|
[ 1917-1918. Προξενιά, αρραβώνας ]
| Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη |
|
Μετά την αρρώστεια μου χρειάσθηκα αρκετό καιρό να συνέλθω. Πριν την φωτιά πήγαινα σε μια ξαδέλφη της μαμάς να μάθω μοδιστρική, αφού δεν είχα ελπίδες να σπουδάσω και η μοδιστρική μ’ άρεσε πολύ. Πήγαινα στην Μιμίκα Ταστζόγλου, μια κοπέλλα πολύ καλή και πολύ βασανισμένη. Μεγάλωσε ορφανή από πατέρα, είχε την ατυχία να χάση και τον αρραβωνιαστικό της. Εργαζόταν πολύ καλά. Την ερωτεύθηκε ο αρχηγός των Τσετέδων, ο περιβόητος Καρά Αλής. Τι μέσα δεν μεταχειρίσθηκε, να μπορέση να την καταφέρη! Εξών την βία, γιατί φαίνεται την αγάπησε ειλικρινά και ήθελε να την πάρη με τη θέλησή της, όπως έλεγε. Αιχμαλώτισε τα δυο της αδέλφια, τον Παύλο και τον Γιώργο, αλλά βρέθηκαν και καλοί τούρκοι και την βοήθησαν να φύγη στην Πόλη μαζύ με τα αδέλφια της και την μητέρα της, την θεία Αθηνά. Είχαν πάρει μαζύ τους ένα σεντούκι απ’ αυτά τα συνηθισμένα. Στον πάτο του έστρωσαν πίσσα και έστρωσαν εξακόσιες λίρες χρυσές και από πάνω πάλι έβαλαν πίσσα. Πέρασαν τον έλεγχο, κανείς δεν πήρε είδηση. Δυστυχώς όταν σε κυνηγά η Μοίρα δεν γλυτώνεις. Σ’ έναν σταθμό στην μεταφορά μαγκώνει η άκρη του μπαούλου σε κάτι σίδερα και σπάει και φαίνονται οι λίρες. Κάνουν κατάσχεση και τους παίρνουν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Και φθάνουν τσακισμένοι απένταροι, αλλά σώοι στην πόλη.
Εγώ συνέχισα την κοπτική στην κ. Εύα, που ήταν διπλωματούχος του Παρισιού. Τόσο με είχε τσακίσει η αρρώστεια μου που ύστερα από έξη μήνες δεν μπορούσα να ανέβω τις σκάλες και κατέβαιναν να με βοηθήσουν τα κορίτσια της. Μετά τρεις μήνες είχα πάρει το δίπλωμά μου. Εκείνην την χρονιά 1917, έχασα μιάν αγαπημένη μου συμμαθήτρια· την Ευθαλία Μουτεβελόγλου, μοναχοκόρη, μέσα σε 3-4 αδέλφια, που ’χαν φύγει ένεκα της καταστάσεως έξω. Η μάνα έμεινε έρημη· τον σπαραγμό της δεν μπορώ να περιγράψω. Την ίδια μέρα του θανάτου της, της είχαν στείλει δέμα τα αδέλφια της. Και τι δεν είχε μέσα! Δεν ήσαν από την Άγκυρα, αλλά είχαν πολλά χρόνια στην Άγκυρα. Ήταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη κοπέλλα, μόλις 16-17 χρονών. Η πληγή μου, για το χαμό της αδελφής μου πάλι μάτωσε· την πόνεσα πολύ· ακόμα δεν την ξέχασα. Ποιος ξέρει αν ζούσε με τα χρόνια που περάσαμε ύστερα, σε ποιανού βαρβάρου τα χέρια θα έπεφτε, η αγνή και ωραία ψυχή της. Η θέση της κι εκείνης και των αδελφών μου ήταν στον ουρανό. Γιατί κι εγώ έχασα τρεις αδελφές κι έναν αδελφό. Αυτοί είναι οι αβάσταχτοι πόνοι.
Χρόνια θλιβερά, χρόνια αγωνίας περνούσαμε και εκείνην την εποχή. Το μέλλον μάς φόβιζε, δεν ξέραμε τι μπορούσε να συμβή από τη μια μέρα στην άλλη. Πίσω από το σπίτι που μέναμε, ήταν το σπίτι του Εζατζί Παναγιώτ εφέντη (Πουρσαλόγλου Παναγιώτ). Το είχαν επιτάξει οι τούρκοι γιατί οι ίδιοι ήσαν στην πόλη. Καθόταν ένας Μπέης. Ένα βράδυ άξαφνα ακούσαμε πυροβολισμούς, δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε για να μάθωμε το τι έγινε. Την άλλη μέρα μάθαμε πως σκότωσαν δύο αδέλφια από το Σιοτλού σταθμό προς την Πόλη. Ήσαν Χριστιανοί μουσικοί και τους σκότωσε ένας άλλος Μπέης, γιατί δεν πήγαν σ’ εκείνον και ήλθαν σ’ αυτόν. Αντιζηλία. Τέτοια γινόντουσαν πολλά· δεν ώριζες την ζωή σου. Τα παιδιά αυτά οι ίδιοι οι τούρκοι τα λυπήθηκαν. «Μας γλένταγαν με την μουσική τους και εμείς τα σκοτώσαμε», έλεγαν. Ζήτησαν την τιμωρία του Μπέη. Τι το όφελος! Ποιος ξέρει ποια μάννα να κάηκε.
Ανάμεσα στο σπίτι αυτό και στο δικό μας που μέναμε, ήταν ένα ωραίο σπίτι, επιταγμένο. Έμενε ένας τούρκος αξιωματικός· η γυναίκα του ήταν Χριστιανή αλλά ξένη και είχαν έναν γιο. Ήταν μια εξαιρετική οικογένεια. Έβλεπα να ανάβη το καντηλάκι της νύχτα μέρα και είδα και τον άνδρα της να της το ανάβη, παρ’ όλο που ’ταν τούρκος. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού ήταν στην Πόλη, λέγανε πως ήταν καλλιτέχνης. Εκείνην την εποχή δεν είχαν εκτίμησι στους καλλιτέχνες. Οι Αγκυρανοί την ήξεραν, με το όνομα Τορτ Κιουλλού. Η γριά μάννα της χωρίς πόρον ζωής βασανιζόταν, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Από την ημέρα που πήγαμε στην συνοικία αυτή ανέλαβα να την περιποιηθώ. Επί ένα χρόνο την καθάριζα, την τάιζα, δεν είχε κουράγιο να φάη μόνη της και μάλιστα και την τελευταία σούπα της απ’ τα χέρια μου την έφαγε. Πού να το ’ξερα πως την νύχτα θα πέθαινε!
Στο σπίτι της ξαδέλφης της μαμάς, της κ. Κοσμίδου Αγιάνογλου, έμενε ο κ. Μιχάλης Καφαντάρης, ο πατέρας του Στέλιου Καφαντάρη, του σημερινού Μαέστρου της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών. Ο πατέρας του ήταν τότε 20-22 χρονών απ’ την Σπάρτη της Πισιδίας Μ. Ασίας. Έπαιζε άριστα φλάουρο και οι χανούμισσες είχαν τρελλαθεί μαζύ του. Μια μέρα ήλθαν δυο στρατιώτες να τον επισκεφθούν. Ξέχασα να σας πω πως και εμείς εν τω μεταξύ είχαμε μετακομίσει στο ίδιο σπίτι. – Έρχεται κι ένας αξιωματικός τούρκος και από λόγο σε λόγο άρχισαν υβρίζονται. Καταλάβαμε πως η επίθεση ήταν για τον Καφαντάρη. Οι στρατιώτες τον υπερασπιζόντουσαν. Λέει η μαμά μου, «κυττάξτε σαν τους Εβραίους τον υπερασπίζονται» και σε μένα λέει, πήγαινε, παιδί μου, μέσα, δεν ξέρεις τι γίνεται μη μας πάρουν για μάρτυρες. Πάμε μέσα. Αλλά εγώ έμεινα στο παράθυρο να δω την συνέχεια. Στο τέλος ήλθαν στα χέρια, κτυπήθηκαν, και ο ένας στρατιώτης χύμηξε πάνω στον τούρκο και τον πέταξε έξω. Γυρνόντας πίσω στην αυλή, ενώ εγώ σαν χαζή σκεπτόμουν, τι συνέπειες μπορούσε να έχη αυτή η συμπεριφορά του στρατιώτου στον αξιωματικό, είδα να ρίχνη μπροστά μου ένα φάκελλο και να μου λέη: Και αυτό Δεσποινίς είναι για σας. Πάγωσα! έφυγε εκείνος, δεν ήξερα τι να κάνω. Να πάρω το γράμμα· να το αφήσω; αν γράφη το όνομά μου, θα γίνη σούσουρο αν το πάρη άλλος. Βγήκα και πήρα το γράμμα. Ήμουν μόλις 15 χρονών. Η σκέψη μου, η ψυχή μου ήταν γεμάτα από τα θεία και αυτό μου φάνηκε σαν ιεροσυλία. Δεν ηύρα θέση να ακουμπήσω το γράμμα. Το έκαψα. Πρόσεχα πλέον να μην τον συναντήσω αυτόν τον αυθάδη νέον.
Πέρασε αρκετός καιρός και μια μέρα είχα πάει στην ξαδέλφη μας την κ. Ιουλία, κόρη του Παναγιώτη Καρασούλ, για κάποια παραγγελία της γιαγιάς μου. Μόλις βγήκα τον είδα. Δεν με ενόχλησε, αλλά με παρακολούθησε ως το σπίτι μας. Πέρασε χρόνος, αλλάξαμε πάλι σπίτι, πήγαμε σε μιανής γριούλας, στο σπίτι της γιαγιά Αννίκας. Ήταν αρχές του δεκαοκτώ. Μια μέρα ενώ καθόμαστε στην αυλή, μπαίνει μια Κυρία και αγκαλιάζει αυθόρμητα την μαμά. Καλή μου κυρία, πώς ήταν να σας ξαναδώ ύστερα από τόσα χρόνια! Η μαμά την κύτταξε, δεν την γνώρισε, εκείνη της θύμισε πως ήταν η Μαριάνθη άλλοτε υπηρέτριά μας που τόσο την είχαν βοηθήσει όταν πανδρευόταν. Ο πατέρας είχε δώσει λεφτά στον άνδρα της και πήραν φούρνο και προόδεψαν και είχε δικό της σπίτι και αγελάδες. Απ’ εκείνην την ημέρα, κάθε βράδυ, ένα κεσέ της οκάς γιαούρτι μας έφερνε δώρο όσον καιρό καθήσαμε εκεί. Μου ’κανε τόση εντύπωση η ευγνωμοσύνη της γυναίκας αυτής. Εν τω μεταξύ, αν και ήμουν μικρή, ένας απ’ εδώ, άλλος απ’ εκεί άρχισαν προξενιές. Οι περισσότεροι ξένοι βέβαια, γιατί οι δικοί μας έλειπαν, άλλοι στην εξορία, άλλοι στο εξωτερικό όσοι πρόλαβαν να φύγουν. Στην χώρα μας οι κοπέλλες πανδρεύονταν μικρές και με προξενιά, αν οι γονείς νόμιζαν κατάλληλη την οικογένεια, ούτε ρωτούσαν τα κορίτσια.
Λοιπόν, στην γειτονιά που είμαστε, μια οικογένεια, έκαμε προξενιά, για έναν ανεψιό τους που ήταν από την Κιουτάχεια, ένα πλουσιόπαιδο. Η μαμά είπε, ενώ λείπει ο πατέρας της και η κατάστασις είναι ανώμαλη, δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, άλλωστε είναι μικρή ακόμα. Νομίσαμε πως έκλεισε αυτή η υπόθεσις. Εγώ εν τω μεταξύ είχα αρχίσει να εργάζωμαι μοδίστα. Οι πρώτες μου πελάτισσες ήσαν Αρμενοκαθολικές που αλλαξοπίστησαν και φόρεσαν φερετζέ, σαν τουρκάλες. Αλλά καμμιά μα καμμιά, δεν πήρε στα σοβαρά τον ρόλο της. Πίσω από κάθε ψευτοχανούμισα, κρύβονταν ένα δυο προσφιλή τους πρόσωπα που ως εκ θαύματος είχαν ξεφύγει την σφαγή, ή ένας θησαυρός.
Ένα βράδυ έρχεται η ξαδέλφη της μαμάς η κ. Αγιάνογλου σπίτι μας και πολύ ώρα συζήτησαν με την μαμά. Μετά που έφυγε με φώναξε η μαμά και με ρώτησε για το παλληκάρι που μου ’δωσε το γράμμα. Εγώ της είπα πως έκαψα το γράμμα και αν τον συνάντησα δυο τρεις φορές, ούτε με ενόχλησε. Η μαμά μου είπε τότε ότι η κ. Αγιάνογλου ήλθε ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Έμαθε αυτός πως με αρραβωνιάζουν με τον Κιουτάχγιαλη, πήγε και τον ηύρε, να ζητήση τον λόγο, με ποιο δικαίωμα μπαίνει στο δρόμο του και από λόγο σε λόγο ήλθαν στα χέρια και ο Κιουτάχγιαλης τον τραυμάτισε στο γόνατο. Και ειδοποίησε τη μαμά, οτιδήποτε και αν γίνη είναι διατεθειμένος να με πάρη, έστω και διά της βίας ακόμη, γιατί με αγαπά. Ενώ ήσαν τα πράγματα σ’ αυτό το σημείο με ειδοποίησαν, απ’ ένα σπίτι μια κυρία να πάρω δουλειά για ράψιμο και επειδή ήταν σε Χριστιανικό μαχαλά, πήγα μόνη μου, ενώ άλλες φορές έπαιρνα ένα απ’ τα κορίτσια μου μαζί.
Όταν έφθασα στο σπίτι άνοιξα την πόρτα της αυλής και άθελά μου σήκωσα τα μάτια μου απάνω.
Στον δεύτερο όροφο, σαν όραμα, βλέπω στο παράθυρο ένα χλωμό πρόσωπο· τον Κιουτάχγιαλη. Θυμήθηκα την ιστορία των δύο παλληκαριών, φοβήθηκα και γύρισα αμέσως και ήλθα στο σπίτι. Τη άλλη μέρα, ηύρα την κυρία και της έκαμα παρατήρηση για την άπρεπη συμπεριφορά της. Τότε εκείνη μου είπε, πως έπεσε στα πόδια της και την παρακάλεσε, μια στιγμή μόνον ήθελε να με δη, να μου πη πόση αγάπη είχε να μην τον περιφρονήσω και σκοπός της ζωής του θα ήταν να με κάνη ευτυχισμένη. Και αλήθεια έκαμε πολλές προσπάθειες να πλησιάση την μαμά, αλλά φαίνεται η μοίρα παίζει τον πρώτο ρόλο στη ζωή μας.
Εν τω μεταξύ ο Σπάρταλης στρατιώτης δεν χάνει καιρό, μαθαίνει για τους συγγενείς μας τα ξαδέλφια της μαμάς, τους Πεστιματζόγλου, που ήσαν μεγαλέμποροι της Αγκύρας, γνωρίζεται μαζύ τους και τους κάνει να τον εκτιμήσουν και ύστερα από λίγο μας στέλνει επίσημο προξενιό. Τότε η μαμά ειδοποίησε τον πατέρα και εκείνος πήρε άδεια μερικές μέρες. Ήλθε, γνώρισε το παιδί ήταν ευγενής στην συμπεριφορά του, αρκετά ευπαρουσίαστος, φαινόταν δραστήριος και με την έγκρισι όλων των συγγενών κάναμε τους αρραβώνας μας το 1918 τον Αύγουστο, με τον Κυριάκο Μαστήρογλου.
Στον αρραβώνα μας είχαμε αρκέτον κόσμο. Ο Κυριάκος είχε φέρει μαζύ του έναν ξάδελφό του τον Βασίλη Διαμαντόπουλο που τον σκότωσαν οι τούρκοι στην οπισθοχώρηση και έναν αξιωματικό με την οικογένειά του. Μόλις μπήκαν, ο αξιωματικός και η κυρία του χάρηκαν που με είδαν και είπαν: «γαμπρέ, δεν χρειάζεται να μας συστήσης, γνωριζόμεθα με την δεσποινίδα, είναι η μικρή μας φιλάνθρωπος που περιποιήθηκε τόσο καλά την γριούλα μας την φτωχή σπιτονοικοκυρά μας». Τον συνεχάρησαν για την εκλογή του και έμειναν τόσο ευχαριστημένοι, ώστε κάθησαν το βράδυ στο τραπέζι μας. Μας αρραβώνιασαν εξόριστοι παπάδες, ο Πάτερ Αθανάσιος και ο Παπά Κύριλλος. Αργότερα αυτούς τους Παπάδες τους φυλάκισαν, τους ξύρισαν τα μαλλιά τους, ξερίζωσαν τα γένεια τους και χάθηκαν τα ίχνη τους. Τι απέγιναν; τους σκότωσαν; τους εξόρισαν; δεν μάθαμε τίποτε.
|
|
(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)
|
|