[ 1922. Πήραμε την απόφαση να φύγουμε ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Τον Σεπτέμβριο οι Τούρκοι έκαμαν άλλο ντονανμά, ήσαν ενθουσιασμένοι, έλεγαν πως πήραν πίσω το Κιαούρ Ισμίρ και τραγουδούσαν.
 
     Αγκαρανίν τασινά πακ
     κυοζλεριμίν γιασινά πακ
     πιζ γιοννανί γεσίρ αλτίκ
     σιού φελεγίν ισινέ πακ.
     Οσμάνλιγιζπέκ σανλιγίζ.
 
     Εμείς πάλι δεν θέλαμε να το πιστέψουμε και δεν ξέραμε να διαβάζουμε τούρκικες εφημερίδες.
     Μια μέρα Παρασκευή ήλθε με το άλογό της η Μουκερέμ Χανούμ, μια απ’ τις καλλίτερες πελάτισσές μου που μ’ αγαπούσε πολύ. Η καταγωγή της ήταν απ’ την Θεσσαλονίκη. Ξαφνιάσθηκα όταν την είδα, γιατί Παρασκευή μέρα καμμιά τουρκάλα δεν βγαίνει στο δρόμο και μάλιστα να κατεβή απ’ τα αμπέλια. Εκεί έμεναν. Μόλις καθήσαμε μας είπε, εμείς οι τρεις έχουμε να μιλήσουμε σοβαρά, θέλω να μην μας ενοχλήση κανείς. Βλέπετε είχα τα κορίτσια μου. Μόλις μείναμε μόνες, μου είπε «ματμαζέλ Χανούμ», έτσι με έλεγαν όλες οι Χανούμισες, «ξέρεις τι αγάπη σου ’χω, να μια απόδειξη πως άφησα τέτοια μέρα τους καλεσμένους μου και το σπίτι μου και ήλθα να σου φέρω ειδήσεις. Ό,τι θα σου πω θα το κάνης. Για το καλό σου προσπαθώ». Ο αδελφός της ήταν Βουλευτής, ο γαμβρός της ήταν Μιραλάγγ, δεν ξέρω τους βαθμούς αυτούς, και ο πατέρας της ένας από τους τρεις Μυστικούς Συμβούλους του Κεμάλ, όπως μας έλεγε. Ο Κεμάλ Πασσάς, ύστερα από λίγον καιρό θα δώση μια άδεια για ένα μήνα στους Χριστιανούς να φύγουν στην Πόλη. Θέλω να είσαι η πρώτη που θα φύγης, αν και δεν θέλουμε να σε χάσουμε, είναι ανάγκη να φύγης. Μην απομακρυνθής απ’ την Πόλη, εμείς θα ’ρθούμε να σας βρούμε. Να στείλης άνθρωπο έμπιστο στον πατέρα σου, να πάρη άδεια για τρεις μέρες και στον μνηστήρα σου γράψε αν μπορή να πάη και αυτός στην Πόλη. Για τα χαρτιά σου μην νοιάζεσαι, θα σε βοηθήσω, πρέπει να είσαι έτοιμη πριν την αγγελία του Κεμάλ».
     Τι να κάνουμε; μου κόπηκε η αναπνοή, αν είναι παγίδα; Ύστερα από τόσα χρόνια αποκλεισμό; Ούτε έναν άρρωστο δεν άφηναν να πάη στην Πόλη. Πώς να κάνω; είχα μια δουλειά στρωμένη, τόσα κορίτσια. Έπαιρνα δουλειά να παραδώσω μετά ένα ή δυο μήνες. Έστελνα λεφτά στους εξορίστους, είχα τόσους φτωχούς που κρέμονταν απ’ εμένα. Δεν δείλιασα. Της τα είπα της Μουκερέμ Χανούμ· γέλασε. «Ναι κόρη μου, σε ξέρω πως είσαι ένας θησαυρός, γι’ αυτό θέλω να σε σώσω. Τώρα θα πας ήσυχα, αργότερα δεν σου εγγυώμαι. Ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνη. Ίσως και σφαγή». Και τότε πήραμε την απόφαση να φύγουμε. Και μας είπε: Μην πάρη είδηση κανείς ώσπου να βγουν οι άδειες.
     Κάναμε έτσι όπως μας είπε, γράψαμε στον πατέρα να έλθη για τρεις μέρες με άδεια και στον Κυριάκο πως εμείς πηγαίνουμε στην Πόλη και θα το καταλάβαινε. Ήλθε ο πατέρας, αγνώριστος, ξεσηκώσαμε και τα ξαδέλφια μας, την θεία Μιμίκα, την κ. Ξενίδου, με το γυιό της. Την οικογένεια του θείου μου Κωστή και όλοι μαζύ μόλις δημοσιεύθηκε η άδεια για ένα μήνα ξεκινήσαμε, στις 29/10/22.
     Για την Σμύρνη τίποτα θετικό δεν ξέραμε, αν ξέραμε, δεν θα βγαίναμε στο δρόμο για κανέναν λόγο.
     Την ημέρα που φεύγαμε, 300 τούρκους και Χριστιανούς εκτελέσανε οι τούρκοι, μεταξύ τους ήταν και ο Μουσταά μπέης του Καράκετην. Γι’ αυτόν έχω αναφέρει προηγουμένως στην σφαγή των Αρμεναίων, ήταν Κούρδος και αντικεμαλικός.
     Λυπήθηκαν πολύ όλες οι Χανούμισες. Πως θα φύγουμε δεν το πίστευαν. Δεν δέχθηκαν οι περισσότερες να πάρουν πίσω τα ρούχα τους και μου πρόσφερναν διπλή τιμή, μήπως δεν ήμουν ευχαριστημένη. Τα ρούχα τους τα άφησα στην μαντάμ Σάρα, σπιτονοικοκυρά μας. Άφησα χιλίων παγκανότων δουλειά ημιτελή. Μερικοί Βουλευταί μάς είπαν πως εγγυώνται για την ζωή μας, αλλά ο φόβος, η αγωνία μάς είχαν παραλύσει πλέον. Πήραμε τα μάτια μας να φύγουμε. Δουλειά και λεφτά είχαμε άφθονα, ησυχία όμως όχι. Πώς να καταλάβουν αυτοί που δεν έζησαν τη ζωή αυτή; Τα κονδύλια και τα χαρτιά δεν μπορούν να τα περιγράψουν!
     Στο σταθμό μάς κατέβασαν μερικοί βουλευταί και έδωσαν εντολή στους σταθμάρχας να μας προσέχουν. Ξεκινήσαμε, αφίνοντας πίσω μας γλυκές και πικρές αναμνήσεις απ’ την γλυκειά πατρίδα. Σπίτια δεν μας είχαν μείνει. Οι αγαπημένοι μας συγγενείς που μια αόρατη κλωστή σε δένη, που ούτε βλέπεις, αλλά ούτε μπορείς ν’ αρνηθής την ύπαρξή της. Τους τάφους των προγόνων μας, που όταν είμασταν εκεί νοερά φανταζόμαστε πως δεν έχουν απομακρυνθή από μας. Τα κορμιά δικών μας και άλλων χιλιάδων ανθρώπων που άγνωστοι και άταφοι έμειναν εκεί. Πόσων μανάδων δάκρυα η δύστυχη πατρίδα μου χωρίς την θέλησή της δημιούργησε; Στη θύμηση αυτή, βαρύς πόνος μου πλάκωσε το στήθος. Το τραίνο πήγαινε αργά αργά, όλοι οι σταθμοί που περνούσαμε ήσαν καταστραμμένοι. Σουρουπόνοντας φθάσαμε στο Εσκί Σεχίρ. Μετά τον έλεγχο, αφού μας σκάλισαν μέχρι το ψωμί του φούρνου, κάθε λίγο ερχόταν κοντρόλι και ζητούσαν πότε μια πότε δυο παγκανότες για κάθε άτομο. Η αξία τους εκείνην την εποχή ήταν πέντε παγκανότες μια λίρα χρυσή. Φύγαμε απ’ την Άγκυρα με αρκετά λεφτά. Δεν επέτρεπαν να πάρης μαζί σου πολλά λεφτά. Ξήλωσα όλα τα πέτα των παλτών και σακκακιών μας και με μεγάλα ποσά και λίγο όγκο, τις παγκανότες τις έρραψα μέσα. Τις λίρες, άλλες ντύνοντας με βαμβάκι και ύφασμα έκαμα κουμπιά, άλλες τύλιξα σε κουβάρια με μαλλί Αγκύρας κτλ. Τα καταφέραμε. Στο δρόμο υποφέραμε αρκετά παρ’ όλες τις συστάσεις των Βουλευτών.
     Μετά τρεις μέρες φθάσαμε στο Καρακόγ, όπου τελείωνε η σιδηροδρομική γραμμή. Ήταν τελείως καταστρεμμένη. Τώρα τι γίνεται; πώς θα περάσωμε στο απέναντι Μπιλετζίκ; Η χαράδρα που έχασκε μπροστά μας, έδειχνε στο βάθος ένα τραίνο σαν παιδικό παιχνίδι, που είχε γκρεμνισθή μαζύ με την γέφυρα όταν το βομβάρδισαν οι Έλληνες. Σε λίγο βλέπουμε στρατιωτικά αμάξια. Όχι αυτοκίνητα γιατί δεν υπήρχαν τότε, και επί κεφαλής έναν αξιωματικό. Ο πατέρας τρέχει προς τον αξιωματικό, να παρακαλέση αν είναι δυνατόν να ενοικιάσωμε τα αμάξια να μας μεταφέρουν στο Μπίλετζικ. Δέχθηκε ο αξιωματικός να μας παραχωρήση τα αμάξια και σε επτά απ’ αυτά φορτώσαμε ό,τι είχαμε μαζύ μας, τα πληρώσαμε διπλά στην αξία τους και κάθησε από ένα παιδί μας απ’ επάνω και σ’ ένα άλλο μπήκαν οι θειάδες και τα παιδιά. Εγώ και η μαμά, αφού τους βολέψαμε όλους, μείναμε κάτω, δεν έμεινε θέσι για μας. Ο αξιωματικός μάς πρόσφερε το δικό του λαντό και ο ίδιος μαζί και ξεκινήσαμε.
     Τι μέρη, τι κρημνοί γύρω μας. Φοβερή ερημιά κρατούσε. Ήμουν από μικρή ηλικία συνηθισμένη να ’μαι ανάμεσα στα βουνά όταν πηγαίναμε στο τσιφλίκι μας, αλλά εδώ ήσαν όλα φρικτά. Η μοναξιά και η αβεβαιότης για την ζωήν μας έκαμνε τόση εντύπωση, που δεν είμαι ικανή να σας περιγράψω.
     Προχωρώντας με το αμάξι ο αξιωματικός μάς διηγόταν γεγονότα από την σφαγή των Χριστιανών και κατέκρινε την στάσι των τούρκων. Όταν φθάσαμε σ’ ένα μέρος από κρημνό, μας έδειξε μια χαράδρα τόσο σκοτεινή, τόσο φοβερή, μόνον να το βλέπεις σου ’κοβε την χολή. Μας είπε πριν μια βδομάδα 20 αιχμάλωτοι που στασίασαν για την κακομεταχείρισή τους, τους πέταξαν οι τούρκοι στρατιώτες σ’ αυτήν την χαράδρα. Προχωρήσαμε καμιά τριακοσαριά μέτρα, σταμάτησε ο αξιωματικός το αμάξι και κατέβηκε. Μας είπε αν θέλουμε να κατεβούμε και εμείς να ξεμουδιάσωμε λίγο. Κατεβήκαμε, όπως και ο αμαξάς. Σε δυο λεπτά χάθηκαν και οι δύο από μπροστά μας. Ύστερα από λίγο έρχεται μόνος ο αμαξάς, ανεβαίνει στο αμάξι, δίνει μια στ’ άλογα και ξεκινάει. Εμείς μείναμε εκεί. Τώρα τι γίνεται; πού είνε ο αξιωματικός; γιατί φεύγει το αμάξι άδειο; Τι θα μας κάνουν; Η μαμά με αγωνία πιάνει τα δυο μου χέρια, κόρη μου, τι πρόκειται να μας κάνουν; Θεέ μου, τα παιδιά μου, εδώ θα ’νε το τέλος μας, η χαράδρα; Της δίνω κουράγιο, μην απελπίζεσαι μανούλα, έχει ο Θεός, περίμενε. Εκείνην την στιγμή φάνηκε ο αξιωματικός. Μόλις είδε να φεύγη το αμάξι, έκαμε χωνί τα δυο του χέρια και φώναξε με όλη του την δύναμι τον αμαξά. Εμείς προχωρήσαμε προς το μέρος του, παρ’ όλο δεν ξέραμε εκείνην την ώρα αν μπροστά μας είχαμε εχθρό ή φίλο. Και ακούσαμε να λέει. Φτου να πάρη ο διάολος, είναι και κουφός, θα μας ακούση; ή θα μας αφήση να μας σπαράξουν οι λύκοι και τα τσακάλια νυχτιάτικα εδώ; Ευτυχώς ύστερα από αρκετή προσπάθεια μας άκουσε ο αμαξάς και σταμάτησε. Εμείς τρέχαμε για να μικρύνουμε την απόστασι που μας χώριζε απ’ το αμάξι. Επί τέλους το φθάσαμε και με μεγάλη ανακούφισι ανεβήκαμε στο αμάξι και ξεκινήσαμε. Ο αξιωματικός έκαμε παρατήρησι στον αμαξά και εκείνος είπε με τέτοιο σκοτάδι δεν είδε τις κυράδες να κατεβαίνουν, και εκείνον νόμισε πως είχε ανεβή και έβαλε μπρος το αμάξι. Και τι λαχτάρα στοίχισε σε μας ένας Θεός το ξέρει. Ένοιωθα το χέρι της μαμάς μου στην πλάτη μου να τρέμη, όπως με κρατούσε. Μόνον με τα μάτια συνεννοούμεθα και είχαμε την ψυχή μας στο Θεό στραμμένη. Σε τέτοιες ώρες μόνον εκείνος στέκεται κοντά μας. Μετά τρισήμισυ ώρες φθάσαμε εμείς στο Μπιλετζίκ. Άλλη ερημιά και καταστροφή. Ούτε ένα σπίτι όρθιο, ψυχή ζωντανή δεν υπήρχε. Ένας καταυλισμός για τους στρατιώτες και εκεί μέσα μας έβαλαν τη μαμά και εμένα. Πού ’ναι οι άλλοι; δειλά δειλά ρωτήσαμε τον αξιωματικό. Φαινόταν καλός άνθρωπος, προσπαθούσε να μας καθησυχάση. Εμείς ήλθαμε γρήγορα είπε, θά ’ρθουν, θά ’ρθουν και οι άλλοι και έφυγε.
     Ύστερα από λίγο ήλθαν οι θειάδες και συνέχεια ήλθαν και άλλοι εκτός απ’ το αμάξι του αδελφού μου. Ήλθαν και άλλες οικογένειες απ’ την Άγκυρα και απ’ αλλού. Ο Τζισμετζόγλου Συμεών, με την γυναίκα του την Ελένη που ήταν και συμμαθήτριά μου και τις αδελφές του που ήσαν πολύ ωραίες κοπέλλες. Η κ. Αρετή Κοτζαμάνογλου, με την κόρη της την Σοφία. Εμάς ο αξιωματικός μάς έβαλε κοντά στους φρουρούς, όπου ανάβανε φωτιά. Με τους άλλους μας χώριζε ένας ξύλινος τοίχος, τους ακούγαμε, αλλά δεν τους βλέπαμε. Τους άνδρες τους χωρίσανε, τους πήγανε στα βαγόνια, τους είδαμε για μια ώρα. Εκείνην την ώρα έρχεται ένας στρατιώτης και φωνάζει, τίνος είναι το αμάξι που κρημνίσθηκε στο ρεύμα; Όλοι σηκωθήκαμε στο πόδι, η μαμά κόντεψε να λιποθυμήση. Εκείνην την στιγμή αισθάνθηκα την ίδια δύναμη που είχα αισθανθή στο σπίτι του Χαχάμι και μια φωνή βγήκε απ’ το στόμα μου. Μαμά, μαμά, δεν είναι αμάξι αυτό που έπεσε στον κρημνό, αλλά αυτοκίνητο, μη φοβάσαι, το ξέρω καλά, αλλά και η ίδια απορούσα τι λέω, τα ’χω χαμένα; Μπροστά στον χαμό του αδελφού μου που δεν είχε έλθει ακόμα έχασα τα λογικά μου; δεν ήξερα τι να πω: αλλά καμμιά ανησυχία δεν αισθανόμουν.
     Σε λίγα λεπτά, ευτυχώς, ξανάρχεται ο στρατιώτης «δεν είναι αμάξι αυτό που έπεσε στο κρημνό, αλλά στρατιωτικό αυτοκίνητο, ποιος από σας το φόρτωσε;» Η κ. Αρετή Κοζαμάνογλου είπε πως είναι δικό της και αμέσως ήλθε ο αδελφός μου, δόξα τω Θεώ.
     Μου λέει η μαμά, «πώς είπες εσύ πως ήταν αυτοκίνητο, πού το ήξερες; ποιος σου το είπε;» «Εκείνος που ξέρεις», είπα και το κατάλαβε και έκαμε τον σταυρό της. Η Σοφία Κοτζαμάνογλου είχε κρύψει στα πολλά μαλλιά της μέσα ένα κόσμημα διαμαντένιο, το είδαν οι στρατιώτες και της το πήραν, φαίνεται τους άνοιξε την όρεξη αυτό και άρχισαν να έρχωνται και να ζητούν απ’ τις γυναίκες κοσμήματα και χρήματα. Μάζεψαν αρκετά, εγώ φορούσα τις βέρες μου που τότε ήταν μόδο τριπλή σειρά. Ένας στρατιώτης τις έβαλε στο μάτι, μου τις ζήτησε, δεν ήθελα να τις αποχωρισθώ και δεν του τις έδωσα. Θύμωσε, δεν θα σ’ αφήσω να φύγης απ’ εδώ είπε. Η μαμά και η θεία Μιμίκα με παρακαλούσαν να μην οξύνω τα πράγματα, να τις δώσω. Δεν τις έδωσα και μέσα μου άρχισα σιωπηλά να προσεύχωμαι.
     Σε λίγο ακούμε φωνές πίσω απ’ το χώρισμα, είχε έλθει ο αξιωματικός και φώναζε, παλιοτόμαρα ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να κάνετε τέτοιες ατιμίες στον λόχο τον δικό μου; Τσακισθήτε απ’ εδώ. Εν τω μεταξύ μάζεψε όσα είχαν πάρει απ’ τις γυναίκες και τα επέστρεψε όλα. Ο άνδρας της συμμαθήτριάς μου, χάρισε του αξιωματικού ένα δαχτυλίδι διαμαντένιο, για ανάμνηση της καλωσύνης του. Είχαν πάρει απ’ την γυναίκα του και διακόσιες λίρες χάρτινες· τα ηύρε και αυτά και του τα επέστρεψε. Έβαλε και έδειραν τους υπαίτιους και απ’ τις φωνές τους γέμισε ο τόπος.
     Την άλλη μέρα είδαμε πάλι τους άνδρες μας. Ο πατέρας είπε πως την νύχτα τους έκλεψαν ρούχα, παπούτσια και του πατέρα μου πήραν το χονδρό του παλτό, που ’χα ράψει μέσα κάπου τριακόσιες παγκανότες. Τι να γίνη; Να σωθούμε μόνον κυττάζαμε.
     Η Πόλη από την Άγκυρα κανονικά είναι είκοσι τέσσερις ώρες. Είμεθα οκτώ μέρες στο δρόμο και είχαμε ταλαιπωρηθή. Είχαμε πάρει για φαΐ κάτι μαζύ μας, αλλά δεν ξέραμε πως θα κρατήση και τόσες μέρες. Σφύριζε κάθε λίγο το τραίνο και μας έλεγαν ετοιμασθήτε, θα φύγετε, τρέχαμε, μας ανέβαζαν στο τραίνο, ώς που να βολευθούμε, μας έλεγαν, κατεβήτε, δεν θα πάη αυτό. Εννέα φορές σε μια μέρα μας ανέβασαν και μας κατέβασαν χωρίς να προχωρήσωμε.
     Ενώ ήταν το χιόνι στρωμένο 40-50 πόντους και συνέχεια χιόνιζε, βλέπω έναν στρατιώτη με ένα δικό μας μπαγκάζ να προχωρή και να φεύγη. Μέσα είχαμε πρώτης ανάγκης ρουχισμό και κουβέρτες. Φωνάζω στρατιώτη, στρατιώτη το δέμα είναι δικό μας. Γύρισε και με αγριοκύτταξε. Φοβήθηκα το βλέμμα του και δεν ξαναμίλησα. Ας πάη στο καλό, φαίνεται δεν πρόκειται να φθάσωμε και εμείς στην Πόλη είπα. Και καλά έκαμα. Σε λίγο βγήκαν κάτι άγριες φωνές και κατάρες· μιας αρμένισας έκλεψαν τα χαλιά της. Ήλθαν στρατιώτες και ρώτησαν τίνος ήσαν τα χαλιά. Η αρμένισα είχε κοντά της έναν ανηψιό κάπου 22 χρονών παλληκάρι. Τον πήρανε, πλήρωσε αυτό το καημένο την απερισκεψία της θείας του, τον σκότωσαν.
     Κόντευε πια να βραδυάση και μας μετέφεραν λίγο πιο κάτω για να πάρωμε το τραίνο. Περπατούσαμε πάνω στα χιόνια και σε κάθε μας βήμα, κρις κρις, σηκωνόταν, θεέ μου, κόκκαλα, κόκκαλα ανθρώπινα και αγριέψαμε. Έμοιαζε ολόκληρη η πεδιάς σαν ένα μεγάλο νεκροταφείο. Ο πατέρας μάς εξήγησε πως στον πόλεμο του Σαγγαρίου οι Έλληνες έμειναν ακάλυπτοι στην πεδιάδα αυτή, ενώ οι τούρκοι ήσαν στα Υψώματα. Έτσι έπαθαν πανωλεθρία, οι Έλληνες και η μοίρα η δική μας ακολουθεί αυτούς είπε. Λίγο παρακάτω είδαμε αιχμαλώτους Έλληνες να εργάζωνται κάτω από τον βούρδουλα των στρατιωτών και μάλιστα έδερναν μερικούς γιατί κάποια Χριστιανή τους είχε δώσει λίγο ψωμί.
     Όχι μόνο ψωμί και την ζωή σου να δώσης γι’ αυτά τα άμοιρα πλάσματα, ήταν τίποτα. Γυμνοί τελείως, μ’ ένα τσουβάλι ανοιγμένο με μια τρύπα για γιακά και μανίκια και μ’ ένα σχοινί στη μέση για ζώνη, ξυπόλητοι όλοι τους, το σώμα εκτεθειμένο σ’ αυτό το κρύο, μαλλιά και γένεια μακρυά, ίδιοι Ροβισώνες. Σπάραζε η ψυχή σου μόνον να τους βλέπης, όχι και να τους δείρης. Μερικοί μας πλησίασαν σιγά σιγά και μας παρακαλούσαν να τους δώσουμε κάτι. Αφού πρόσεξα πως δεν ήταν κανείς εκείνην την στιγμή, τους είπα. «Δυστυχώς παιδιά δεν μπορούμε να σας δώσουμε τίποτα, υπάρχει για μας η ποινή του θανάτου και για σας το ξύλο. Μόνον προσέξτε, προχωρώντας, όπου απλώσω το χέρι μου, θα σας αφήσω λεφτά. Μην τα χάνετε, πάρτε τα, μόνον έτσι μπορώ να σας βοηθήσω. Χάρηκαν, η μαμά και η θεία Μιμίκα έκλαιγαν, άφησα σε τρεις μεριές παγκανότες. Προχωρώντας πρόσεχα αν τα παίρνουν, τα είδαν και τα πήραν και απ’ τα τρία μέρη, ευχαριστήθηκαν και μας φώναξαν. Καλή Πατρίδα, αδέλφια, καλή Πατρίδα.
     Ήλθε το τραίνο επιτέλους. Ήταν η ενάτη ημέρα της ταλαιπωρίας μας, μας έβαλαν μέσα, αυτήν την φορά ξεκινήσαμε, δόξα τω Θεώ και φθάσαμε χωρίς απρόοπτα στο Αντά παζάρ στην Αγγλική κατοχή. Έφυγε για μια στιγμή ο βραχνάς από πάνω μας. Η κ. Ξενίδου ζήτησε από τους Άγγλους τσάι, ήξερε καλά Εγγλέζικα και συζήτησε μαζύ τους και της είπαν πως και αυτοί από την άλλη μέρα θα φύγουν και θα αναλάβουν οι τουρκικές αρχές και εκεί θυμήθηκα τότε την Μουκερέμ Χανούμ που μας είχε πη πως τώρα μπορούμε ησυχώτερα να φύγουμε. Ήδη είχαμε αργήση, έφευγαν οι Άγγλοι από παντού.
 
Την νύχτα φθάσαμε στο Χαϊτάρ πασσά στην Πόλη. Πήγε ο πατέρας να βρη αμάξι να πάμε στο Κετίκ πασσά, όπου ήταν ο θείος Ιωάννης. Ήταν εκεί κοντά μια ωραία Εκκλησία, μπήκαμε μέσα να προσκυνήσωμε, ήταν πολύς κόσμος και είδα τον κανδηλανάφτη να κρατά στο χέρι του σαν μούμια ένα κουκλίστικο κοριτσάκι, σαν τριών χρονών. Άνοιξε ένα μεγάλο κασόνι και το πέταξε μέσα το παιδί. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, θεέ μου τι δράματα! Τίνος να ’ταν το λουλούδι αυτό; Άλλωστε ίσως δεν θα ’βρισκε η μάννα του παρηγοριά για τον χαμό του, ένα μπουμπουκάκι, πριν προφθάση ν’ ανοίξη. Τώρα σαν κουρέλι το πέταξαν ανώνυμο όπου όπου. Θεέ μου, ποιος ξέρει αν ακόμα είχε γονείς ή όχι! μήπως τα βάρβαρα χέρια πρώτα είχαν θερίσει αυτούς;
     Πάνω στη φουρτουνιασμένη μου ψυχή μ’ έπνιξε το παράπονο. Γιατί Θεέ μου, γιατί τόση αδικία; Μη δεν είναι η θρησκεία μας σαν προσέξουμε ο νόμος της ζωής; Κάιν και Άβελ· αδέλφια σκοτώνονται. Συ Κύριε έδωσες θυσία τον εαυτό Σου στην αγάπη, στην καλωσύνη. Μας δίδαξες την καρτερία, να δεχθούμε αγογγύστως τα φοβερά κτυπήματα των άδικων επιθέσεων του κακού.
     Είναι αλήθεια να απορή κανείς, ποιο νόημα έχουν οι σκοτωμοί; Αφού ξέρουμε πως και οι ίδιοι δεν ορίζουμε τον εαυτό μας. Τα πάθη σου, τα βάσανά σου μας διδάσκουν πως ο νόμος Σου είναι βάσανα και στεναγμοί γι’ αυτήν την γη. Δεν μπορούμε να το πάρωμε απόφαση. Γιατί; Αυτοί που σε ακολουθούν βασανίζονται, σηκώνουν τον Σταυρό τους. Οι άλλοι; σκοτώνουν, κλέβουν, αρπάζουν, χωρίς να ξέρουν πού τους οδηγεί η μανία τους αυτή. Μη δεν ξέρουμε τόσους Κροίσους, τόσους Μεγιστάνες του πλούτου, ποιος προσκυνήθηκε, ποτέ με τα τόσα πλούτη που ’χαν; Μα είναι δυνατόν να ’μαστε τόσο τυφλοί; Δεν βλέπουμε τους μπαλωμένους χιτώνας, τους ξιπόλυτους Μάρτυρας, τους αληθινούς μάρτυρας. Δεν χάθηκε κανείς, μα κανείς. Και στα αχανή εδάφη να ’ναι κρυμμένος, έρχεται μια μέρα και λάμπει σαν φωτεινή λαμπάδα και ζη αιώνια στις ψυχές των ανθρώπων πρώτα και στους κόλπους Σου ύστερα. Δέξου Κύριε και αυτούς, που άταφοι και αγνώριστοι, μικροί, μεγάλοι, έμειναν εκεί, στους ιερούς Σου Κόλπους.
     Όταν γύρισε ο Πατέρας να μας πάρη, με ηύρε κλαμένη, του εξήγησα την αιτία, μου είπε, κουράγιο παιδί μου, κουράγιο, ακόμα δεν ξέρουμε και εμείς τι θα γίνουμε. Αυτή η σκέψις δεν ξέρω γιατί, και άλλες φορές, ήταν σαν μια ένεση τονωτική. Αμέσως άλλαξε την διάθεσή μας. Ίσως ο νόμος της αυτοσυντηρήσεως ενεργούσε έτσι. Τέλος πάντων, πήραμε το αμάξι και μέσα στην νύχτα φθάσαμε στου θείου μου το σπίτι. Η θεία Κυριακίτσα μάς περίμενε. Η μοναχοκόρη τους η Σοφία κοιμόταν.
     Την ίδια βραδυά ο πατέρας αρρώστησε, το πρωί φέραμε γιατρό, τον εξέτασε και μας είπε: «ποιος τον χτύπησε; έχει τόσες μελανιές στο σώμα του. Περνά μια καρδιακή κρίση». Εμείς ιδέαν δεν είχαμε πως τον έδειραν, έτρεξα μέσα και τον ρώτησα: «γιατί, πατερούλη δεν μας είπες πως σε κτύπησαν; ποιος σε κτύπησε;» και τότε μας είπε, στο Μπίλετζικ όταν πήραν το παλτό του με τα λεφτά, δεν ήθελε να το αφήσει και τον κτύπησαν με το κοντάκι του ντουφεκιού τους οι άθλιοι.
     Ένα μήνα έμεινε ακίνητος στο κρεββάτι, σιγά σιγά συνερχόταν. Άρχισαν οι συγγενείς κάπου κάπου να ’ρχωνται στην Πόλη. Ήλθε μια ξαδέλφη της μαμάς η θεία Ελένκο, με τα δυο της αγόρια. Τον άνδρα της, τον Κωστή, πριν πάρει ακόμη το τραίνο της Αγκύρας, τον σκότωσαν οι τούρκοι για να τον ληστέψουν. Η γυναίκα του και τα παιδιά του τα ’βλεπαν μέσα απ’ το τραίνο και δεν μπόρεσαν να βγάλουν άχνα απ’ τον φόβο τους. Τον άφησαν σκοτωμένο στο σταθμό· τι μπορούσαν να κάνουν; Η τραγωδία συνεχιζόταν. Ο γυιός της ο μεγάλος δεν μπορούσε να κλείση μάτι, τιναζόταν από εφιάλτες. Σταμάτησαν να ’ρχωνται άλλοι.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)