[ Κλήμης Καρασούλης ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Σας έχω γράψει και προηγουμένως την γέφυρα των Στεναγμών, πρέπει, πρέπει να την περάσουμε όσο μπορούμε ανώδυνα· αυτό προσπαθούσα να κάνω και εγώ. Είμαι ευτυχισμένη για ό,τι έκαμα μέχρι σήμερα ύστερα από σαράντα και τόσα χρόνια. Έχω απόλυτα την αγάπη όχι μόνον των δικών μου, αφού πήρα και την ευχή του πατέρα μου: «Κιζίμ μπεν σανάτα, Κυριακογιάτα, αχρεττέν πορσλού καλίορουμ» (Κόρη μου εγώ σ’ εσένα και στον Κυριάκο θα μείνω υποχρεωμένος και απ’ τον άλλο κόσμο), είπε στην τελευταία μας συνάντησι. Οι κουνιάδοι μου και τα ανήψια μου με λατρεύουν, όπως και εγώ αυτούς. Ποτέ, έστω και μια πικρή κουβέντα δεν έχουμε ανταλλάξει, αυτό είναι γνωστό.
 
Το 1927 γεννήθηκε η μονάκριβη κόρη μας, χάρισμα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής. Τέσσαρα χρόνια δεν κάναμε παιδί. Τι είναι αλήθεια η δύναμι της Πίστεως; Θεέ μου μένω με δέος μπροστά σ’ αυτήν· επανειλημμένως την έχω δοκιμάσει. Μια θερμή προσευχή κάμποσων ημερών μάς αξίωσε να ’χουμε την χαράν των γονιών και εμείς. Ύστερα από έξι παιδιά του πατέρα μου που τα ’χασε τα τέσσαρα πρόωρα, αξιώθηκα εγώ να βάλω στα γεροντικά γόνατά του την πρώτη και τελευταία εγγονή του, την Σεμέλη μου. Η χαρά του φαινόταν από τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του. Την χάρηκε ως τα οκτώ της χρόνια και τον έχασα πάλι σε δραματικές στιγμές.
     Η κόρη μου στα οκτώ της χρόνια αρρώστησε βαρειά· έπαθε οστρακιά βαρειάς μορφής. Με τον πρώτο πυρετό, πήγα στην εκκλησία, προσευχήθηκα. Θέλω να είμαι μόνη μου όταν προσεύχομαι, και στην Εκκλησία ακόμα. Ήλθε ο Κυριάκος και πήγε να φέρη τον ιατρό Ασλάνη, φίλο και πατριώτη του, ένα εξαιρετικό παιδίατρο. Με το πρώτο βλέμμα έκαμε τη διάγνωσι, είχε οστρακιά και άρχισε την θεραπεία. Εκείνες ακριβώς τις μέρες αρρώστησε και ο πατέρας μου, βαρειά. Ο ιατρός είπε για την κόρη μας να την σηκώσουν σε κλινική λοιμωδών νόσων· δεν τον άφησα. Εγώ την οστρακιά την είχα περάσει ακριβώς στην ίδια ηλικία και ανέλαβα να την περιποιηθώ μόνη μου. Φαντασθήτε, τρία συνεχόμενα σπίτια γύρω μου, είχαν εν συνόλω δεκατέσσερα παιδιά. Η ευθύνη ήταν μεγάλη μην διαδοθεί η αρρώστεια, εφ’ όσον ήταν κολλητική, και εκείνην την χρονιά ήταν θανατηφόρος η μορφή. Επέβαλα γύρω μου μια αυστηρή καραντίνα και με την βοήθεια του Θεού κανένα παιδί δεν έπαθε. Ο πατέρας συνέχεια με ζητούσε κοντά του, μόνον όταν το βράδυ ερχόταν ο Κυριάκος μπορούσα να πάω να δω τον πατέρα μου· την ημέρα δεν είχα κανέναν κοντά μου, ένεκα της μορφής της αρρώστειας της κορούλας μου. Ένα βράδυ που πήγα μου είπε: «κόρη μου την Κυριακή δεν θα είμαι πλέον μαζύ σας, συγχωρήστε με αν ποτέ σας στεναχώρεσα». Έπεσα στην αγκαλιά του, έκλαψε εκείνος, έκλαιγα και εγώ, τα δάκρυά του μπήκαν στο στόμα μου αλμυρά, πικρά, δεν ήξερε πως και η μονάκριβη εγγονούλα του κινδύνευε· μου ’κανε παράπονο γιατί τον αφήνω· πού να το ’ξερα; Μαζύ του ήταν η μαμά, ο αδελφός μου, ο θείος ο Μιλτιάδης, αδελφός του στάθηκε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Δεν ήθελε να πάρη ούτε τα φάρμακά του, αν δεν του έδινα εγώ. Ο Κυριάκος απορούσε· «τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί» έλεγε. Μα εγώ πώς μπορούσα να μείνω συνέχεια κοντά του; όταν απ’ την άλλη μεριά το παιδί μου πέρναγε τέτοια κρίσι; με έβλεπε και δεν με γνώριζε, με κύτταζε στα μάτια, σήκωνε τα χέρια της ψηλά και έλεγε: «πετάω, πετάω, πετάω».
     Για τελευταία φορά είδα τον πατέρα την Παρασκευή βράδυ και μου ’πε να ξαναπάω, γιατί έχει να μου πη κάτι. Δεν πρόλαβα δυστυχώς, Σάββατο ξημερώνοντας, παρέδωσε την αγνή και μεγάλη ψυχή του στον Κύριο. Όσοι τον θυμούνται μου λένε: αυτός ο άνθρωπος έζησε σαν άγιος.
 
 
Το 1932-33 ήλθε ένας γέρος στο σπίτι μας γυρεύοντας τον πατέρα. Ήλθε είπε στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που είναι κοντά μας και όταν έμαθε πως ο Κλήμης Καρασούλης μένει εκεί κοντά, ήλθε να τον δη. Μόλις τον είδε, έπεσε στα γόνατα να του φιλήση τα πόδια, τα χάσαμε, γέρος και άγνωστος άνθρωπος! «Τι τρέχει;» είπε ο πατέρας, «ποιος είσθε; δεν σας θυμάμαι». Πού να με θυμάσαι, Σιόρ Κλήμη, ήσουν και ήμουν νέος όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, εσείς μπορεί να με ξεχάσατε, εγώ όμως ποτέ δεν σας ξέχασα. Θυμάστε, του είπε, την τάδε χρονολογία, στο ντεβελίκ γιοχουοού, έναν «σαχά»; Σαχά λέμε τους νεροκουβαλητάς. Η Άγκυρα μέσα στην χώρα δεν έχει πόσιμο καλό νερό και άνθρωποι φτωχοί, με έξη στάμνες πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, το κουβαλούν από μακρυά, «Ογσούζ τσε σουγιού», «Ελματαγί σουγιού». Τις έξη στάμνες ένα τάλληρο πουλούν. Λοιπόν από το χιόνι, από τον πάγο, γλίστρησε το γαϊδούρι του φτωχού, έπεσε, έσπασε όχι μόνον τις στάμνες, αλλά και το πόδι του το ζώο. Μαζεύθηκε κόσμος γύρω του και προσπαθούσαν να σηκώσουν το ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν και ο άνθρωπος απ’ την απελπισία του έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Περνώντας την στιγμή εκείνη ο πατέρας, τα είδε και πλησίασε τον άνθρωπο –(δυστυχώς το όνομά του δεν θυμάμαι, πού να το ’ξερα και εγώ πως ύστερα από τόσα χρόνια, θα έγραφα αυτά)– και του είπε να κάμη κουράγιο, οι άνδρες δεν κλαίνε και εκείνος: «πώς να μην κλαίω, έχω πέντε παιδιά, περιμένουν να φάνε, τι θα τους πάω; πώς θα κάνω με το ζώο που αχρηστεύθηκε; ξέρεις κύριε τι θα πη δυστυχία; ο Θεός να σε φυλάη». Ο πατέρας τον λυπήθηκε και του έδωσε τρεις λίρες στο χέρι του, όπως μας είπε ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο πατέρας ούτε τα θυμόταν, είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε ούτε ήταν καν πανδρεμένος. Όταν πήρε τα λεφτά στα χέρια του, μας είπε, νόμισε πως άνοιξε ο Ουρανός και τον ελέησε. Πήγε αμέσως αγόρασε άλλο γαϊδουράκι, άλλες στάμνες, και με τον καιρό που γιατρεύθηκε το πρώτο του έκαμε λέει δύο ζώα και ευκολύνθηκε στη δουλειά του και τον ευχόταν σ’ όλη του τη ζωή. Τέτοια πολλά έχω ακούσει για τον πατέρα. Εγώ θυμάμαι κάτι που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Την τελευταία φορά –πού να ξέραμε τότε πως ήταν τελευταίες φορές– που μεταφέρανε το μαλλί των προβάτων μας στην Άγκυρα για να το πουλήσουν, ήλθε και ο πατέρας. Θα ήταν το 1913. Την άλλη μέρα ξημερώματα, χτύπησαν την πόρτα μας και όταν ανοίξαμε, ένας ξένος για μας ζήτησε τον πατέρα. Όταν τον είδε ο πατέρας, του είπε: «κατάλαβα παιδί μου γιατί ήλθες, η πιάτσα, δηλ. η τιμή του μαλλιού, υψώθηκε και συ φοβήθηκες μην σου αρνηθώ το εμπόρευμα και θέλεις να με προλάβης να μην μάθω; εχθές που με βρήκες στους πρόποδας του Κιζίλ γιοχούς, ήταν η τιμή τέσσερα γρόσια η οκά, δεν είναι έτσι; σήμερα ποια είναι η τιμή; τον ρώτησε, εκείνος στεκόταν χαμένος μπροστά του, θαρρείς δεν μπορούσε να μιλήση, είπε ξερά: «είναι οκτώ!» Κάπου δέκα λεπτά κανείς δεν μίλησε, μετά είπε ο πατέρας: «άκου, παιδί μου, οποιοσδήποτε να ήταν στη θέση μου, θα σου αρνιόταν σήμερα. Χθες ούτε προκαταβολή δεν μου έδωσες, γιατί δεν είχες λεφτά και μου είπες πως είσαι φτωχός. Εγώ σου ’δωσα τον λόγο μου, δεν μπορώ να τον αθετήσω· η μοίρα ήταν με το μέρος σου, η τύχη δική σου, έπαιζε για σένα ένα ωραίο παιχνίδι, είναι δικά σου, πάρτα». Δεν είχα δει ποτέ μου να κλαίνε οι άνδρες, πώς να μπορέσω να περιγράψω την σκηνή που είδα; τόσο ζωντανή μου ’χει μείνει.
     Μόλις άκουσε την τελευταία λέξη ο άνθρωπος, γονάτισε μπροστά του, με τέτοιο κλάμα αγκάλιαζε τα πόδια, τα γόνατά του, φιλούσε τα χέρια του, δεν ήξερε τι έλεγε. Με σώσατε κύριε Καρασούλη, με σώσατε, εμένα και την οικογένειά μου. Εφ’ όρου ζωής θα σας είμαι ευγνώμων. Βέβαια δεν ήταν μικρό πράγμα, κάπου τρεις τρεισήμισι χιλιάδες οκάδες μαλλί και το κέρδος πολύ μεγάλο και όταν του είπε ο πατέρας να φέρη αμάξια να τα φορτώση, είπε ο άνθρωπος πως απ’ τα μεσάνυχτα έχει δυο αμάξια έξω και ξενύχτισε απ’ έξω από το σπίτι μας. Τέλος φύγανε. Τότε η μαμά έκαμε παρατήρηση στον πατέρα, γιατί να του τα χαρίση όλα, τουλάχιστον, μισά και μισά να τα παίρνανε και της είπε τότε πως στο εμπόριο ο λόγος είναι πιο ακριβός από το χρήμα, πάντα έχουμε ανάγκη από τους εμπόρους και πρέπει να κρατάμε τον λόγο μας. Τέτοιοι ήσαν οι άνθρωποι του παληού καλού καιρού, ούτε χαρτιά είχαν, ούτε συμβόλαια, ο λόγος ήταν το παν. Αλλά και η μαμά μου. Θυμάμαι μετά την φωτιά του 1916 σ’ όποια γειτονιά και αν πήγαμε, είχε πάντα τον φτωχό της γειτονιάς, να στείλη πριν μας σερβίρει του φτωχού το φαγητό. Έτσι και εγώ αγάπησα τους φτωχούς από μικρή ηλικία.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)