κοντά, στρίψανε για τα Πατούρια, στ’ αδελφού του του Γιώργη, «κι ό,τι ήθελε προκύψει…». Κι ο Γιώργης «αρχοντο-μαγειρο-καμαρότος», στου «Ζαρίφη» στην Πόλη κι έπειτα στα υπερωκεάνια, στο άψε-σβήσε, μέχρι να ζυγώσει το μεσημέρι –τους είχε ξανανοίξει την όρεξη ο δρόμος και κάνα δυο «ρακιά», που ’χανε κατεβάσει, στα όρθια, στην έξω αυλή κάτ’ απ’ την «ανεντράδα»– είχε ετοιμάσει λαχταριστά και σπέσιαλ μεζεδάκια. Ανοίξανε και το παλαιικό γραμμόφωνο με το χωνί, βάλανε και τις χορευτικές πλάκες του, στρωθήκανε ξανά στο μεζέ, στο κρασί, στο χορό, τραγουδήσανε, γλεντήσανε και το σούρουπο, «μπαϊλντισμένοι» και ξέπνοοι, «αριβάρανε» στο χωριό, χαλώντας τον κόσμο…
Η… υποδοχή στον γλεντοκόπο-ξενύχτη πάππου, ποικίλη κι ανισομερής, κλιμακωνόντανε από ενθουσιώδη, γεμάτη θαυμασμό και καμάρι για τον «ασίκη», γλεντζέ κι αγέραστο, ογδοντάρη πάππου, η δικιά μου, ξεθύμαινε σε συγκρατημένη και υποτονική των νυφάδων –οι γυιοί ταξιδεύανε κι έτσι δεν ήταν τόσο αποκαρδιωτική!– και κατέληγε στην απογοητευτική και… πλέρια αποδοκιμαστική της «νενές»! Το τι κατσάδα, κοροϊδίες και κατηγόριες του ’σερνε ήταν άλλο πράμα. Κι εκείνος, υπομονετικός, ολύμπιος, βράχος άτρωτος, υπομειδιώντας κάτ’ απ’ τα μουστάκια του, την άφινε να λέει… να λέει… ώσπου να ξεδώσει… Μυστήριο πράμα. Πώς συνταιριάξανε, πώς συζήσανε κάτ’ απ’ την ίδια σκέπη και στην ίδια κλίνη, για πάνω από 60 χρόνια –τα 30 μόνιμα αχώριστοι κι απίστευτα αγαπημένοι και δεμένοι, παρ’ όλες τις τακτικές και παρόμοιες «ατασθαλίες» κι αποδράσεις του πάππου– δυο τόσο διαφορετικοί κι αντίθετοι σε τρόπο ζωής, σκέψης και συμπεριφοράς άνθρωποι;
Δυο-τρία καλοκαίρια οι παππούδες νοικιάζανε, στο Νειμποριό, δυο κάμαρες πάν’ απ’ τον Όμιλο (το τωρινό «Cavo del Mare»), για να ’ναι –ο πάππους δηλαδή– πιο κοντά στη θάλασσα, αλλά και στις χωραΐτικες παρέες του, που καλοκαιριάτικα πληθαίνανε κι εμπλουτιζόντανε. Τα ζεστά τ’ Αυγούστου βράδυα τα περνούσα κοντά τους και κοιμόμαστε, πλάι-πλάι, εγώ κι ο πάππους (όχι κι η ντελικάτη και «μη μου άπτου» νενέ βέβαια!) σε δυο πτυσσόμενα μουσαμαδένια «ράντζα», που ’στηνε έξω στην αυλή, κάτ’ απ’ τον μυριάστερο ουρανό. Το πρωί με μια βαρκούλα στενού φίλου του καπτάνιου, που του ’χε εκχωρήσει δικαίωμα χρήσης, με υποχρέωση φύλαξης, δεμένη από κάτω, στη Στενιώτικη «σκάλα του Μηνά», πριν φέξει ακόμα καλά, ξανοιγόμαστε, λάμνοντας απαλά κι αβίαστα τα κουπάκια, ώς τα βραχάκια του «Τουρλίτη», ρίχναμε τ’ αγκουράκι έξω να πιάσει κάπου και βουτούσαμε στ’ άπατα, κρούσταλλα, κρύα νερά, με τον ήλιο να σκάει μύτη απ’ τα βουνά της Μικράς Ασίας, τη Χώρα να φλέγεται στη φεγγοβολή των ακτίνων του των πρωινών και ψηλά, πάν’ απ’ την Αγιά Τριάδα, να ξεπροβάλλουνε λιοπερέχυτα κι αυτά, περήφανα και σμιχτά τα κεραμόσκεπα σπίτια των Στενιών. Ο πάππους μου, ο καπτάν-Αντώνης ο «Ντεληκηρύκης» άφησε τη στερνή του πνοή, ένα βράδυ χειμωνιάτικο του Φλεβάρη του ’40, μακριά απ’ τ’ αγαπημένο του «κονάκι», το καπετανόσπιτο του χωριού, στον Πειραιά, στο σπίτι του γυιού του Λεωνίδα, όπου μια αρρώστια τον είχε φέρει πριν έξη μήνες, για εξετάσεις και γιατρούς, 86 χρονώ γεμάτα! Από νωρίς, σε μια «φουφού», που για να μη του χαλάσει το χατίρι, η νύφη του Ζηνοβία, του ’χε ακουμπήσει σε μια «μπαντζέτα», δίπλα στο κρεββάτι του, όλο φόβο, φροντίδα κι επίβλεψη, μαγείρεψε «τζέρια» (σκωτάκια) τηγανητά –μόνος του–, τα ’σβησε σε γλυκούτσικο κρασί –μια απ’ τις πολλές και πεντανόστιμες «καϊκίσες» λιχουδιές που ’ξερε και σκάρωνε – μερακλής κι άφταστος μάγειρας!–, τα ’φαε, τα δροσίστηκε, μαζύ με μια κούπα «μπρούσκο», κάπνισε το στερνό «καπνό» του (τις αυστηρές εντολές του γιατρού για δίαιτες, ελαφρές τροφές και κόψιμο του τσιγάρου, τις έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια!), έγειρε πλάι, αποκοιμήθηκε γαλήνια και γλυκά και δεν ξαναξύπνησε. Έτσι, ευτυχισμένος, χορτάτος, γεμάτος, τον αντάμωσε το χάρο, που σ’ όλη του τη ζωή δεν τον πολυσκεφτότανε ούτε και τον «στιμάριζε» και πολύ-πολύ…
|
|
(από το βιβλίο: Αντώνης Πολέμης, Φωνές της Άνδρου, Εκδόσεις Gutenberg, 2012)
|
|