[ 1921. Ο φόβος της σφαγής. Υποχώρησις ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Πάνω στο χρόνο, συγκεκριμένα το 1921, 21 Μαρτίου, ημέρα Σαββάτο μετά τα μεσάνυχτα, ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Καταλάβαμε, ήσαν τούρκοι. Πριν δύο μέρες είχε έλθει ο θείος ο Παναγιώτης ο δικηγόρος και είχε μιλήσει με τον Μικέ Πεστιματζόγλου πως έμαθε από έμπιστό του άνθρωπο, πως οι τούρκοι θα κάνουν ντονανμά και θα σκοτώσουν τους Ορθοδόξους και τον παρώτρυνε να φύγη απ’ την μέση κάμποσες μέρες. Δεν έδωσε σημασία και έμεινε και αυτό ήταν η καταστροφή του. Οι τούρκοι κτυπούσαν την πόρτα συνέχεια, είμασθαν όλοι φοβισμένοι και εκείνην την ώρα ακούμε την Ρεφικά Χανούμ, ψυχοκόρη της νοικοκυράς μας, που το σπίτι της ήταν συνεχόμενο με το δικό μας να φωνάζη: «Φύγετε, φύγετε, αλλού να βρήτε να περάσετε, εγώ τον γείτονά μου δεν τον παραδίδω. Ακούτε; Αφήστε μας ήσυχους τέτοια ώρα. Φύγετε». Και μέσα στη νύχτα η φωνή της ακουγόταν ξεκάθαρα. Καταλάβαμε το μήνυμά της. Πηδώντας απ’ την ταράτσα της φαίνεται ήθελαν να μας επιτεθούν οι χαφιάδες. Στο σπίτι μας εξόν απ’ τον Μικέ Πεστιματζόγλου, άλλος άνδρας δεν υπήρχε. Ένα τσούρμο γυναίκες και παιδιά είμαστε. Η Μαμά μου έτρεξε αμέσως επάνω να τους ειδοποιήση. Ήξερε τους κρυψώνες του σπιτιού και εκεί τον έκρυψαν. Μόλις πρόλαβαν, γιατί άρχισαν να παραβιάζουν την πόρτα. Η κυρία Κυριακήσα, η γυναίκα του Μικέ, ήταν σε ενδιαφέρουσα κατάσταση και ήταν αδιάθετη εκείνες τις μέρες. Η προσπάθεια των τούρκων και η σταθερή αντίστασίς μας από μέσα εκράτησαν δύο ώρες. Οι χαφιάδες ήσαν καμμιά εικοσαριά. Σταμάτησαν μερικά λεπτά και ξανάρχισαν πιο έντονα να χτυπούν. Η Μαμά που ήταν η μόνη που μιλούσε στους τούρκους, έλεγε πως το βράδυ είχε πάει στα πεθερικά του και δεν ήλθε, μόλις έλθει θα τον στείλουμε στο τμήμα. Κανείς δεν έδινε σημασία. Εκείνοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να σπάσουν την πόρτα που ήταν πολύ βαρειά και διπλαμπαρωμένη.
     Δεν μπόρεσα να ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου την τραγική αυτή ημέρα. Η αγωνία, ο φόβος, η αβεβαιότης για την ζωή μας, ο φόβος της σφαγής με κανέναν τρόπο δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν. Νομίζαμε για μια στιγμή πως η γη καταποντίζεται κάτω απ’ τα πόδια μας, πως ο ήλιος άλλο δεν θα φέξη. Για μας χανόταν η ζωή, το γέλιο, το παν. Ακόμα και οι πετεινοί λαλούσαν πένθιμα σαν να ερχόταν οι φωνές τους απ’ άλλον κόσμο. Άξαφνα έφθασε επί τόπου ο Εμίν μπέης ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και διευθυντής της Μυστικής Αστυνομίας. Μας μίλησε με ευγένεια και είπε πως εγγυάται με την ζωή του πως δεν υπάρχει κανένας φόβος και αύριο θα επιστρέψη πάλι. Όταν ο Μικές τα ’μαθε, είπε δεν χρειάζεται να κρυφθώ πλέον, μάταια είναι να σας ταλαιπωρώ και εσάς όλους. Ο Μπέης ξέρει τα κατατόπια του σπιτιού καλύτερα απ’ εμάς, και κατέβηκε απ’ τον κρυψώνα να παραδοθή σ’ αυτόν.
     Μόλις άνοιξαν την εξώπορτα, παγώσαμε. Ήσαν και άλλοι πατριώται μας και συγγενείς μας μαζύ τους με χειροπέδες στα χέρια τους. Έδεσαν και αυτόν. Η γυναίκα του είχε συρθεί ως το παράθυρο και όταν είδε να τον δένουν, άρχισε να τους παρακαλή με σπαραγμό και δάκρυα και με τέτοιον πόνο, που η φωνή της ποτέ δεν έφυγε απ’ τα αυτιά μου. Ο Μικές ήταν μόλις 33 χρονών. Άφησε ένα αγοράκι δύο χρονών, τον Ιωάννην Πεστιματζόγλου, σήμερα έμπορα στο Βύρωνα, που παρ’ ολίγο και αυτός να γίνη θύμα πολέμου. Ήταν τρόφιμος στο Νταγχάου της Γερμανίας. Εσώθη ως εκ θαύματος.
     Λοιπόν, οι τούρκοι τους πήραν και έφυγαν δεν τους ξαναείδαμε. Τους εκτελέσανε ανάμεσα στο Κίρσεχίρ και Καισάρεια. Μεταξύ τους ήσαν ο Παύλος Κιουπελόγλου, γυιός της φίλης της μαμάς, ο Ουγουρλόγλου Δημητράκης, άνδρας της πρώτης ξαδέλφης του πατέρα μου, της Ουρανίας. Είχε τρεις κόρες, την Δέσποινα, την Κατίνα και την Ελπινίκη. Η Δέσποινα ένα μπουμπούκι, μόλις 12-13 χρονών, δεν άντεξε στον χαμό του πατέρα της και ύστερα απ’ ολίγον καιρό πέθανε. Και ο Φαϊτατζόγλου, ο καλός εκείνος άνθρωπος που ’χα κατεβή μαζί του απ’ τα αμπέλια, πού να το ’ξερα τότε πως τέτοιο τέλος τον περίμενε. Εδιάβαζε την αγία μετάληψη όταν τον πήραν. Ήθελε να μεταλάβη. Επίσης ο Γιογκατλή Ιωάννης που τον είχαν ονομάσει Κόντις και μάλιστα είχε την εμφάνιση αυτή με τον κουνιάδο του Βασίλη, κάποιο Τετομανίδη απ’ την Πάφρα. Ήταν υπάλληλος στην Μπάγκα Οττομάν. Ο γυιός τού Σαράφ Κλήμη, ο Βασίλης, και ο Γεώργιος Τσοσκούνογλου εμπορομπακάλης, ο Αριστείδης νεόγαμπρος άνδρας μιας φίλης μου, της Αναστασίας, ανεψιάς του Κιατίπ Κωστή και πολλοί άλλοι.
     Καταλαβαίνετε: Θρήνος και οδυρμός έπεσε στην πόλη πάλι. Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα, παντού έβλεπες μάτια πρησμένα και χείλη κλειστά. Φοβόμαστε να μιλήσουμε. Φοβόμαστε τα πάντα. Ζούσαμε σαν φαντάσματα, δεν ξέραμε τι περίμενε και μας. Απ’ την άλλη μέρα άρχισαν να σφραγίζουν τα καταστήματα αυτών που συλλάβανε και κάθε λίγο έκαμναν έρευνα στα σπίτια μας. Μα νύχτα, μα ημέρα δεν λογάριαζαν. Ύστερα από εικοσιτέσσαρες ώρες απ’ την σύλληψη, μας πέταξαν και από το σπίτι που μέναμε. Των Πεστιματζόγλου τις περιουσίες τις επίταξαν, τις κατάσχεσαν. Ούτε Πολατλού έμεινε, ούτε Άγκυρα, ούτε βαγόνια στο τραίνο, και την μοναδική αγελάδα του σπιτιού τους που ’χαν για το γάλα των παιδιών και αυτή ακόμα, δεν ξανάρθε στην πόρτα τους. Άλλη μια φορά είδαν τα μάτια μου σε εικοσιτέσσαρες ώρες πλήρη καταστροφή, όπως και στο τσιφλίκι μας.
     Χωρίσαμε πλέον οι οικογένειές μας, ο ένας πήγε απ’ εδώ και ο άλλος απ’ εκεί. Εμείς πήγαμε σ’ ένα Χριστιανικό σπίτι, στου Μπάρμπα Μιχάλη. Κρατήσαμε δυο δωμάτια και ταχτοποιήσαμε τα λίγα πράγματα που ’χαμε σώσει απ’ την μεγάλη φωτιά του 1916. Το βράδυ άξαφνα βλέπω στην αυλή πέντε άνδρες να συζητούν με χαμηλή φωνή. Πηγαίνω στην ιδιοκτήτριά μας την κ. Ελισάβετ και ρωτώ ποίοι είναι αυτοί. Εκείνη με σύστησε στον γαμβρό της στον Σααζί εφέντη, Χριστιανό αλλά σε τούρκικη υπηρεσία. Τον άνδρα της τον είχαμε γνωρίσει, και τρεις ξένοι από την Πάφρα, εξόριστοι που φυλαγόντουσαν στο σπίτι τους. Τι να κάνουμε; Τα λέω στη μαμά που είχε τα χάλια της ύστερα από τα δικά μας γεγονότα. Οι τούρκοι εξορίζανε από 10 χρονών μέχρι εξήντα χρονών και εγώ είχα τον μοναδικό μου αδελφό 12 χρονών. Τον φυλάγαμε. Πώς να γίνη να μην μπλέξουμε το παιδί σε μπελά εξ αιτίας των μεγάλων;
     Ο Μπάρμπα Μιχάλης ήταν καλός Χριστιανός και μας έλεγε [να] μην φοβόμαστε, άμα θέλει ο Θεός, μπροστά στα μάτια τους να σταθής δεν σε βλέπουν και το όντι αυτό έγινε. Σε μια επιδρομή τους ο Μπάρμπα Μιχάλης αιφνιδιάστηκε, ήταν στην αυλή. Μπήκαν δεκατέσσερες χαφιέδες, τι να κάνη; Ήταν μπροστά του μια τζαμόπορτα, κρύφθηκε πίσω της. Από κάτω φαίνονταν τα παπούτσια του και από πάνω το φέσι του και πέρασαν μπροστά απ’ αυτήν την πόρτα 14 ζευγάρια μάτια και δεν τον είδε κανείς, μα κανείς δεν τον είδε;
     Αφού έφυγαν οι τούρκοι βγήκε καμαρώνοντας και μας είπε: «είδατε; δεν σας το ’λεγα εγώ; νά, έτσι φυλάει ο Θεός, όποιος τον καλεί κοντά του».
     Οι τούρκοι συνέχιζαν την δουλειά τους. Μια απ’ αυτές τις μέρες ανακάλυψαν έναν κατάσκοπο των Άγγλων, τον έλεγαν Μουσταφά Σαήρ πασσά. Τον έπιασαν με πολλή μαεστρία. Τον παρακολουθούσαν και τον συνέλαβαν οι χαφιάδες. Τον πήρανε μέσα και αφού τον βασάνισαν, λιπόθυμο τον άφησαν. Όταν συνήλθε, ήταν κοντά του ένας δήθεν Άγγλος συνάδελφός του και του μίλαγε Αγγλικά και μερικά από τα συνθήματά τους, και πως ευτυχώς δεν πρόδωσε τίποτε. Και εκείνος του φανέρωσε πως την κρυπτογράφηση την είχε μέσα σ’ ένα δόντι του σε μια κούφια κορώνα. Έτσι είχε μαθευθεί τότε, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή όχι. Ο δήθεν συνάδελφος ήταν τούρκος αξιωματικός που ήξερε άριστα τα αγγλικά. Έτσι την έπαθε και τον κρεμάσανε.
     Ήμαστε στο ίδιο σπίτι όταν οι Έλληνες έφθασαν στο Πόλατλη, δεύτερος σιδηροδρομικός σταθμός Αγκύρας. Επί δεκαοκτώ ημέρες ακούαμε τα κανόνια τους. Είχαμε τρελλαθεί απ’ τη χαρά μας πως τελειώνουν τα βάσανά μας. Οι τούρκοι επί τρεις μήνες, με κάθε μέσον μεταφορικό, νύχτα μέρα, έφευγαν, σαν μια σειρά αλυσσίδα, άνθρωποι και αμάξια και ζώα ειδών ειδών, ολόκληρη νηοπομπή έβλεπες. Τραβούσαν προς την μεριά Καισαρείας, για να γλυτώσουν. Άλλοι πάλι μας παρακαλούσαν να τους κρύψωμε, βλέπετε τα πράγματα άλλαξαν, ό,τι έκαμαν σε μας τα πληρώνανε τώρα. Είχαν πάθει τέτοιο ηθικό κλονισμό που έλεγαν φανερά: – ας έλθη ένας καλός αρχηγός και ας είναι όποιος θέλει, δεν αντέχομε άλλο. Δεν είχε μείνει κανείς στην πόλη, παντού ερήμωσε, βλέπαμε στους δρόμους στρατιώτες με το όπλο στο χέρι να ζητούν απ’ εμάς μία φέτα ψωμί, ένα κουπάκι νερό και πανικόβλητοι να γυρνούν από δρόμο σε δρόμο. Μερικά μόνον αυτοκίνητα σπάνια, των βουλευτών για την τελευταία ώρα ήσαν μπροστά στην πόρτα τους. Και ένα πρωί φθάνει ένα Ελληνικό αεροπλάνο πάνω στον σταθμό και βομβαρδίζει. Επέτυχε στον στόχο του, η βόμβα έπεσε μέσα στο οπλοποιείο και άρχισε μια έκρηξη φοβερή. Μέσα σε λίγα λεπτά ο μισός ουρανός σκέπασε από μαύρα σύννεφα. Τα σπίτια μας συνθέμελα κουνιόντουσαν, τα τζάμια μας τρίζανε να σπάσουν. Ένας απ’ τους εξορίστους που φυλάγαμε στο σπίτι ανέβηκε στο παράθυρο. Νόμιζες πως τρελλάθηκε, φώναζε με όλη του τη δύναμι. Βαράτε παιδιά, βαράτε Έλληνες αδέλφια, εδώ, εδώ στο στήθος μου και κτύπαγε στο στήθος του. Ναι, έτσι σας νοιώθω, ελάτε αδέλφια μας, ήλθεν ο Δείπνος ο Μυστικός. Ήταν κάπου σαρανταπέντε χρονών άνθρωπος, σοβαρός, αλλ’ η βαρειά αλυσσίδα της σκλαβιάς τον είχε κουράσει και έδωσε διέξοδο στον πόνο του. Η μαμά τον μάλωσε και τον τράβηξε μέσα, δεν ξέρουμε τι γίνεται, μην εκτίθεσθε του είπε. Οι τουρκάλες φοβισμένες τρέχανε σε Χριστιανικά σπίτια να κρυφθούν και λέγανε 6 ώρες μετά το βομβαρδισμό, έρχονται τα στρατεύματά τους. Και εάν δεν είχαν τον αιώνιο διχασμό τους οι Έλληνες, μ’ ένα μπαστούνι θα έμπαιναν στην Άγκυρα.
 
Τι έγινε άξαφνα; Όλα σταμάτησαν, σίγησαν τα κανόνια, ένας ψίθυρος μεταξύ των Χριστιανών ακούστηκε, μια φρικτή λέξις –υποχώρησις. Πέρασαν μέρες, τίποτα νεώτερα. Αυτό ήταν χειρότερο και από την σφαγή, αφού μας έδωσαν τόσες ελπίδες, απότομα έκοψαν τα φτερά, μας άφησαν στην οργή των εχθρών και άρχισαν να υποχωρούν. Σιγά σιγά οι τούρκοι θάρρεψαν, άρχισαν να γυρίζουν πίσω, εμάς έπιασε πανικός, τώρα τι θα γίνη; Είμαστε οι περισσότεροι γυναικόπαιδα, πολύ λίγοι άνδρες είχαν μείνει, άρχισε πάλι ο διωγμός. Νύχτα μέρα ερχόντουσαν οι χαφιέδες να ψάχνουν για τους άνδρες, τους τρεις εξορίστους τους πήραν μια μέρα απ’ την αγορά και δεν τους ξαναείδαμε. Δεν είμαστε πια ασφαλείς στο σπίτι του Σααζί εφέντη και μετακομίσαμε στο σπίτι του Χαχάμι των Εβραίων. Ήσαν πολύ καλοί άνθρωποι, μας δέχθηκαν με αγάπη, είχαν τρεις κόρες, οι δύο πανδρεμένες στην Γερμανία και η μία στην Αμερική και ήσαν μόνοι τους, ο Παπά Γιακουμής και η μαντάμ Σάρα. Μετά από κάμποσες μέρες κατά τις τρεις τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την εξώπορτα. Ήταν τούρκικο χτύπημα· το ’να πάνω στ’ άλλο. Φοβηθήκαμε. Την μαμά την έπιασε ταραχή. Πήγα εγώ ν’ ανοίξω. Κτύπαγε η καρδιά μου σε τέτοιο σημείο, νόμιζα πως θα βγη απ’ το στήθος μου. έφθασα στη μισή αυλή, ήταν μια μακρόστενη αυλή και το σκοτάδι τόσο πυκνό που δεν έβλεπα μπροστά μου. Άξαφνα αισθάνθηκα δυο μεγάλα και δυνατά χέρια στο στήθος μου και στην πλάτη μου να με τραντάζουν και μια ψιθυριστή φωνή να μου λέη καθαρά: «Μη φοβάσαι, ό,τι και αν γίνη, μη φοβάσαι». Απότομα σταμάτησε η καρδιά μου το τρελλό κτύπημά της και ενώ τα δυνατά κτυπήματα στην πόρτα εξακολουθούσαν, έτρεξα προς την πόρτα. Πριν ανοίξω ρώτησα ποίοι είναι. Ήσαν καβαλλάρηδες, το κατάλαβα, απ’ τα πέταλα των αλόγων που κτυπούσαν. Με ρώτησαν για το σπίτι ενός Μπέη, τους πληροφόρησα χωρίς ν’ ανοίξω και γύρισα πίσω με την ελπίδα πως θα βρω ίσως τον παπά Γιακουμή, εκεί που μου μίλησε.
     Φθάνω ακριβώς στην ίδια θέση και αισθάνομαι ένα ρίγος σ’ όλο μου το σώμα. Δεν ήταν κανείς, τα ’χασα, διερωτόμουν ποιος μου μίλησε; ποια χέρια ήσαν αυτά που μ’ έπιασαν; και την δύναμί τους απάνω στο στήθος μου την ένοιωθα ακόμα; και επάνω στις σκέψεις μου, σαν να ανοιγόταν μια κουρτίνα στο μυαλό μου, κατάλαβα πως ήταν η θεία Δύναμις. Πώς αλλοιώς σταμάτησε εκείνη η τρελλή ταχυκαρδία από την μια στιγμή στην άλλη; ακόμα και ενέσεις και φάρμακα, θα περίμεναν την επίδρασί των. Ώσπου να ξεδιαλύνω καθαρά την σκέψη μου, δεν μπορούσα να κουνήσω απ’ την θέσι μου. Και όταν κατάλαβα και ευχαρίστησα τον Θεό με όλη μου την ψυχή, μου ’ρθε μια τέτοια ψυχική δύναμι, νόμισα πως πετώ στον ουρανό. Τρέχω στη μαμά αλαφιασμένη και της τα λέω. «Ο Θεός, παιδί μου, όλον τον κόσμο να προστατέψη», μου ’πε και πίστεψε σ’ όσα είπα, γιατί ποτέ δεν ήμουν παράλογη. Θρήσκα ναι, αλλά ποτέ θρησκόληπτη.
     Ήμουν από παιδί προσγειωμένη και τα γεγονότα σφυρηλάτησαν την ψυχή μου. Το νόημα της ζωής το πήρα εγώ αλλοιώς: είδα τις καταστροφές, τους διωγμούς, τις φωτιές, τον κατατρεγμό των αθώων ανθρώπων, τις δυστυχίες και πόνεσα πολύ. Σκοπό της ζωής μου έβαλα, να βοηθώ, να βοηθώ, όσο μπορώ, όπως μπορώ.
     Η ζωή είναι μια γέφυρα, γέφυρα των στεναγμών, προχωρείς; Γύρνα πίσω σου, να δης ποιος δεν μπορεί να προχωρήση, δώστου χωρίς δισταγμό το χέρι, σύρε τον μαζύ σου. Σήμερα εσύ, αύριο άλλος θα τον σύρη· θα περάση και αυτός, πρέπει να περάση. Αυτά είναι έργα θεάρεστα και ο Θεός δεν μας αφίνει, όπως εμένα. Τρανό παράδειγμα είναι η δική μου ζωή. Σιγά σιγά θα τα μάθετε διαβάζοντάς τα. Εργαζόμουν συνέχεια, στους βουλευτάς και δεν πρόφθαινα. Είχα 6-7 κορίτσια, την Θάλεια αδελφή του οδοντιατρού, την Δέσποινα-Κατίνα Πεστιματζόγλου, την Πηνελόπη Γεωργιάδου, την Τασία Πεστιμαζόγλου, την Ουρζενή καθολικιά, ανεψιά των Καμπούρογλου, που ήσαν πριν της σφαγής Μεγαλέμποροι, και μία τουρκάλα, την Ναζμιέ, ήταν αδελφή Βουλευτού.
     Μια μέρα ήλθαν από την Ρωσική Πρεσβεία, να τους ράψω, ήταν μια κοπέλλα από την αριστοκρατία της Ρωσίας, που οι Μπολσεβίκοι είχαν πάρει μαζύ τους και ήθελαν να την πανδρέψουν με τον μάγειρά τους. Δεν το ήθελε με κανέναν τρόπο και με τα λίγα Τούρκικα που ’χε μάθει, μας έδινε να καταλάβουμε πως ήταν αρραβωνιασμένη και είχε χάσει όλους τους δικούς της. Ήλθαν και άλλες κοπέλλες. Μέχρι που γνώρισα και την Πρέσβειρα, ήταν μια απλή κοπέλλα με δύο παιδιά και καθόλου τουπέ.
     Έρραψα αρκετά, ήσαν καλοπληρωταί. Μια μέρα έμαθα πως η κοπέλλα που επρόκειτο να πανδρευθή τον μάγειρα, εξαφανίσθηκε. Ο αρραβωνιαστικός της, ζούσε και την γύρευε και μια νύχτα την πήρε και έφυγαν για την Πόλη. Την έλεγαν Σιοχεσκάγια. Ένα βράδυ κατά τις δέκα η ώρα, ακούσαμε μια φωνή. Φωτιά, φωτιά! Τρέξαμε όλοι έξω, τι να δούμε; καιγόταν το Ρωσικό Προξενείο, αλλά μαζί μ’ αυτό και τα υπόλοιπα Χριστιανικά σπίτια που ’χαν μείνει προς το Κουρσουνλοή Τζαμισί και προπαντός το σπίτι του παπού μου, του Αγίου Στεφάνου. Ήταν μεσοτοιχία με το κτίριο της Ρωσικής Πρεσβείας και καιγόταν. Τρέξαμε στο σπίτι, αλλά δυστυχώς τίποτα δεν μπορούσαμε να κάνουμε, η φωτιά είχε κυκλώσει τα πάντα. Για το θείο Πρόδρομο και τη θεία Όλγα, σας έχω γράψει. Ο θείος ήταν ανάπηρος, τα παιδιά τους, η Σοφία και η Ρωξάνη που είναι και βαφτισιά μου, ήσαν μικρά παιδιά. Ο θείος από την απελπισία του σηκώθηκε στο ένα του πόδι και φώναζε. «Τι μου χρειάζεται πια η ζωή, στα παιδιά μου δεν είμαι ικανός πλέον να δώσω ούτε μια στέγη! Ρίξτε με και μένα μέσα να καώ, να τελειώσουν τα βάσανά μας».
     Στο σπίτι του παπού Αναστάς καθόντουσαν ο σημερινός πασίγνωστος Σαμούρκα του καφέ ΜΠΡΑΒΟ με την αδελφή του, μικρούλης τότε, κάπου δώδεκα χρονών. Έπαθαν και αυτοί ζημίες. Το σπίτι του Σαράρ Κίλιμα και άλλα του Αμπάζ Ογλού κάηκαν σαν πυροτεχνήματα αλλά πιο φοβερό ήταν τα ζωντανά, τα άλογα της Πρεσβείας. Δεν ηύραν καιρό απ’ το ξαφνικό να ανοίξουν τα αχούρια και να ελευθερωθούν. Τα καϋμένα, ένοιωθαν τον κίνδυνον και χλιμίντριζαν με τέτοιο τρόπο που σου ράγιζαν την ψυχή. Δεν μπορούσε όμως κανείς να πλησιάση και κάηκαν.
     Έτσι χάθηκε και ο Άγιος Στέφανος που ήταν στα υπόγεια του σπιτιού του παππού. Στην εποχή του προπάππου μας, ήξεραν πως το Κουρσουνού Τζαμισί ήταν εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Οι τούρκοι βέβαια το μετέτρεψαν σε τζαμί και επειδή σύχναζαν οι Μεβλεβίδες και έκαμναν τα όργια τους, ο προπάππος μου μαζί με τον παππού μου επειδή ήξεραν πού ακριβώς ήταν ο Τάφος του Αγίου, νύχτα νύχτα κατεβαίνοντας στο υπόγειο, τον έκλεισαν με πέτρινο τοίχο και τον πήραν μέσα στο δικό τους υπόγειο για να μην το μολύνουν. Εγώ ξέρω καλά στο μεσαίο δωμάτιο του σπιτιού ήταν εντοιχισμένη ντουλάπα και ήταν στους τοίχους εικόνες, εικόνες· έμοιαζε σαν εκκλησούλα και στο δωμάτιο αυτό έμπαινες με δέος, όλο θυμίαμα μύριζε και με κάτι κακοφτιαγμένες σκάλες κατέβαινες προς το υπόγειο. Ο παππούς ποτέ δεν μας επέτρεψε να κατεβούμε, και μάλιστα με χώματα ήσαν γεμάτα τα κάτω σκαλοπάτια για να μην προσελκύσουν κανένα μάτι εχθρικό.
     Ο θείος Πρόδρομος με την οικογένειά του ηύραν καταφύγιο στο σπίτι του θείου Παναγιώτου, αυτού του υπέροχου ανθρώπου που βρισκόταν πάντα στο πλευρό κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη του. Καταλαβαίνετε στο σόι κανένας πλέον δεν είχε σπίτι, είμαστε πρόσφυγες στην ίδια πατρίδα μας και όλοι τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Είχα γράψει στον Κυριάκο τα νέα γεγονότα και εκείνος έστειλε αμέσως είκοσι λίρες, υφάσματα για ρούχα τους, και άλλα διάφορα. Και ο πατέρας ακόμη απ’ την εξορία του έστειλε δύο τσουβάλια αλεύρι. Τι μπορούσαν να προσφέρουν αυτά σε μια οικογένεια ρημαγμένη;
 
Θεέ μου τι δράματα, τι χρωστάν οι καλοί απλοί άνθρωποι στην κακία και στην λύσσα των κακούργων που χαρά τους είναι να ρημάξουν, να σκοτώσουν, να κάψουν. Ποιο είναι το κέρδος τους; Το αίσχος. Αυτό είναι το κέρδος τους. Τι έκαμαν, μας αφάνισαν, και πάλι οι ψυχές τους δεν ικανοποιήθηκαν. Δεν ανέβηκαν σκαλιά, κατέβηκαν, κατέβηκαν στο βούρκο, τρίφθηκαν στο βούρκο, να βρουν τι; την λησμονιά; αλλά δεν την ηύραν. Σκοτωμένοι είμαστε εμείς, λαβωμένοι αγιάτρευτα εκείνοι όσοι έκαμαν τα εγκλήματα αυτά, γιατί γιατρειά ποτέ δεν ηύραν.
     Κάποτε γνώρισα τον Ομέρ Λουτφού Μπέη, ιατρό. Μας εμβόλιαζαν υποχρεωτικά, για κάθε αρρώστεια, εποχές εποχές και είχαν εμβολιασθή ο αδελφός μου και η αδελφή μου. Του αδελφού μου κακοφόρμισε. Τι να κάνουμε, ούτε γιατρό, αλλ’ ούτε φαρμακείο Χριστιανικό δεν είχαμε. Τον πηγαίνω σ’ ένα τούρκικο φαρμακείο. Ήσαν εκεί δυο γιατροί και πολύς κόσμος. Οι γιατροί μιλούσαν γαλλικά και εμείς περιμέναμε την σειρά μας. Στο παιδί του φαρμακείου οι γιατροί είπαν να παραγγείλη δυο καφέδες και έδωσαν λεφτά για να τους φέρη δυο κουλούρια. Ήλθαν οι καφέδες, πέρασαν αρκετά λεπτά, κρύωναν οι καφέδες, αλλά τα κουλούρια δεν φαινόντουσαν. Είπα στον αδελφό μου να μην ανησυχή και βγήκα έξω. Εκεί κοντά ήταν ένας φούρνος, το θυμήθηκα. Έτρεξα, πήρα ζεστά ζεστά τρία κουλούρια και γύρισα. Το παιδί δεν είχε έλθει. Άφησα τα κουλούρια επάνω στο τραπέζι των ιατρών και κάθησα. Έφαγαν ήπιαν τον καφέ τους και το παιδί ήλθε με άδεια χέρια.
     Όταν ήλθε η σειρά μας, οι γιατροί εξέτασαν με μεγάλη προσοχή την πληγή του αδελφού μου, μου ’δωσαν φάρμακα, μου εξήγησαν πώς να τον περιποιηθώ και όταν ρώτησα τι τους οφείλω, μου είπε ο Ομέρ Λουτφί Μπέη – τον γνώρισα καλύτερα αργότερα, απ’ την χανούμισά του. Είναι πληρωμένα Ματμαζέλ χανούμ και εμείς και τα φάρμακα. Τα ζεστά κουλούρια τα πλήρωσαν όλα. Πρώτη μου φορά πλήρωσα τόσο λίγα για να κερδίσω τόσα πολλά! Εκείνην την εποχή η πληρωμή των ιατρών έφθανεν τις δύο λίρες, και τα φάρμακα; Τους ευχαρίστησα και έφυγα. Μετά κάμποσους μήνες ήταν τυχερό να γνωρίσω την γυναίκα του, της έραψα, γνωρισθήκαμε καλά. Της είπα το δράμα μας, την αϋπνία μου, με πήρε σπίτι της να με δη ο ιατρός. Με εξέτασε και είπε: «Όλα αυτά οφείλονται στο άγχος, στην αγωνία που ζήτε. Σας συμβουλεύω μην σκλαβώνεσθε στην νευρασθένεια, να αντιδράσετε όπως μπορείτε. Αδιαφορείστε· να ξέρετε αν η ζωή σας είναι εκατό χρόνια να ζήσετε, δεν θα γίνη εννενήντα εννέα και μισό, αλλά θα βασανίζεσθε. Βοηθήστε τον εαυτό σας». Και είπε η Χανούμισα, πάρτε το απόφαση, ότι από τον άνθρωπο πιο αιμοβόρο θηρίο δεν υπάρχει. (Ιγσαντάν βαγσί χαϊβάν γιόκτουρ). Δεν τους ξεχνώ, οι συμβουλές τους με βοήθησαν πολύ στην μετέπειτα ζωή μου, ήσαν και οι δύο καλλιεργημένοι και ευγενέστατοι άνθρωποι.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)