[ Ο Κυριάκος στον δρόμο της εξορίας ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Το 1924 έγινε η ανταλλαγή της Αγκύρας. Εμείς προσπαθούσαμε να βρούμε τον Κυριάκο. Στείλαμε τηλεγραφήματα στο Ικόνιο, όπου ήταν στρατιώτης σαν φωτορεπόρτερ, και ύστερα από δέκα μέρες πήραμε ένα τηλεγράφημα με υπογραφή τούρκου αξιωματικού, Κυριάκος Χουτούτι μιλλί χαριτζινέ τζηκμίστιρ, δηλ. ο Κυριάκος έχει βγει έξω από τα τούρκικα χώματα. Τηλεγραφήσαμε Χίο, Μυτιλήνη, Αθήναι και περιμέναμε, με την απόφαση να φύγουμε όσο μπορούμε γρηγορότερα, γιατί εκείνες τις μέρες διαδόθηκε πως ο Κεμάλ θα φθάση στην Πόλη. Ποιος ξέρει τι μπορούσε να συμβή. Την σφαγή της Σμύρνης την μάθαμε στην Πόλη αλλά δεν ξέραμε και την εξορία της Σπάρτης. Η πεθερά μου, η κουνιάδα μου, όλοι οι Σπαρταλιώται είχαν εξορισθεί.
     Πριν πάρει ο Κυριάκος το τηλεγράφημά μας είχε φύγει, αφού έκαμε δώδεκα χρόνια στρατιώτης πλήρωσε το «πετέλ», 400 χάρτινες λίρες, τράβηξε για την Μερσίνη. Δεν είχε ιδέα για την εξορία των δικών του. Το τι τράβηξε και αυτός απ’ την δική του μεριά είναι άλλο δράμα. Στους Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Στο δρόμο τους έγδυσαν και απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας είχαν την προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’ αυτήν να στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του τσαγκάρη, αυτά τουλάχιστον έμειναν. Με χίλια βάσανα έφθασαν στην Μερσίνα.
     Εκεί τους παρέλαβαν Ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε. Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιούν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι.
     Αλήθεια πόσα ανθρωποφόρα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; γιατί τους βασάνιζαν τους βασανισμένους; τι ήθελαν; δεν έβλεπαν τα χάλια τους; διωγμένοι από τη χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως εξ αιτίας τους. Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν τα θηρία εκείνα; αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας άφησαν ύστερα στην οργή τους; ενάμισυ εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη εξ αιτίας τους. Και τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον σαδισμό να τους βασανίσουν.
     Ας όψονται οι υπεύθυνοι.
     Η πεθερά μου βασανισμένη, ταλαιπωρημένη δεν άντεξε· μόλις έφθασαν στον Πειραιά, αρρώστησε βαρειά και την εβδόμη μέρα πέθανε. Πριν πεθάνει, είπε στην κόρη της: «Μαρία, μην απελπίζεσαι κόρη μου, ο Κυριάκος θά ’ρθη αλλά εγώ δεν θα τον δω. Σφίξε την καρδιά σου παιδί μου. Σ’ αφήνω σε ξένα μέρη, έρημη και μονάχη. Ο θεός είναι μεγάλος. Νοιώθω τον γυιό μου να ’ρχεται, αλλά δεν θα με βρη ζωντανή». Και όπως είπε έγινε.
     Ο Κυριάκος είχε βγάλει πασαπόρτ για την Ρόδο. Οι ταλαιπωρίες στα βαπόρια τον ανάγκασαν να σταματήση στον Πειραιά. Ήταν να τους πάνε στην καραντίνα, πλήρωσε αδρά τους βαρκάρηδες και τον βοήθησαν να βγη από το βαπόρι. Ήταν καιρός, στην παραλία συναντά έναν πατριώτη τους, ήξερε την κατάσταση της μητέρας του, σιγά σιγά του τα λέει, φθάνουν στο Ξενοδοχείο που έμεναν. Δυστυχώς την βρίσκει νεκρή την μανούλα του που ’χε να την δη τέσσερα χρόνια.
     Η Μαρία μου ’λεγε αργότερα: τα ’χα χαμένα, έβλεπα τον Κυριάκο και δεν πίστευα στα μάτια μου. Μια στην μητέρα έτρεχα, να της πω πως ήλθε ο γυιός της και νόμιζα πως θα με καταλάβη και θ’ ανοίξη τα μάτια της. Δυστυχώς εκείνη είχε φύγει με την λαχτάρα και την αγωνία στην ψυχή της. Έτσι ήταν το θέλημα του Θεού; ή των κακών δαιμόνων; τον ένα της τον γυιό τον σκότωσαν οι τούρκοι, ο άλλος λιποτάκτισε και είχε να τον δη δεκαεννέα χρόνια, ο Κυριάκος έκαμε δώδεκα χρόνια στρατιώτης, πού και πού τον είδε για λίγες μέρες. Τέσσερα ορφανά μεγάλωσε χωρίς να τα χαρή. Αυτή ήταν και είναι η μοίρα των μανάδων και τότε και τώρα.
     Ύστερα από δυο μήνες πήραμε ένα τηλεγράφημα απ’ τον Κυριάκο· ήταν στον Πειραιά. Εκείνος γύρευε εμάς και εμείς εκείνον. Τυχαία πήγε μια μέρα στην οδόν Φίλωνος σ’ ένα εμπορορραφείο να ράψη ένα κοστούμι και συζητώντας ανέφερε για μας, τότε ο ράφτης, που ήταν ο Αναστάς Δασκαλόσογλου, αδελφός της θείας Κυριακίτσας, του είπε: «Μα αυτοί οι άνθρωποι είναι στην Πόλη και μένουν στης αδελφής μου στο σπίτι». Βλέπετε δεν ήξερε ο Κυριάκος αν φύγαμε και εμείς από την Άγκυρα ή όχι. Έφερε το γράμμα που ’χε πάρει ο Αναστάς εκείνες τις ημέρες και αμέσως πήγαν στο Ταχυδρομείο και μας τηλεγράφησαν. Ετοιμασθήκαμε να φύγουμε. Πήγαμε να δούμε την Αγία Σοφία, δυστυχώς ήταν στην κατοχή των τούρκων και δεν μας επέτρεψαν να την δούμε.
     Η γιαγιά μου η Χατζή Σοφία ήλθε με τον θείο μου Μιλτιάδη. Η γιαγιά ζήτησε να την πάνε στο Μπαλουκλή, να μείνη στο Γεροκομείο, όπως το ποθούσε χρόνια τώρα. Στην εκκλησία του Μπαλουκλή εχάρισε ένα τραπεζομάντηλο για την Αγία Τράπεζα με χρυσό και ασήμι υφασμένο, αξίας πεντακοσίων λιρών χρυσών. Το είχε αγοράσει στα Ιεροσόλυμα στην τελευταία της επίσκεψη. Είχε πάει επανειλημμένως στα ιερά αυτά μέρη. Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως πήγε αυτοπροσώπως να την ευχαριστήση για το μεγάλο δώρο της. Σύμπτωση, απ’ τις παλαιές της υπηρέτριες ήταν στα άπορα τμήματα του Γεροκομείου. Όταν έμαθαν πως η κυρία τους ήταν εκεί, ήλθαν κοντά της να την περιποιηθούν και τους επετράπη να μείνουν μαζύ της. Και όπως έλεγε η θεία μου Κυριακίτσα που πήγε να την δη πριν φύγουν και αυτοί απ’ την Πόλη, «σαν τα παλιά τα χρόνια κυρία Σοφία, στριφογυρίζουν όλοι γύρω της. Έμεινε εκεί ως το τέλος της ζωής της». Δεν ήθελε να επιβαρύνη κανένα της παιδί, παρ’ όλη την αγάπη και το σεβασμό που της είχαν. Και στα 96 χρόνια της έκλεισε τα μάτια της.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)