[ 1919-1920 ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Ο Κυριάκος μόλις έφθασε στην Σμύρνη, έγινε η άλωσίς της απ’ τους Έλληνας και αποκλείσθηκε εκεί. Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου να φθάση στην Πατρίδα του και να μας γράψη. Ποιος θα μας έλεγε τότε πως αυτός ο χωρισμός θα κρατούσε, ώς τα 1923! Και του πατέρα και του Κυριάκου; Και πως άλλα χειρότερα δράματα μας περίμεναν;
     Εκείνην την χρονιά για τελευταία φορά πήγαμε στα αμπέλια, όχι στο Κετζιουρέν, αλλά στο Παλκάτ. Τους πρώτους μήνες περάσαμε κάπως ήσυχα. Γνωρίσθηκα με μερικές καλές χανούμισες και τους έραβα· μεταξύ αυτών εγνώρισα και τις δυο κόρες του Μυστικού Συμβούλου του Κεμάλ, που μόλις είχε έλθει στην Άγκυρα με τους τσετέδες του. Είχαν περάσει από μια πόλη που λέγεται Κιρ σεχίρ και επειδή δεν τους είχαν καλοδεχθεί, έπεσε σφαγή και λεηλασία απ’ τους τσετέδες, όπως μάθαμε. Στην Άγκυρα τους έκαμαν μεγάλη υποδοχή.
     Από τον πατέρα, κάπου κάπου παίρναμε ειδήσεις του, όπως και ο Κυριάκος έγραφε τακτικά στην μαμά μου, και έλεγε να με προσέχη, γιατί είναι μικρή και δεν μπορεί να νοιώση την δύναμι της αγάπης. Η αλήθεια είναι τα πρώτα χρόνια δεν ένοιωθα τίποτα. Μόνον όταν έγινα δεκαοκτώ χρόνων του έγραψα. Πώς μπορεί κανείς να συγκρίνει το τότε με το τώρα; Ο πατέρας είχε μάθει πως εργάζομαι, απ’ τη μαμά βέβαια, και μου έγραψε ένα γράμμα όλο παράπονο, γιατί να εργάζομαι. Στην χώρα μας οι γυναίκες δεν εργαζόντουσαν, ήταν ντροπή, μόνον οι Καθολικές έπλεκαν στα σπίτια τους με κείνα τα Αγκορά μαλλί, κάτι ωραίες μπλούζες, σάρπες, σκούφιες, για εξαγωγή. Έγραψα του πατέρα ένα γράμμα, όπου του ’λεγα. Τι είμασθε χθες, τι είμασθε σήμερα και τι μας επιφυλάσσεται αύριο! πατέρα δεν ξέρουμε. Και μου απάντησε, έχεις μεγάλο δίκαιο, κόρη μου, βάδισε το δρόμο σου και ο Θεός να σε ευλογή και να σε προστατεύη, εγώ σε καμμιά λέξη σου δεν μπορώ να ’χω αντίρρηση.
 
Με είχαν συστήση χανούμισες Βουλευτών η μία με την άλλη. Είχα κάπου δεκαεφτά βουλευτών γυναίκες, σχεδόν, στην αυλή του Κεμάλ, εργάσθηκα. Η αλήθεια είναι, ήσαν τόσο καλές όλες τους. Με κρατούσαν πολλές φορές σε τραπέζι, και μάλιστα βρέθηκα δύο τρεις φορές σε τραπέζι του Ραμαζανιού τους, χωριστά βέβαια τρώνε απ’ τους άνδρες τους. Όσο για τα φαγητά τους, δεν μπορεί καμμιά χώρα να συναγωνισθή, ούτε και εμείς οι Χριστιανοί. Λυπάμαι που χώρισα απ’ αυτές τις εκλεκτές ψυχές, άσχετον αν ήσαν άλλης πίστης. Η ανθρωπιά δεν χάθηκε απ’ τον κόσμο, στις ζοφερές μέρες που περάσαμε, σαν αδελφές στάθηκαν για μας. Μακρυά απ’ τον φανατισμό και την δίνη του πολέμου, οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, σε όποια μεριά και αν ανήκουν. Πόσα παραδείγματα έχω να σας φέρω, για την καλωσύνη του ανθρώπου. Και νά ένα απ’ αυτά. Μια μέρα ήλθε ένας Βουλευτής σπίτι μας, να μας πη πως η χανούμ δεν θα μπορέση νά ’λθη στην πρόβα και η μαμά τού πρόσφερε καφέ. Εκείνην την ώρα μπήκε, ο Τζινιτζή Αναστάς, ίσως συγγενής της μαμάς, μας χαιρέτησε δεν μπόρεσε να ξεχωρίση τον Μπέη πως ήταν τούρκος και μας λέει: «Μάθατε τα νέα; οι δικοί μας έφθασαν στην Προύσσα». Η μαμά και εγώ τα χρειασθήκαμε, ο Μπέης έκαμε πως δεν άκουσε, το παλληκάρι κατάλαβε την γκάφα του και δεν ήξερε τι έλεγε, σηκώθηκε και έφυγε. Ύστερα από μερικές μέρες ήλθε η ξαδέλφη του κ. Κυριακή και μας ρώτησε τι έγινε όταν ο Αναστάς ήλθε εδώ; Απ’ εκείνην την ώρα κλειδώθηκε στο δωμάτιό του, ούτε τρώει ούτε κοιμάται, τι συνέβη; Της είπαμε τι έγινε· η μαμά τής είπε να μην φοβηθή, είναι καλοί άνθρωποι και δεν πιστεύω να του κάνουν κακό.
     Σε λίγες μέρες είχα πάλι δουλειά με την ίδια χανούμισα και ήλθαν με τον Μπέη να πάμε να ψωνίσουμε και εγώ πήρα το θάρρος και είπα στον Μπέη για το παιδί. Γέλασε. «Ναι το άκουσα», είπε. «Είναι νέος και δεν είναι ντροπή να υποστηρίζη κανείς τον Εθνισμό του. Πέστε του να μην φοβάται, να πάη στο μαγαζί του. Και εγώ είμαι γυιός ενός Μπέη, που στην σφαγή των Αρμεναίων έκρυψε στα υπόγεια του σπιτιού μας 300 και πλέον Αρμεναίους και τους έσωσε. Όταν οι χωρικοί ήλθαν να τους πάρουν, βγήκε ο πατέρας μου στην πόρτα του σπιτιού και τους είπε: «Βρε παιδιά, ως χθες ζούσατε μια χαρά μ’ αυτούς τους ανθρώπους. Σήμερα βρέθηκε ένας και σας ξεσήκωσε, να κάνετε τέτοιο έγκλημα, που αύριο θα μετανοήσετε. Αν κανένας από σας θέλει να τους κάνη κακό, θα πατήση πρώτα στο κορμί μου και τότε θα περάση. Διαλυθήτε παιδιά μου», είπε. «Ο Μπέης ήταν άρχοντας της χώρας, τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν και έφυγαν. Και εγώ είμαι ο υιός του, μας είπε, δεν ντράπηκα ποτέ για ό,τι έκαμα».
     Ειδοποιήσαμε το παιδί εμείς και του είπαμε όσα μας είπε ο Μπέης, πήρε θάρρος και άρχισε την δουλειά του, χάριν στην μεγαλοψυχία του ανθρώπου. Τούρκος ήταν, εχθρός ήταν, μπορούσε να κάνη ό,τι ήθελε, αλλά η ανθρωπιά ενίκησε. Τον έλεγαν Κατρί Μπέη.
 
1919. Είμασταν ακόμα στα αμπέλια, όταν ένα βράδυ, ήλθε ο υιός της θείας Μιμίκας αδελφής της μαμάς μου, μόλις δώδεκα χρονών και μας είπε πως στην Άγκυρα, είναι όλοι φοβισμένοι, ψιθυρίζεται πως ο Κεμάλ θα διατάξη την σφαγή των Ρωμιών. Τι να κάνουμε, φοβηθήκαμε πολύ. Κοντά μας έμενε η κ. Αντωνιάδου Ελένη, που με την κόρη της την Μαρίκα είχαμε χρόνια μια αγνή φιλία και γνωρίσθηκαν και οι μαμάδες μας επίσης φιλικά. Πήγε η μαμά την άσχημη είδηση στην κ. Ελένη, που ’χε και την νύφη της μαζύ της, μια πολύ όμορφη Καθολικιά, την Μαρί, που την είχε πανδρευθεί ο υιός της ο Περικλής στα γεγονότα των Αρμενοκαθολικών και έτσι η κοπέλλα είχε γλυτώσει την εξορία. Μαζί με την κ. Ελένη κανόνισαν να πάμε και εμείς στο δικό τους σπίτι, και για κάθε ενδεχόμενον να είμασθε μαζί, επειδή το δικό μας, ήταν πιο απομονωμένο και σιγά σιγά να φροντίσωμε να κατεβούμε στην Πόλη. Μετά από δυο τρεις μέρες, ένα βράδυ ακούσαμε ήχους από νταούλια και ζουρνάδες και έπιασαν την φίλη μου την Μαρίκα κάτι τρέμουλες που δεν μπορώ να σας περιγράψω. Ό,τι φάρμακο δώσαμε, με όσες κουβέρτες τη σκεπάσαμε δεν ωφελούσαν σε τίποτα. Εγώ απορούσα για την κατάστασή της αυτή και ρώτησα την μαμά της, γιατί το ’παθε αυτό. Τότε εκείνη μου εξήγησε, πως στην σφαγή των Αρμεναίων ήσαν στο Μερκέζ (γιαπάν Χαραμή). Η δουλειά του πατέρα της και τα κτήματά τους ήσαν εκεί. Την βραδυά της σφαγής έπαιζαν οι τούρκοι νταούλια για να σκεπάσουν τις φωνές των σφαζομένων. Και τότε κατάλαβα. Την άλλη μέρα πάση θυσία έπρεπε να κατέβω στην πόλη, να της φέρω φάρμακα και να βρω σπίτι, γιατί αν μέναμε εκεί ίσως να μας εύρισκε άλλο κακό. Αλλά πώς να κατεβώ; συγκοινωνία δεν υπήρχε, μέχρι τα γαϊδουράκια ακόμα είχαν κάνει επίταξη. Με τα πόδια; η απόστασις ήταν δυόμιση ώρες· και το κακό συναπάντημα;
     Από μακρυά είδα το μοναδικό αμάξι του κ. Φαϊτατζόγλου που ήταν απ’ τους καλούς εμπόρους της χώρας. Πήρα την απόφαση να κόψω πίσω απ’ τον λόφο τον δρόμο του και να τον παρακαλέσω, να με πάρη μαζύ του. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε, επείγε το φάρμακο της φίλης μου. Έτσι έγινε. Περπάτησα ίσως μισή ώρα, όταν φάνηκε το αμάξι και πριν προλάβω να του μιλήσω εγώ, μόλις με είδε ο καλός εκείνος άνθρωπος, σταμάτησε, και κατέβηκε απ’ το αμάξι: «Κόρη μου, πώς εσείς, μόνη σας, κάνατε τη σκέψη να κατεβήτε με τα πόδια τέτοιες μέρες;» και του είπα, πως έπρεπε να πάω να φέρω φάρμακα για την φίλη μου, να μάθω τα νέα, τι θα γίνουμε; και να βρω ένα σπίτι και ακριβώς κατέβηκα εκεί να τον συναντήσω, για να πάμε μαζύ.
     Με έβαλε στο αμάξι του και φθάσαμε στην Άγκυρα. Το ίδιο βράδυ έστειλα τα φάρμακα με τον κ. Φαϊτατζόγλου με την πληροφορία πως υπήρχε κάποια ησυχία, και εγώ θα ’μενα στην γιαγιά μου την Σόφι για να βρω σπίτι. Ύστερα από δυο μέρες ηύρα ένα ωραίο τούρκικο σπίτι, κοντά σε Χριστιανικό μαχαλά και το νοίκιασα. Η ιδιοκτήτρια ήταν μια καλή χανούμισα, η Σεριτέ Χαλά που ο διευθυντής της Μυστικής Αστυνομίας, ο Εμίν Μπέη, ήταν ανεψιός της. Γύρισα στα αμπέλια και όλοι μαζύ και η κ. Αντωνιάδου κατεβήκαμε κάτω. Το σπίτι ήταν ωραίο.
     Πέρασε αρκετός καιρός με σχετική ησυχία. Εγώ εργαζόμουν συνέχεια. Τον επόμενο χρόνο τα ξαδέλφια της Μαμάς οι Πεστιματζόγλου ήλθαν και ενοίκιασαν τον δεύτερο όροφο του σπιτιού που μέναμε. Δύο δίδυμες ξαδέλφες της Μαμάς, πάνω κάτω στην ηλικία μου, η Δέσποινα και η Κατίνα, με τον ερχομό τους μου ’δωσαν χαρά. Ήταν οι δύο νύμφες τους μαζύ, η κ. Κυριακήσα και η Βασιλική, τα παιδιά τους και η γιαγιά. Μια άγια γυναίκα, της αξίζει ο τίτλος! Η θεία Δέσποινα, ο Μικές Πεστιματζόγλου, ο Αλέκος ήταν στην Πόλη. Περνούσαμε καλά παρ’ όλες τις αγωνίες μας και τον φόβο. Οι Τούρκοι μάς έκαμαν μποϊκοτάζ, μας έδιωχναν απ’ τις αγορές. «Σανά βερίν τζεετέκ την καρτασιμά βερίμιμ. Χινζίρ καουρλάρ ανάγ ιολτού παπαγιολτού σιρά σιζέ κελτί ταχά αχίλ κιογματινίζ;» έλεγαν –«αντί να δώσω σε σέναν κιαούρ, δίνω στο ομόθρησκό μου. Ψόφησε ο πατέρας, η μάνα σου, δεν σας έγινε παράδειγμα; Η σειρά σας ήλθε», έλεγαν.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)