[ 1923. Φθάσαμε στην μεγάλη Πατρίδα ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Φύγαμε εμείς απ’ την Πόλη την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1923 με το υπερωκεάνειο «Μεγάλη Ελλάδα», σε εικοσιτέσσερες ώρες φθάσαμε στον Πειραιά. Στο βαπόρι περάσαμε πολύ καλά. Ύστερα από τόσες φουρτούνες, μας φαινόταν σαν όνειρο να ’χουμε γλυτώσει από σφαγές και κρεμάλες και να πετάμε σαν τα πουλιά σε ελεύθερη χώρα. Η θάλασσα ούτε εμένα ούτε τον πατέρα και τον αδελφό μου δεν πείραξε. Γι’ αυτό γυρνούσαμε μέσα στο βαπόρι, απ’ εδώ κι από κει, αλλά η άτιμη μοίρα και εκεί ζήτησε να βάλη τρικλοποδιές. Κατεβαίνοντας μια σκάλα δεν ξέρω πώς γλύστρησα και έπεσα άσχημα. Τρέξανε οι ναύται, ειδοποίησαν την καμπίνα, ήλθε ο καμαρώτος, όσοι ήσαν γύρω, ο πατέρας, με βοήθησαν να σηκωθώ. Δεν μπορούσα, ζαλιζόμουν, δεν καταλάβαινα τι γινόταν γύρω μου, σιγά σιγά συνερχόμουν. Εκείνο που τους έκανε εντύπωση όλων ήταν πως είχα πέσει παρά είκοσι πόντους στην τροχιά της μηχανής του βαποριού. Και ήταν θαύμα πώς δεν αρπάχθηκαν τα ρούχα μου, οπότε δεν θα σωνόμουν. Ήλθε ο υποπλοίαρχος να εξετάσουν πώς έγινε και έπεσα και ηύραν πως στις σκάλες είχε στάξει λάδι της μηχανής και πάτησα χωρίς να το καταλάβω. Όταν συνήλθα καλά, πήγα στην Εκκλησούλα του βαποριού και έμεινα ώσπου να φθάσουμε.
 
Επί τέλους φθάσαμε στην μεγάλη Πατρίδα. Στην προκυμαία δεν μας περίμενε κανείς. Είχαμε τηλεγραφήσει στον Κυριάκο, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Και είμαστε έτοιμοι να πάρουμε αμάξι για να πάμε στον κ. Δασκαλόσογλου, όταν μπροστά μας βρέθηκε ο Ακή Ταής που τον ξέρουν όλοι στην Άγκυρα. Ήταν Μουχτάρης, ένας καλός και πολύ ζωντανός άνθρωπος, άνδρας της αδελφής της Νονάς μου Κατίνας Μιλτ. Καρασούλι. Μόλις μας είδε, έτρεξε κοντά μας χαρούμενος. Τον Κυριάκο τον γνώριζε από την Άγκυρα, μας είπε: «πριν λίγο ήταν εδώ, κάπου εδώ θα είναι. Κάθε μέρα τον βλέπω να περιμένη τα βαπόρια, ελάτε πάμε στο Ξενοδοχείο του, είναι πέντε βήματα από εδώ, δεν χρειάζεται αμάξι», και μας πήγε. Μόλις μπήκαμε, είδαμε τον Κυριάκο να βάζει το καπέλο του για να ξαναφύγη, ήταν και η αδελφή του η Μαρία, με γνώρισε αμέσως, όπως και εγώ από φωτογραφίες που είχαμε αλλάξει. Η χαρά όλων μας ήταν μεγάλη. Όταν ρώτησα για την Μητέρα, η Μαρία έβαλε τα κλάματα, πριν είκοσι μέρες είχε πεθάνει, όπως σας γράφω προηγουμένως. Αν ζούσε ένα μήνα ακόμα θα έβλεπε και τον Ευάγγελο που ήταν στη Χιο και τον Κυριάκο και εμάς πως είχαμε γλυτώσει απ’ τα χέρια των εχθρών. Έφυγε με την αγωνία στην ψυχή της και ήταν τόσο καλή, όπως έμαθα από τους συγγενείς της. Το τηλεγράφημά μας ήλθε μετά απ’ εμάς. Στο Ξενοδοχείο όπου μείναμε πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό πήγαν ο Κυριάκος και η Μαρία στη Χίο να δουν τον αδελφό τους. Εγώ κατέβαινα συχνά στην παραλία που ερχόντουσαν απ’ εδώ κι απ’ εκεί πρόσφυγες, πλήρωνα κάτι στους βαρκάρηδες, πήγαιναν κοντά στα βαπόρια και φώναζαν αν είναι κανείς από την Άγκυρα. Και μ’ αυτόν τον τρόπο παρέλαβα τον Βασίλη Χρυσοσφαιρίδη, ξάδελφό μου, που δώδεκα χρονών παιδί τον είχαν εξορίσει πριν τέσσερα χρόνια οι τούρκοι στο Σιβάζ (Σεβάστεια). Κρατούσε στο χέρι του ένα φανάρι και ένα τσουβάλι στον ώμο του με μερικά κουρέλια. Γένεια και μαλλιά μακρυά σε δεύτερη έκδοση των αιχμαλώτων. Όταν με είδε έκλαιγε σαν παιδί, στο σώμα είχε γίνει ολόκληρος άνδρας, η ψυχή του όμως ήταν τραυματισμένη. Ρώτησε για την Μητέρα του, για τους δικούς του, του είπα:
     «Είναι ακόμη αυτοί στην Πόλη, θά ’ρθουν κι αυτοί». Τον πήγα αμέσως στο Ξενοδοχείο και τον παρέδωσα στις φροντίδες της Μαμάς και εγώ έτρεξα στο Ταχυδρομείο και τηλεγράφησα στη θεία μου Μιμίκα, την μητέρα του.
     Εδώ στην Αθήνα από το 1904 είχα τα εξαδέλφια μου, τους Χρυσοσφαιρίδες, ο Βασίλης Χρυσοσφαιρίδης, ο μεγάλος, είχε στην Αθήνα σιδηρουργείο, στον σταθμό Λαρίσσης. Αφού συνήλθε κοντά μας ο μικρός Βασίλης ύστερα από ένα μήνα τον πήγαμε στο εργοστάσιο του Βασίλη Χρυσοσφαιρίδη. Για γράμματα ήταν μεγάλος, τουλάχιστον μια τέχνη να μάθη. Εκείνος όταν έμαθε, τον κράτησε με ευχαρίστηση κοντά του και ακόμα σήμερα εργάζεται μαζί τους. Ενώ είμαστε ακόμα στο Ξενοδοχείο, αρρώστησε η αδελφή μου, η Κωνσταντία, με υγρά πλευρίτιδα. Ο διευθυντής του Τζανείου Νοσοκομείου, ο ιατρός Κιουληστάνης την παρακολούθησε, η θεραπεία και η ανάρρωσίς της κράτησαν δυο μήνες, οι γιατροί τα ’χαν χαμένα, ο πυρετός της δεν έπεφτε, έκαμαν κονσόλτο (συμβούλιο) και απεφάσισαν να κάμουν παρακέντησι την άλλη μέρα το πρωί. Σύμπτωση, την ίδια μέρα ήλθε στο Ξενοδοχείο μια κ. Ελένη, αγνοώ το επίθετό της, που είχαν φιλοξενήσει τον Κυριάκο στο Ικόνιο και γνωριζόντουσαν και συζητώντας για τη αρρώστια της μικρής, η κ. Ελένη είπε στη Μαμά μου: «στην Ανατολή αυτές τις αρρώστειες τις γιατρεύουμε μόνοι μας με ένα έμπλαστρο που τραβά το υγρό στην πλάτη και με μια βελόνα που την καίμε στη φλόγα του κεριού τρυπάμε το δέρμα και βγαίνει το υγρό». Η μαμά το απεφάσισε, πήγα και έφερα απ’ το φαρμακείο το έμπλαστρο (πεβλουάν γιαχισή), το κόλλησε στην πλάτη της μικρής και περιμέναμε το αποτέλεσμα. Ύστερα από κάμποσες ώρες, σιγά σιγά, άρχισε να πέφτη ο πυρετός και κατά τα ξημερώματα η πλάτη της έκαμε ένα φούσκωμα, σαν ένα καρβέλι. Κάψαμε μια βελόνα και μόλις τρυπήσαμε το δέρμα, η μαμά κράταγε μια λεκανίτσα, άδειασε το υγρό και ξεφούσκωσε το δέρμα. Το παιδί ησύχασε, ο πυρετός έπεσε τελείως στα τριάντα επτά και κοιμήθηκε.
     Το πρωί ήλθαν οι τρεις γιατροί να της κάνουν παρακέντησι· την εξέτασαν, ηύραν τον πυρετό κανονικό και είπαν: «επομένως το υγρό διαλύθηκε, δεν χρειάζεται παρακέντησις». Τότε πήγε η μαμά και έφερε την λεκανίτσα και τους έδειξε. «Τι είναι αυτό;» είπε ο Κιουλιστάνης και τους εξηγήσαμε με ποιο τρόπο το βγάλαμε. Απόρησαν και οι τρεις και μάλιστα είπε ο Κιουλιστάνης πως στα χρονικά της ιατρικής πουθενά δεν έχει συναντήσει τέτοιο πράγμα. Εξέτασε το έμπλαστρο και σημείωσε στο μπλοκ του και μας είπε πως θα το αναφέρει στο Ιατρικό Συνέδριο. Μας σύστησε να αλλάξουμε σπίτι για την καλύτερη ανάρρωσή της.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)