[ Εξορίες, απαγχονισμοί ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Μια μέρα έρχεται σπίτι μας ο Δημητρός Καρακάς, πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, ήταν «ντιρεκτόρ» της Οθωμανικής Τραπέζης Αγκύρας (Μπάγκα Οττομάν). Μας παρακάλεσε να γνωρισθούμε με μια Ελληνίδα που την φιλοξενούσαν στο σπίτι τους. Την είχε φέρει ο ομογάλακτος αδελφός του Κεμάλ. Ήταν δασκάλα στο Εσκί Σεχίρ. Στην οπισθοχώρηση των Ελλήνων την έκλεψαν. Την γνωρίσαμε, ήταν μια καλλονή και μία εξαιρετική ψυχή. Ξέρω το όνομά της. Θα το αποσιωπήσω. Μας διηγήθηκε την δραματική απαγωγή της. Κάμναμε συχνά παρέα, ερχόταν σπίτια μας, ως την φυγή μας από την Άγκυρα. Εκείνος ήταν τρελλά ερωτευμένος μαζί της. Μια φορά, ενώ ήταν στο μέτωπο Σμύρνης, είδε στον ύπνο του πως του την παίρνει άλλος. Παράτησε και στρατό και μέτωπο και με το άλογό του ήλθε να την βρη. Όταν φύγαμε εμείς το 1922, ήταν εκεί. Πώς βρέθηκε το 1923 μπροστά στο ξενοδοχείο που μέναμε, στον Πειραιά, στην ακτή Μιαούλη; Την πήραμε μέσα, χαρήκαμε πως γλύτωσε και αυτή μας διηγήθηκε πώς δραπέτευσε σχεδόν από την Τουρκία. Ετοίμασε κρυφά το διαβατήριό της. Τίποτα δεν πήρε, ούτε ένα κόσμημα από όσα της είχε κουβαλήσει αυτός και ένα βράδυ πήρε το τραίνο και έφθασε στην Πόλη. Εκείνος ήταν απησχολημένος στο μέτωπο Σμύρνης. Ένα τέταρτο είδε την μητέρα της στην Πόλη και αμέσως πήρε το βαπόρι για την Ελλάδα, για να χάση τα ίχνη της.
 
Οι εξορίες στην Άγκυρα συνεχιζόντουσαν. Πήραν τον Δημητρό Καρακάς και άλλους, τον ιατρό Ξενίδη που ήταν μαιευτήρ. Αλλά οι Χανούμισες μαζεύθηκαν στην πόρτα του και με κανέναν τρόπο δεν διαλύθηκαν και απήτησαν από την Κυβέρνηση να αφεθή ελεύθερος και τον άφησαν. Πολλούς Χριστιανούς στρατιώτες έφερναν στην Άγκυρα αιχμαλώτους. Άλλοι είχαν υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό εθελονταί, άλλοι είχαν επιστρατευθή. Όλων αυτών των δυστυχισμένων η Άγκυρα έγινε ο Τάφος τους. Τους έβαζαν να σκάβουν μόνοι τους τον τάφο τους και ύστερα από στερήσεις και βασανιστήρια τους κρέμαγαν μ’ ένα φιρμάνι στο στήθος που έλεγε Βατάν χαϊνναρί (Προδόται).
     Μια μέρα η θεία η Ευτέρπη, αδελφή της μαμάς είχε πάει στην μοναδική πλέον εκκλησία, στον Άγιο Γεώργιο στο Ατ παζαρί. Γυρνώντας βλέπει κάτι τουρκάλες μαζεμένες σ’ έναν δρόμο. Μιλούσαν φωναχτά και μια γυναίκα να παίρνη πέτρα και να πετά ψηλά. Μόλις σηκώνει τα μάτια της να δη, έφριξε. Ήταν ένας κρεμασμένος, μετά άλλος και άλλος συνέχεια στη σειρά, κόντεψε να λιποθυμήση. Έβαλε όλα της τα δυνατά να μην φωνάξη, να μην πέσει, γιατί ήξερε, αν έκαμνε κάτι τέτοιο δεν θα έβγαινε ζωντανή από τα χέρια των μαινομένων τουρκαλάδων γιατί λυπήθηκε τους γκιαούριδες, τους προδότας. Έφθασε σέρνοντας στους Χριστιανικούς μαχαλάδες και εκεί έπεσε, δεν άντεχε άλλο. Την πήραν σπίτι της και μας ειδοποίησαν· φέραμε γιατρό. Έπαθε τρόμον των νεύρων με καρδιακή κρίση και από τότε ποτέ πλέον δεν ηύρε την υγεία της. Έγινε το φάντασμα του εαυτού της, θαρρείς πως ζούσε στη σκιά της αγχόνης.
     Οι κρεμάλες συνεχιζόντουσαν, την μία μέρα 28, την άλλη 30 παλληκάρια πλήρωναν για την λύσσα του Μινώταυρου της Αγκύρας, ώς που μια μέρα μερικά παιδιά μεγάλων αρχόντων της τρομοκρατίας θέλησαν να παίξουν και αυτά το παιχνίδι που έπαιζαν οι πατεράδες τους. Το παιχνίδι της κρεμάλας. Και απαγχονίζουν ένα αθώο παιδί, ενός μεγάλου. Σείσθηκε η Άγκυρα, αλλ’ οι απαγχονισμοί σταμάτησαν. Άρχισαν οι εκτελέσεις με τα όπλα. Χιλιάδες κορμιά έπεσαν· η Πατρίδα μας έγινε ένα μεγάλο νεκροταφείο. Οι ψυχές μας επαναστατούσαν. Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Υπομονή και προσευχή, αφού οι μόνοι που μπορούσαν να μας βοηθήσουν μας είχαν αφήσει στην οργή του εχθρού.
     Μια μέρα κατέβαινα από το σπίτι ενός Βουλευτού, του Νετζιπεττίν Μπέη, που με την οικογένειά του είχαμε πολύ καλές σχέσεις. Στην δική μου ηλικία είχε εγγονές και έραψα μάλιστα της μιανής την προίκα. Η γυναίκα του η Κιούλλ Χανίμ, όταν τις Κυριακές πηγαίναμε στην Εκκλησία, μας περίμενε μπροστά στο παράθυρό της να μας φωνάξη να ανεβούμε επάνω και δεν ήξερε πώς να μας περιποιηθή. Δυο φορές μας έστειλε ολόκληρο ταψί γιουμουρτά πορεγί που το ’φτιαχνε μόνη της τόσο ωραίο και η μαμά τής έστελνε απ’ τα γλυκά της Αγκύρας. Ο Νετζιπεττίν Μπέης ήταν που με μια επιστολή του εφοδιάζοντας τα ξαδέλφια μου, τον Αναστάς Αλτητόπη και Πεσματζόγλου, τους έβγαλε στην ζωή ελεύθερους, πως δήθεν είναι στην υπηρεσία του. Είχαν μείνει ενάμιση χρόνο κρυμένοι ανάμεσα σε δυο τοίχους και αν έμεναν ακόμα θα πέθαιναν. Είχαν γίνει σκελετοί.
     Λοιπόν κατέβαινα από το Ατ παζάρ και χωρίς να ξέρω βρέθηκα πίσω από τις φυλακές που κρατούσαν τους αιχμαλώτους. Ήταν παραμονές του Πάσχα το 1922 και ακούω καθαρά να με φωνάζουν. «Δεσποινίς, Δεσποινίς είσαι Χριστιανή, καλό Πάσχα, καλό Πάσχα». Δεν πρόφθασα να καταλάβω από πού έρχεται η φωνή και βλέπω μπροστά μου ένα κασκέτο που κρεμόταν μ’ ένα σπάγκο και η άκριά του ήταν δεμένη σ’ ένα παράθυρο ψηλά στις φυλακές. Κατάλαβα, κύτταξα γύρω μου, δεν φαινόταν κανείς, έβγαλα αμέσως απ’ την τσάντα μου αρκετά λεφτά. Ευτυχώς στο σπίτι του μπέη μόλις είχα πληρωθή. Τα έβαλα στο κασκέτο και στο λεπτό εξαφανίσθηκε το κασκέτο. Εγώ κύτταζα τα χλωμά πρόσωπα των αιχμαλώτων που ’χαν στριμωχθεί στο παράθυρο. Όλοι νέοι, Χριστέ μου. Κλεισμένοι στο σιδερένιο κουτί, απ’ όπου θα ’βγαιναν να εκτελεστούν και να γίνουν βορά των κοράκων, να κορέσουν την μανία τους οι αιμοβόροι, ήμουν σίγουρη για το τέλος τους, θα ’παιρναν και αυτοί την σειρά τους στους 28-30 αύριο. Όταν, άξαφνα, φάνηκε ο φρουρός. Όταν με είδε αγρίεψε. Τι θέλεις εσύ εδώ, γκιαούρισα; Χύμιξε πάνω μου προτείνοντας την ξιφολόγχη του. Δεν τα έχασα. Μετά την θεία Χάρη που έλαβα τίποτα δεν με φόβιζε. Ήξερα πως Εκείνος ήταν μαζί μου. Ψύχραιμα του είπα πως έρχομαι απ’ τους Μπέηδες και μπερδεύθηκα στον δρόμο μου. Χάσου απ’ εδώ, μου είπε, αν σε ξαναδώ θα σε τρυπήσω πέρα για πέρα. Από πάνω τσιμουδιά δεν ακουγόταν. Φοβήθηκαν και αυτοί, μόνον όταν έστριβα την γωνία άκουσα να φωνάζουν Καλό Πάσχα αδελφή, θα κάνουμε και εμείς Πάσχα. Τα καϋμένα ίσως ήταν το τελευταίο τους Πάσχα.
     Στο σπίτι ένα διάστημα δεν είπα τίποτα για να μην δώσω άλλη ανησυχία. Το να βοηθήσεις αιχμαλώτους ήταν η ποινή του θανάτου. Τίποτε δεν σε γλύτωνε, αυτός ήταν ο νόμος τους.
 
Στον τακτικό Στρατό Αμελέ Ταπουρού ήσαν αρκετοί Χριστιανοί, αυτούς που επιστράτευσαν οι Τούρκοι, όλοι Τούρκοι υπήκοοι. Πιο κατάλληλο να έλεγαν «Τάγμα μελλοθανάτων». Οι στερήσεις, τα βάσανα, οι ξυλοδαρμοί, έφαγαν εκατοντάδες παιδιά. Γι’ αυτούς κρεμάλα δεν υπήρχε, υπήρχαν τα βασανιστήρια. Αρκετοί απ’ αυτούς ερχόντουσαν τις Κυριακές στην Εκκλησία. Οι επίτροποι είχαν κανονίσει κάθε οικογένεια όσους μπορεί να παίρνη στο σπίτι τους για να τους περιποιηθή, να νοιώσουν και αυτοί οι δυστυχείς μια κάποια στοργή, μια παρηγοριά. Οι γυναίκες επίτηδες πήγαιναν στην εκκλησία να φέρουν στρατιώτες. Η μαμά έφερνε τακτικά δύο δύο στρατιώτες.
     Αφού τους κρατούσαμε όλη την ημέρα, τους ετοιμάζαμε ό,τι τους χρειαζόταν, ρουχισμό κτλ., έφευγαν κλαίγοντας οι καϋμένοι, όλοι τους ήσαν βασανισμένοι. Μια Κυριακή η μαμά πάλι μας έφερε δύο νεαρούς στρατιώτες και ενώ τρώγαμε ρωτούσαμε βέβαια από πού είναι ποίοι είναι. Ο ένας είπε πως είναι από τα Σπάρτα της Πισιδίας και όταν είπαμε πως και εγώ είμαι αρραβωνιασμένη με τον Κυριάκο Μαστορόγλου από τα Σπάρτα, σηκώθηκε αμέσως επάνω και φίλησε το χέρι της μαμάς και μας συστήθηκε πως είναι ξαδέλφια με τον Κυριάκο. Ο Νίκος Παπαχαρίτονος. Χαρήκαμε, και εκείνος και εμείς, και κάθε Κυριακή πλέον ερχότανε, όπως το κανονίσαμε.
     Μια Κυριακή που ήλθε μας είπε πως είκοσι παιδιά συμφώνησαν να λιποτακτήσουν και να προσπαθήσουν να φθάσουν τα Ελληνικά στρατεύματα που αν και είχαν υποχωρήση, ήσαν ακόμα στα Τουρκικά εδάφη. Η Σμύρνη ήταν ακόμα στα χέρια των Ελλήνων. Τρομάξαμε, προσπαθήσαμε να τον πείσουμε μην κάμει καμμιά ανοησία γιατί αυτό ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ήταν αδύνατον να φθάσουν στα Ελληνικά πριν πέσουν στα Τούρκικα, οπότε θα τους κρέμαγαν. Μετά πολλά η μαμά τον έβαλε να ορκισθή πως δεν θα επιχειρήση να φύγη, και έφυγε. Πέρασαν δύο εβδομάδες, δεν φάνηκε και ανησυχήσαμε. Το ’παιρνε προσβολή να χωρίση απ’ τους φίλους του και πιστέψαμε πως έφυγε. Ύστερα από ένα μήνα μας ήλθε αγνώριστος, αδυνατισμένος, τσακισμένος. Τι έπαθες Νίκο; τι έχεις; Όταν ρωτήσαμε έβαλε τα κλάματα και μας είπε πως την ζωή του χρωστάει σ’ εμάς, προπαντός στη μαμά που τον εμπόδισε να φύγη. Οι δεκαεπτά ξεκίνησαν, έφυγαν. Πριν περάσουν εικοσιτέσσαρες ώρες οι τούρκοι ανακάλυψαν πως λείπουν. Δεν ήσαν λίγοι, βλέπετε, ήσαν δέκα επτά άτομα! Κίνησαν γην και ουρανό και τους έπιασαν και τους κρέμασαν χωρίς δίκη, χωρίς εξέταση. Αυτούς δε, επειδή δεν μαρτύρησαν, τους έβαλαν φυλακή επί είκοσι μέρες, μόνον ξερό ψωμί και νερό. «Γι’ αυτό καταντήσαμε έτσι» μας είπε. Μετά τα γεγονότα μάθαμε πως έφθασε κοντά στους δικούς του.
 
Ο θείος ο Αβραάμ Πασχαλίδης, ο άνδρας της πρώτης ξαδέλφης της μαμάς, της θείας Σεμέλης, ήταν κρυμένος από την υποχώρηση των Ελλήνων επί ενάμισυ χρόνο στο πατάρι του σπιτιού τους. Ήταν τρεις πόρτες συνεχόμενες στον δεύτερο όροφο, τρία μικρά δωμάτια (μεγβά οτασί) όπου έβαζαν τα χειμωνιάτικα φρούτα. Κάθε σπίτι είχε μεγβά οτασί. Η θεία Σεμέλη, θεού φώτιση· έβαλε κουρτίνες από κουβέρτες στη σειρά στις πόρτες. Ερχόντουσαν οι τούρκοι να ψάξουν – ποτέ δεν έπαψαν να ’ρχονται ώς που να φύγωμε–, η θεία τραβούσε τις δυο κουβέρτες με τέτοιον τρόπο, ώστε να μαζευθούν να κλείσουν την πρώτη. Επί ενάμισυ χρόνο, μπήκαν, βγήκαν, τόσα μάτια, τόσοι άνθρωποι και τρεις και πέντε φορές, ημέρα και νύχτα και δεν σκέφθηκε κανείς να τραβήξη την κουρτίνα προς την αντίθετη μεριά; Αν την τραβούσαν θα έβλεπαν και τρίτη πόρτα και πίσω απ’ αυτήν θα έβλεπαν έναν ασκητή με μακρυά γένεια και μαλλιά να είναι γονατιστός μπροστά στα εικονίσματα, μ’ ένα κανδήλι αναμένο να προσεύχεται. Να ποιος εμπόδιζε να ανοίξουν την πόρτα. Ήταν αυτός που έφαγε το μπάτσο απ’ τον τούρκο μπροστά στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όταν είπε πως την γλυτώνουμε. Όταν οι Έλληνες πλησιάζανε στην Άγκυρα δεν είχαμε εμείς ελευθερία κινήσεως, είμαστε από το δεκατέσσερα αποκλεισμένοι. Πώς θα υποδεχόμεθα τους Έλληνες;
     Ο Πασχαλίδης ήταν από τους καλούς εμπόρους, στο κατάστημά του είχε υφάσματα σαν ναυτική σημαία, γαλάζιο με άσπρο. Τα ’κοψε όλα σε μέγεθος σημαίας, τα ετοίμασαν κρυφά κρυφά και ήταν έτοιμα να δοθούν στους Χριστιανούς για την υποδοχή. Κατά την υποχώρηση όλα τα καταστρέψανε. Αν πέρναγαν στα χέρια των τούρκων ούτε η οικογένειά του δεν θα γλύτωνε.
     Τις μέρες αυτές διαδόθηκε πως έπιασαν αιχμάλωτο τον Τρικούπη και υποχρέωσαν τον κόσμο να πάη να τον υποδεχθή. Έστησαν μια αψίδα, και έβαλαν την φωτογραφία του Κεμάλ επάνω και έλεγαν στον Τρικούπη να σκύψη να προσκυνήση. Εκείνος ούτε το κεφάλι του δεν έσκυψε και την στιγμή που πέρναγε φώναξε «Ζήτω η Ελλάς». Οι τούρκοι άρχισαν να του ρίχνουν ντομάτες, κούφια αυγά, σάπια φρούτα και να τον κοροϊδεύουν. Εμείς δεν πήγαμε, μας είπαν αυτοί που το είδαν. Εν τω μεταξύ ήλθε διαταγή να μην τον κακοποιήσουν και τον πήραν. Τι έγινε μετά, ούτε μάθαμε.
     Ύστερα από λίγες μέρες, άλλος ντελλάλης. «Μουσλούμ γαϊρί μουσλούμ», είναι υποχρεωτικό να πάμε να δούμε όλοι, αιχμαλώτισαν ένα Ελληνικό αεροπλάνο και το έβαλαν για δημόσιο θέαμα στον σταθμό. Εκεί πήγα και είδα ένα μικρό αεροπλάνο μισοκαταστρεμένο. Μας έδειξαν και τα υπολείμματα που είχε από την τροφή του ο αεροπόρος. Μια ξερή γαλέτα, μια φούχτα σταφίδα και μια φούχτα καβουρδισμένο σιτάρι και φώναζαν δυνατά· να με τι πολεμούν οι Έλληνες, ούτε να φάνε δεν έχουνε κτλ. και γελούσαν. Με το πρώτο μάτι καταλάβαινες πως το καβουρδισμένο σιτάρι δεν ήταν Ελληνική τροφή, γιατί αυτό συνηθίζεται πάρα πολύ στα μέρη μας. Το σιτάρι εκεί είναι γεμάτο και γίνεται αφράτο στο καβούρδισμα και το τρώνε με σταφίδα ή με καναβούρι και είναι ωραίο. Αλλά όπως ήλθαν τα πράγματα στην υποχώρηση, πώς να πούμε πως δεν στερήθηκαν τα πάντα, και δεν είχαμε ιδέα για το μέγεθος της καταστροφής. Πάντως δεν είχαμε πιστέψει στην ήττα των Ελλήνων.
     Στο Εσκί Σεχίρ, στην υποχώρηση, έχασα και έναν πρώτον μου ξάδελφο, έφεδρο αξιωματικό, τον Κωνσταντίνο Χρυσοσφαιρίδη. Ήσαν από το 1904 στην Αθήνα οι αδελφές του πατέρα μου, η θεία Άννα Χρυσοσφαιρίδου με τα τέσσερα αγόρια της. Τον Βασίλειον, τον Αλέξανδρον, τον Χαράλαμπον που και αυτός ήλθε στρατιώτης μέχρι το Εσκί Σεχίρ, όπου στην οπισθοχώρηση τραυματίσθηκε βαρειά και ο Κώστας σκοτώθηκε.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)