[ Κωνσταντία Καρασούλη ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Την επομένη χρονιά, εμείς ανεβήκαμε στους Αμπελοκήπους, εκεί ήλθε και μας βρήκε η ξαδέλφη μας, η Μαρίκα Καλαντζοπούλου, κόρη αδελφής του πατέρα μου, που ήταν στην Ελλάδα από το 1904 και μένανε τότε στην Κοζάνη. Όσοι την έχουν γνωρίσει από κοντά λένε πως τα φτερά τής λείπουν για να λέγεται άγγελος. Και πράγματι είναι πολύ καλή, ούτε η θέση τους ανδρός της, ούτε τα παιδιά της που είναι όλα πολύ μορφωμένα και κατέχουν εξαιρετική θέση στην κοινωνία –ο άνδρας της έκαμε και δικαστής και επί σειράν ετών βουλευτής– δεν κατώρθωσαν να της αλλάξουν την αγνή και απλή ψυχή της. Ήθελε με κάθε τρόπο να βοηθήση εμάς τους κατατρεγμένους και πήρε την αδελφή μου μαζί της να την βάλουν στο σχολείο της Κοζάνης όπου έμεναν, να σπουδάση όσο μπορεί. Το δεχθήκαμε και εμείς και φύγανε.
     Ένα χρόνο πήγαινε μια χαρά, η αδελφή μου μας έγραφε και διαβάζαμε με χαρά τα γράμματά της. Τα παιδιά της Μαρίκας μας, μικρά μεγάλα τα αγαπούσε πάρα πολύ, προπαντός το μικρότερο. Μια μέρα άξαφνα μια συμμαθήτριά της της λέει: «το μωρό που αγαπάς τόσο πολύ πέθανε». Αυτή ταράχθηκε, παράτησε το σχολείο και έτρεξε στο σπίτι της ξαδέλφης μας, δυστυχώς ήταν αλήθεια αυτό που έμαθε. Έκλαψε πολύ και δεν μπορούσαν να την ησυχάσουν. Όταν γύρισε στο σχολείο, ήταν μελαγχολική και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να φάη, όλο έκλαιγε και μιλούσε.
     Ήταν εσωτερική και κοιμόντουσαν δύο δύο οι κοπέλλες. Μια βοηθητική δασκάλα κοιμόταν μαζύ τους. Όπως μάθαμε αργότερα, επειδή με τις κουβέντες τους τα κορίτσια δεν την άφηναν να κοιμηθή, τα τρομοκρατούσε με τα φαντάσματα. Ήταν και το νεκροταφείο πολύ κοντά τους, πώς βρυκολακιάζουν, γίνονται γάτες, σκυλιά, κτλ. και ένα βράδυ κρύβει μια μαύρη γάτα στο κρεββάτι των κοριτσιών, η αθλία. Μόλις πήγαν να χωθούν τα άμοιρα παιδιά στο κρεββάτι τους, πετιέται η γάτα αγριεμένη επάνω τους και αυτά καθώς είχαν φουσκωμένα τα μυαλά τους από τα φαντάσματα, φοβήθηκαν, έβαλαν τις φωνές, η άλλη λιποθύμησε. Η αδελφή μου έπαθε νευρική κρίσι και άρχισε να λέη πως ό,τι πιάνει μυρίζει νεκρός. Η άλλη, ύστερα από ένα μήνα πέθανε, όπως μάθαμε, και την αδελφή μου μας την έφερε ο γαμβρός μας ο κ. Καλαντζόπουλος, να την δείξωμε σε νευρολόγο. Πήγαμε σε πολλούς γιατρούς, κανένας δεν μας είπε κάτι το ενθαρρυντικό. Καταλήξαμε μετά από ένα χρόνο να την εμπιστευθούμε στις φροντίδες του ξακουστού τότε Νευρολόγου Κατσαρά και την βάλαμε στο Αιγινήτειο· έμεινε τρεις μήνες εκεί, έκαμαν πολλές και διάφορες εξετάσεις. Μια μέρα μάλιστα εφώναξαν και εμένα και μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις. Πώς γεννήθηκε, πώς μεγάλωσε, αν έπεσε σε πηγάδι. Ναι, είχε πέσει σε πηγάδι στο τσιφλίκι, όπου φυλάνε τα σιτάρια, όταν δεν χωράν στα αμπάρια, σε ξεροπήγαδο, κάπου 7 μέτρα. Αν έπεσε τίποτα βαρύ στο κεφάλι της. Τους είπα πως γεννήθηκαν δίδυμα, ήταν ένα εύρωστο παιδί, αλλά η μαμά ήταν βαρειά άρρωστη και έφεραν παραμάνα. Μετά από ένα μήνα, η παραμάνα ζήτησε να πάρη το παιδί σπίτι της και της το έδωσαν, εφ’ όσον η μαμά δεν είχε ακόμα αναλάβει. Μετά ένα μήνα η Χατζί γιαγιά μας ήλθε και είπε στην μαμά: «το παιδί δεν το βλέπω καλά κόρη μου, αν θέλης πάρτο σπίτι σου, εκεί θα πεθάνη αν μείνη ακόμα, έχει γίνει αγνώριστο». Το πήραν, το βάφτισαν και πέρασαν δυο χρόνια να μπορή να γυρίση το κεφάλι της απ’ την άλλη μεριά, είχε θαρρείς κοκκαλώσει σε μια πλευρά. Υποφέραμε πολλά, ώσπου να γίνη ένα σωστό παιδί, τουλάχιστον επιφανειακά. Τους τα είπα: κι ήσαν καμμιά δεκαπενταριά γιατροί, φαίνεται είχαν συμβούλιο.
     Η παραμάνα, όπως μάθαμε, τότε θήλαζε και άλλα παιδιά, φαίνεται γι’ αυτόν τον λόγο ήθελε να φύγη απ’ το σπίτι μας. Για να μην ξοδεύη το γάλα της, κοίμιζε την μικρή μ’ ένα λουκούμι όπου έβαζε μέσα αφιόνι, ώσπου σ’ ένα μήνα κόντεψε να μουμιοποιηθή. Τους είπα: «αν έζησε, το χρωστάει στις φροντίδες της μαμάς». Όταν άκουσε ο ιατρός Κατσαράς τις λεπτομέρειες αυτές, «Αα, είπε, αυτά περίμενα, έχει μια κατάσταση, όπως των κοκκαϊνομανών. Σε τόσο μικρό παιδί, απορούσα· τώρα εξηγούνται όλα», με ρώτησε από πού είμαστε. «Είμαστε πρόσφυγες από την Άγκυρα», είπα, «δεν φαίνεσθε για πρόσφυγες, επιδεξίως ομιλήτε», είπε. Τους είπα και για το σχολείο, τα σημείωσαν όλα, στο τέλος αφού υπόγραψαν και άλλοι γιατροί, μου έδωσαν την έκθεση που ετοίμασαν. Έγραφε «Άνοια με νευρικές διεγέρσεις» και μου είπαν στο τέλος του μηνός να την πάρουμε και να ’χουμε τον νου μας, αν ενοχληθή, να την ξαναπάμε.
     Δυο γυναίκες στάθηκαν μοιραίες στην πτωχή μου αδελφή. Πρώτα η παραμάνα της, ύστερα από τόσα καλά που της έδινε η μαμά, ζήτησε δύο λίρες τον μήνα και της έδωσε τρεις, βούτυρα, τυριά, μέλι και ό,τι άλλο χρειαζόταν, για να τρώη αυτή καλά και να θηλάση το παιδί της καλύτερα. Και αυτή η αχάριστη σκότωσε το παιδί της. Πιο βδελυρό και σιχαμένο πλάσμα δεν έχει γεννήσει η γη απ’ τον αχάριστον, κάτι τέτοιοι πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά, γιατί δεν θα ’ταν μόνο το δικό μας παιδί θύμα της, αλλά και άλλα παιδιά. Και η δεύτερη του σχολείου, που όπως είπε ο ιατρός Κατσαράς, αν δεν μεσολαβούσε αυτό θα ’ταν ένα άβουλο παιδί, αλλά όχι σ’ αυτά τα χάλια.
     Αργότερα, πριν απ’ τον Β´ Πόλεμο, την είχε αναλάβει ο Γιατρός Ταστζόγλου, επίσης εξαιρετικός επιστήμων, όπου στην κλινική του απέθανε η αδελφή μου το 1941, σε ηλικία 34 ετών. Και σ’ όλο αυτό το διάστημα καταλαβαίνετε ποια ατμόσφαιρα είχε δημιουργηθεί γύρω στη ζωή μου. Πανδρεύθηκα μέσα σε 7 άτομα, οι γονείς μου, τα δυο μου αδέλφια, η κουνιάδα μου, ο άνδρας μου και γω· ούτε οι αρρώστειες έλειπαν, ούτε οι στεναχώριες. Αυτά είναι ανθρώπινα, ποτέ μου δεν βαρυγκόμησα, ποτέ δεν κουράσθηκα, για να εργασθώ, να προσπαθήσω να τους δώσω λίγη χαρά. Για μένα όλοι ήσαν μοναδικοί, όλους τους αγάπησα και τους αγαπώ. Παράπονο; είχαν βέβαια, παραμέριζα το κάθε παράπονο, με τον καλύτερο τρόπο· πίστευα στην αποστολή μου· οι μικρές μιζέριες δεν με απασχολούσαν, ύστερα από τόση δραματική ζωή που περάσαμε όλοι οι πρόσφυγες. Κάθε οικογένεια είχε το δικό της δράμα.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)