[ Ο γάμος της Ανδρονίκης και του Κυριάκου ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Νοικιάσαμε σπίτι στην Καστέλα, ενός Κρητικού, Βασίλη Μοδινού, τρία δωμάτια, με χίλιες δραχ. Εκεί ήλθε και μας ηύρε ο Χαράλαμπος Χρυσοσφαιρίδης, γυιός της θείας Άννας, αδελφής του πατέρα, μας ρώτησε αν χρειαζόμεθα τίποτα, σε τι μπορούσε να μας βοηθήση. Ο ίδιος ήταν στην Ηλεκτρική Εταιρία. Πήγαμε και στο σπίτι του, γνωρίσαμε και την κυρία του, την μονάκριβη κορούλα του την Σοφούλα, μια ξανθειά κούκλα ζωντανή. Ήλθε αμέσως στην αγκαλιά μου και μου ’πε: «Νονίκη μου, η μαμά με κοντύνει, δεν αβαπώ την μαμά», με κείνην την παιδική προφορά, θα ’ταν δυο χρονών; ήθελε να πη «Ανδρονίκη μου η μαμά με σκοτώνει, δεν την αγαπώ την μαμά». Ήταν τόσο χαριτωμένη. Τα ξαδέλφια μου, όταν έμαθαν πως είμαστε αρραβωνιασμένοι τόσα χρόνια, μας πρότειναν να μας στεφανώσουν. Με κράτησαν κάπου δεκαπέντε μέρες σπίτι τους, πηγαίναμε μαζί στα καταστήματα να ψωνίσωμε ό,τι χρειαζόταν για τον γάμο. Να! σε μια τέτοια μέρα με την κουμπάρα είχα βρη τον αδελφό της θείας Όλγας, τον χαμένο στη Σμύρνη Ηρακλή. Έρραψα και το νυφικό μου μόνη μου και στις 2 Ιουνίου 1923 μας στεφάνωσαν σπίτι τους. Την τελευταία στιγμή ο Χαράλαμπος παραχώρησε την θέση του στην κυρία του να μας στεφανώση· εκείνη είχε συγκινηθή πολύ, ήταν μια ευαίσθητη ψυχή. Την εκτιμούσε πολύ ο Χαράλαμπος, γιατί σ’ αυτήν χρωστούσε την ζωή του! Όταν βαρειά τραυματισμένος στον πόλεμο του Εσκή Σεχίρ τον μετέφεραν στον Ευαγγελισμό, τον έβαλαν με τους μελλοθανάτους· η κ. Αλεξάνδρα ήταν προϊσταμένη αδελφή και κάθε βράδυ επιθεωρούσε τους θαλάμους, όταν τον είδε, είπε: «τέτοια παλληκάρια δεν είναι κρίμα να πεθαίνουν θεέ μου;» και είπε στις αδελφές να τον μεταφέρουν στο δικό της θάλαμο και θα κάνη ό,τι μπορεί. Μέρες ολόκληρες ξενύχτησε κοντά του, οι γιατροί έκαμαν ότι ανθρωπίνως ήταν δυνατόν και μια μέρα άνοιξε τα μάτια του. Η πρώτη λέξις που βγήκε απ’ το στόμα του ήταν, όπως μας το είπαν και οι δυο τους, «αν η κοπέλλα που με περιποιήθηκε είναι ελεύθερη θα την πάρω γυναίκα μου». Γέλασε καλόκαρδα η Αλεξάνδρα. «Είμαι παιδί μου πιο μεγάλη σέναν» είπε. «Δεν με πειράζει, αν εσείς με θέλετε», είπε εκείνος. Στην ανάρρωσή του γνωρίσθηκαν καλλίτερα και στεφανώθηκαν. Η κουμπάρα μου, για τις ανεκτίμητες τέτοιες προσφορές της στους ασθενείς είχε βραβευθεί με χρυσούν βραβείον απ’ τον Βασιλέα Κωνσταντίνον.
     Στον γάμο μας είχαμε λίγον κόσμο, βλέπετε προσφυγιά και όσοι ήσαν εδώ. Το βράδυ μείναμε στο τραπέζι και εμάς δεν μας άφησαν να φύγουμε για να μην ταλαιπωρηθούμε, επειδή δεν υπήρχε συγκοινωνία μετά τις δώδεκα. Έβαλαν να κοιμηθούν όλη η οικογένεια στην σαλοτραπεζαρία τους, εμάς παραχώρησαν την κρεββατοκάμαρά τους και οι ίδιοι πήγαν στο πρόχειρο δωμάτιό τους στα ντιβάνια. Αιώνια ευγνωμοσύνη χρωστώ στην καλωσύνη τους.
     Ύστερα από καμιά ώρα πετιέται ο Κυριάκος όρθιος: «μυρίζει γκάζι Ανδρονίκη», μου λέει, «μην πάθουν μέσα τίποτα, ποιος έκλεισε το φως»; δεν ήξερα βέβαια. Μόνον στο σαλόνι τους είχαν αεριόφως, στα άλλα δωμάτια είχαν ηλεκτρικό. Άρχισε να πηγαίνη και να ’ρχεται απ’ την μια πόρτα στην άλλη, τι να κάνη; Σηκωθήκαμε, αν φωνάζαμε στην μαμά, αυτή πάντα στην τσέπη της κρατούσε σπίρτα, με την πρώτη φωνή θα ’ναβε τα σπίρτα. Ο Κυριάκος μού εξήγησε, αν ανάψη σπίρτα υπάρχει πιθανότης να τιναχθή το σπίτι στον αέρα και δεν ξέρουμε τι συνέπειες μπορούσε να έχει. Το άγχος και εδώ ακόμα μας κυνήγησε, η πόρτα που συγκοινωνούσε με εμάς ήταν κλειδωμένη από την τραπεζαρία, έπρεπε η μαμά να μας ανοίξη. Αποφασίσαμε να την ξυπνήσωμε.
     Ο Κυριάκος φώναξε: «Μαμά, σε παρακαλώ μην ανάβης σπίρτα, μην ανάβης, στο σκοτάδι άνοιξέ μου την πόρτα και θα σου εξηγήσω. Προς Θεού μην παίρνης τα σπίρτα στα χέρια σου». Ευτυχώς κατάλαβε, μας άνοιξε, η μυρωδιά του γκαζιού ήταν ανυπόφορη εκεί. Ανοίξαμε πόρτες, παράθυρα και ξυπνήσαμε όλους όσοι ήσαν εκεί. Τους βγάλαμε στην βεράντα. Ο αδελφός μου ο Μιχάλης δεν ξύπναγε ούτε πατούσε χάμου, τον σήκωσε ο Κυριάκος στην αγκαλιά του και τον έβγαλε στην βεράντα. Όλοι λίγο πολύ ήσαν σαν μεθυσμένοι. Τα σπίρτα τα πήρα απ’ τη μαμά μήπως από συνήθεια ανάψει, μια ώρα ακριβώς καθήσαμε στο σκοτάδι όλοι στην βεράντα. Ο Κυριάκος αφού ψαχούλεψε στο σκοτάδι, το φως το έκλεισε, αργότερα άναψε ένα σπίρτο μπροστά στην τζαμόπορτα. Αμέσως είδαμε μια δυνατή λάμψη γύρω στην λάμπα και ένα κλουνκ ακούσθηκε. Ευτυχώς είχε κλείσει το φως. Τότε κατάλαβα τι μπόρα περάσαμε.
     Το πρωί μόλις ξύπνησαν οι κουμπάροι τους είπαμε, στεναχωρέθηκαν, η κουμπάρα είπε: «μα, Χριστιανοί μου, στάθηκα τελευταία ακριβώς για να σβύσω το φως, επειδή δεν θα ξέρατε να το σβήσετε… ποιος πείραξε το φως;» και τότε η κουνιάδα μου λέει: «εγώ το δοκίμασα, αν είναι καλά κλεισμένο, φαίνεται εγώ το άνοιξα».
     Ο Χαράλαμπος ένα διάστημα, άμα βλεπόμεθα έλεγε: «αντί καλωσύνη, θα σας σκοτώναμε όλους, και εμείς, ενώ είμαστε αθώοι, θα σαπίζαμε στις φυλακές. Κοίτα τι γίνεται καμμιά φορά!»

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)