[ 1941. Η επιστροφή του Μιχάλη Καρασούλη ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Στον πόλεμο τον Αλβανικό, στο ταχυδρομείο με ωνόμασαν «η μετόπισθεν». Κάθε μέρα ήμουν εις το ταχυδρομείο να στείλω δέματα στους στρατιώτας, γνωστούς και άγνωστους. Στο ταχυδρομείο που ’διναν την διεύθυνσι και τον τομέα στρατιωτών που δεν είχαν κανένα. Στο σπίτι μας η μαμά, η κουνιάδα μου και εγώ πλέκαμε νύχτα μέρα, κάλτσες 70 ζεύγη, 36 κασκόλ και γάντια 10 ζεύγη, η κόρη μου μόλις 13 χρονών έπλεξε όλα με δικά μας έξοδα, εννέα από τα δέματά μου χάθηκαν στην οπισθοχώρηση, ήταν τα τελευταία.
     Ο αδελφός μου έμεινε τελευταίος, όλοι τον είχαμε για χαμένον· πριν ένα μήνα το τάγμα του είχε έλθει, δεκαεπτά παιδιά, ήσαν αγνοούμενα. Δεν θα σας γράψω τον πόνο μας και την αγωνία μας, επτά μήνες ήταν στρατιώτης των πρόσω, στον βόρειο Τομέα. Μια νύχτα του Απρίλη, βλέπω ένα όνειρο, παρ’ όλο που δεν το πιστεύω, μου ’κανε μεγάλη εντύπωση. Βλέπω προς τα δυτικά τρεις καμάρες σαν γέφυρα και βλέπω αεροπλάνα να ρίχνουν το ένα πίσω απ’ άλλο βόμβες, η γη, ο ουρανός, σηκώθηκαν σαν ένα μαύρο σύννεφο. Ο θόρυβος των βομβών να μ’ έχουν κουφάνει. Και εκείνην την ώρα, βλέπω τον αδελφό μου με τον γυλιό στην πλάτη, βγαίνει απ’ την μια καμάρα και μπαίνει στην άλλη: «Μιχάλη, Μιχάλη», φωνάζω, και θέλω να τον εμποδίσω να μπη μέσα στην κόλαση αυτή. Ακριβώς επάνω στην αγωνία μου, ακούω μια τρομερή φωνή. «Να, τα βλέπεις; σου είπα, θα σου τον φέρω. Να, μέσα απ’ αυτού θα σου τον φέρω. Τόση λίγη πίστη έχεις; Τόση λίγη πίστη έχεις;» Τρεις φορές το επανέλαβε η φωνή. Τρόμαξα και ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήμουν χαρούμενη, παρ’ όλη την αγωνία μου, ήμουν σίγουρη πως θα γύριζε ο αδελφός μου.
     Ύστερα από δύο-τρεις μέρες, ένα πρωί πήγα στον φούρνο του κ. Κατσέλη, ενός πολύ καλού ανθρώπου, που έδειξε την καλωσύνη του στην Κατοχή. Αντί να κάνη μαύρη αγορά, όπως τόσοι άλλοι, βοήθησε όλον τον κόσμο και εμάς χωρίς μια δραχμή να μας επιβαρύνη επί μήνες για το ψωμί που τόσο στερηθήκαμε. Λοιπόν γυρνώντας βλέπω μπροστά μου ένα ταξί, μου φάνηκε σαν τον Κυριάκο που τον είχα αφήσει στο φωτογραφείο. Απορώ, βλέπω τον Κυριάκο μ’ έναν στρατιώτη ρακένδυτο, γένεια, μαλλιά ανακατεμένα, αδύνατος, χάλι, δεν τον γνώρισα και ακούω, «αδελφούλα, δεν με γνώρισες»; Η φωνή του, μου ’δωσε να καταλάβω πως είχα μπροστά μου τον αδελφό μου, αλλά δεν τον γνώρισα. Θεέ μου, τι χάλια ήταν εκείνα; Μόλις συνήλθα, τον τράβηξα στο σπίτι και του είπα: «Πες μου αδελφέ μου, τις τελευταίες μέρες σου, πώς πέρασες; Πού ήσουν;» «Στάσου μου λέει να συνέλθω και θα τα μάθετε όλα». «Όχι, τα θέλω τώρα, πες μου τις τρεις τελευταίες μέρες». Και μας είπε για τη σύμπτυξη· υποχώρησαν, έφθασαν στο Μενίδι πεινασμένοι, κουρασμένοι, κουρελιασμένοι και εκεί τους ανάγκασαν να προχωρήσουν ως την Κόρινθο να δώσουν αντίσταση στον εχθρό, στους Γερμανούς.
     Μόλις φθάσαμε εκεί ήλθε ένας στρατηγός και μάλωσε τους αξιωματικούς, γιατί έφεραν τόσο κόσμο, γιατί ταλαιπώρησαν τους στρατιώτας· «Έχουμε κάμει συνθηκολόγηση, καταλαβαίνετε»· είπε ο στρατηγός, «κάθε αντίστασις είναι ανώφελος». Φύγετε, παιδιά, φώναξε, φύγετε τώρα, όπου να ’ναι θά ’ρθουν τα στούκας, διαλυθήτε, πηγαίνετε στα σπίτια σας». Ήταν εκεί ένα τραίνο για την Αθήνα, τρέξανε τα καϋμένα και χώθηκαν μέσα· μαζύ τους και ο αδελφός μου, αλλά μας είπε ο Μιχάλης, από την στιγμή που μπήκε στο τραίνο, θαρρείς ένα χέρι μ’ έπιανε στο στήθος και μου ’λεγε, φύγε, κατέβα κάτω, στο τέλος δεν άντεξε σηκώθηκε απότομα και φώναξε «όποιος αγαπά την ζωή του, ας έλθη μαζύ μου» και κατέβηκε. Μαζί του κατέβηκαν άλλα είκοσι παιδιά. Μόλις απομακρύνθηκαν καμμιά τριακοσαριά μέτρα, άκουσαν τα στούκας που άρχισαν να βομβαρδίζουν το τραίνο. Ο Μιχάλης με τα παιδιά πέσανε μπρούμυτα. Μας είπε, η πίεσις της γης τους σήκωνε και τους έρριχνε κάτω, έγινε ένα κακό άνευ προηγουμένου, έμειναν στην θέση αυτή όλη την νύχτα· ευτυχώς δεν έπαθαν τίποτα. Λέγαν του Μιχάλη: «σου χρωστάμε την ζωή μας, τι σου ’ρθε να κατεβής και εμείς σ’ ακολουθήσαμε;» «Δεν ξέρω, έτσι αισθάνθηκα», τους είπε.
     Από το τραίνο ούτε ψύχουλο δεν έμεινε, σκοτώθηκαν όλα τα καϋμένα, ύστερα από ώρα χέρια, πόδια κομμένα έπεφταν απ’ τον ουρανό, μας είπε: Σέρνοντας τα πρησμένα πόδια τους έφθασαν σε Ελληνικά σπίτια, όπου τους περιποιήθηκαν και την άλλη μέρα με διάφορα μεταφορικά μέσα γύρισαν στην Αθήνα, έφθασε στο εργοστάσιο του ξαδέλφου μας Χρυσοσφαιρίδη και απ’ εκεί τηλεφώνησαν στον Κυριάκο, που πήγε και τον έφερε.
     Βλέπετε, το όνειρό μου βγήκε πέρα για πέρα. Να, μέσα απ’ αυτού θα σου τον φέρω και μου τον έφερε, δόξα στο Όνομά Του.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)