[ Κατοχή ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Την Κατοχή την ξέρετε· άλλοι έφαγαν, άλλοι πέθαναν· για μια φέτα ψωμί, εκεί χώρισαν οι άνθρωποι απ’ τα ανθρωπάκια, Μάνες που άρπαξαν απ’ τα χέρια των παιδιών τους να ζήσουν οι ίδιες, και μάνες [που ] έδωσαν την ζωή τους για τα παιδιά τους. Συγκρούσθηκαν ο ηρωισμός, το μεγαλείο με την μικρότητα και την προδοσία. Ένοιωσα βαθειά τον ηρωισμό των Ελλήνων, είναι ασύγκριτοι σε τέτοιες ώρες! πώς να ξεχωρίσης όμως και τους σκάρτους; την ίδια γλώσσα μιλούν και την ίδια στολή φέρνουν. Ας τους κρίνει ο Θεός. Πολλοί εργάσθηκαν με κίνδυνο της ζωής τους για την σωτηρία των άλλων.
     Τα απογεύματα είχα κανονίσει να ’ρχονται 5-6 γρηές και παιδιά. Μεταξύ των παιδιών που ερχόντουσαν ήταν ένα οκτάχρονο ωραιότατο αγόρι, τόσο αδύνατο, που δεν μπορούσε να πάρη τα πόδια του. Ήσαν, είπε, απ’ την Ζάκυνθο, ήσαν τέσσερα αδέλφια, τα δύο μεγάλα, εύρισκαν και άσπρο ψωμί και διάφορα φαγώσιμα, αλλά όπως μου ’λεγε ο μικρός «η μαμά δεν μας δίνει εμάς, ούτε και η ίδια τρώει απ’ αυτά. Μας είπε η μαμά: αυτά μωρά μου είναι προδομένα ψωμιά, καλύτερα να πεθάνωμε, παρά να τα φάμε και να ζήσωμε ντροπιασμένοι. Μην παίρνετε τίποτα απ’ τα χέρια τους», τους έλεγε. Ποιος ξέρει τι δράμα παιζόταν μέσα στο σπίτι τους: να βλέπουν τα μωρά ψωμί και να πεθαίνουν της πείνας και να μην το φάνε; Άξαφνα μια μέρα έπαυσε να ’ρχεται. Τι έγινε; πέθανε το καϋμένο; φύγανε πουθενά; ο Θεός το ξέρει. Όταν έρχονταν έψηνα τσάι του βουνού, από το βράδυ, αλέθαμε λίγο καλαμπόκι και λούπινα που τα γλυκάναμε και αλεύρι που ο Κυριάκος με κίνδυνο της ζωής του, μπροστά στα μάτια των Γερμανών, μας είχε φέρει ένα τσουβάλι. Τα ζύμωνα όλα και κάμναμε πιτούλες και τους περιποιούμουν. Ήταν μια ηθική συνπαράστασις γι’ αυτούς τους δυστυχισμένους. Να βλέπατε με τι χαρά ερχόντουσαν, σαν να ήταν να φάνε το ψητό. Οι υπάλληλοι του φωτογραφείου έλεγαν: «Ανώνυμος Ερυθρός Σταυρός»! Δεν μπορούσα βέβαια να τους σώσω μ’ αυτά, αλλά ήταν μια παρηγοριά.
     Πάνω σε μια τέτοια ώρα έρχεται ο αδελφός μου, που γυρνούσαν κάθε πρωί παντού για να βρουν κάτι φαγώσιμο, ήλθε με άδεια χέρια και μ’ έβαλε μπρος. Δεν καταλαβαίνεις αδελφή πως αύριο στο ίδιο το παιδί σου δεν θα ’χεις να δώσης ψίχουλο και μαζεύεις τον Κόσμο στο κεφάλι σου; Ρωτάς τι θα κάνουμε εμείς αύριο; Μια στιγμή κλονίσθηκα. Ίσως ίσως να ’χει δίκιο. Την άλλη μέρα σηκώθηκα και βγήκα στο περιβόλι, κάθε βράδυ το τραπεζομάνδηλο τίναζα να φάνε τα ψύχουλα οι κοτούλες μας. Εκείνην την νύχτα είχε χιονίση και είχε στρώση αρκετά. Και βλέπω πουλιά του Ουρανού να ’χουν κατεβή και να σκαλίζουν τα χιόνια να βρίσκουν τα ψύχουλα και να τρώνε. Μου ’ρθε σαν χαστούκι στο πρόσωπό μου, ζαλίσθηκα. Κύττα το Μυστήριο του Θεού: Σε μια απέραντη γη πώς ηύραν, ποιος τα οδήγησε τα πουλιά να βρουν  κάτω απ’ το χιόνι την τροφή τους παρά ο Θεός. Και εμείς οι άνθρωποι, οι άπιστοι, τι κάνουμε; γιατί; Δεν του έχουμε εμπιστοσύνη; Τι πλάνη, τι αχαριστία. Μπήκα μέσα άλλος άνθρωπος. Από την άλλη μέρα, τα βράδια πήγαινα στην πλατεία του Αγίου Δημητρίου και έφερνα στο σπίτι όποιον εύρισκα πεσμένο στο δρόμο να του δώσω το μερίδιό μου. Για μας δεν μας ένοιαζε, ήμουν σίγουρη πως ο καλός Θεός δεν θα μας άφηνε να χαθούμε και έτσι έγεινε κανείς δεν χάθηκε, δόξα τω Θεώ.
     Στο πλάι του σπιτιού μας είχαμε έναν φουρνάρη άσπλαχνο. Ένα βράδυ ακούω κλάματα και παρακάλιες. Του ζητούν να τους δώση το ψωμί του δελτίου τους και αυτός σκαιώτατα τους έδιωχνε. Αυτά θερμοπαρακαλούσαν και λέγαν, σήμερα πέθανε ο πατέρας μας από την πείνα, λυπήσου μας δεν έχουμε να φάμε. Αυτός τους έκλεισε την πόρτα. Δεν άντεξα, τους φώναξα, ήσαν δύο παιδιά, 16-18 χρονών, πολύ αδύνατα. Τους λυπήθηκα, τους έδωσα το ψωμί του δελτίου μας και σταφίδες και τους είπα να έλθουν κάθε βράδυ να τα πάρουν. Μου είπαν πως ούτε μάνα δεν είχαν. Καταλαβαίνετε, στην Κατοχή χωρίς οικογένεια! Αυτό συνέχισε επί τρεις μήνες, έμεναν στα Τουρκοβούνια. Τους ήξεραν όλοι, «τα παιδιά με την πλατυποδία» όπως τους έλεγαν, περπατούσαν πολύ δύσκολα, δεν ξέρω τ’ όνομά τους.
     Μετά την απελευθέρωση ήλθαν στο φωτογραφείο, όπου ήταν και το σπίτι μας, δύο άνδρες. Ο ένας ήταν αξιωματικός. Ζήτησαν την κυρία του σπιτιού, δεν τους γνώριζα. «Τι την θέλετε»; τους ρώτησα και ο αξιωματικός είπε: «Στην Κατοχή κυρία μου, απ’ αυτό το σπίτι, εβοήθησαν τ’ αδέλφια μου και εμέναν, που ήμουν άρρωστος επί τρεις μήνες και μας έσωσαν την ζωή μας. Τώρα που έγεινα καλά ήλθα να την ευχαριστήσω». «Έκαμα το καθήκον μου, παιδί μου, είπα, εγώ είμαι εκείνη που γυρεύετε». Με ευχαρίστησε με συγκίνησι και έφυγε.
     Τότε ήλθε στο φωτογραφείο και γνωρισθήκαμε με τον κ. Σπαθάρη, τον πατριώτη μας που έκαμε επί τριάντα έξη χρόνια πρόξενος της Τουρκίας στην Ρωσσία. Ο κ. Σπαθάρης ήξερε δεκαέξη γλώσσες. Αργότερα μου χάρισε, με ιδιόχειρη αφιέρωση, την φωτογραφία του με στολή προξένου.
 
Οι άνθρωποι τρέχουν να διασκεδάσουν, για να βρουν την ευτυχία. Απορώ πώς στην διασκέδαση βρίσκεται η ευτυχία. Αυτή είναι εφήμερη. Δεν νομίζω να γεμίζη την ψυχή μας. Ομολογώ δεν την έχω δοκιμάσει. Θα απορείτε; δεν έχω καν χορέψει ποτέ, δεν με τραβάει. Καθένας με τον δικό του τρόπο νοιώθει την ζωή. Εγώ είμαι ευτυχισμένη, όταν η ημέρα μου μ’ έχει κουράσει προς όφελος του άλλου. Και τώρα, ακόμα σ’ αυτήν την ηλικία που είμαι, δεν στέκομαι ούτε μια μέρα. Σαν κοινωνική Λειτουργός ανοργάνωτη, αφανής, βρίσκομαι στο πλάι κάθε φτωχού. Με ξέρουν παντού, πολλές ζητούν ακόμη να τους βοηθήσω σε οικογενειακές υποθέσεις, σε προστριβές τους, που τις περισσότερες φορές προέρχονται από την φτώχεια. Ανδρόγυνα, αδέλφια, συγγενείς που επί μακρόν χρόνον ήσαν χωρισμένοι, τους έχω αγαπήσει. Γι’ αυτό λέω, πως πριν από μένα Κάποιος Άλλος βαδίζει μπροστά μου και εγώ είμαι το όργανό Του, γι’ αυτό είμαι σίγουρη.
     Θα μου πήτε, όπως πολλοί. Μακρυά από καλωσύνες για να μην σου φερθούν αχάριστοι. Τι σημασία έχει; Σαν τους 10 λεπρούς του Χριστού. Μήπως ο Χριστούλης σαν Θεός δεν τους ήξερε πως θα ήσαν αχάριστοι; και όμως τους ελέησε· ποτέ δεν λείπουν τέτοιοι. Αγνόησαν την χάρη του Χριστού, την θυσία Του. Εμείς δεν εξαιρούμεθα. Γι’ αυτό λέγονται και οι σοφές παροιμίες. Μην ελεείς αχάριστον άνθρωπον, το φορτίον της ευγνωμοσύνης είναι βαρύ στους ώμους του και θα σε μισήση. Κι αυτά τα συνάντησα από μικρόψυχους ανθρώπους, αλλ’ απ’ την άλλη μεριά έχω συναντήσει ανθρώπους απλοϊκούς με μεγάλη ψυχή. Δεν έχουν ξεχάσει έστω και ένα ζεστό αν ήπιαν απ’ τα χέρια μου. Δεν πειράζει, οι καλωσύνες που πληρώνονται με αχαριστία, τότε μόνον έχουν αξία, σου βάζουν φωτοστέφανο. Όπως λέγει ο Τανάγρας των Ψυχικών Ερευνών, η λίγη επιστήμη απομακρύνει τον άνθρωπον από τον Θεόν, η πολλή επιστήμη ενώνει τον άνθρωπον με τον Θεό. Και εγώ λέω, η λίγη επαφή με τον φτωχόν δεν σου δίνει τον καιρό να κατανοήσης τι είναι δυστυχία, η πολλή επαφή σε κάνει να μπης στο πετσί του φτωχού, να νοιώσης τον ψυχικό του πόνο, οπότε είναι δύσκολο να φύγης μακρυά τους.
     Για να γράψω λεπτομερώς τι είδα και τι έμαθα μένοντας με τους φτωχούς, θα χρειαζόνταν μήνες, αλλά δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Την Κατοχή την ξέρουμε όλοι μας, άλλοι λίγο, άλλοι πολύ, πληρώσαμε τον φόρο αίματος στην λύσσα του πολιτισμού του 20ού αιώνος. Οι θηριωδίες του Τσεγκίς Χαν ωχριούν μπροστά στις δικές τους. Λέγεται πολιτισμός ο σημερινός βαρβαρισμός, οι βομβαρδισμοί αθώων ανθρώπων, οι εκτελέσεις. Στη θύμησή τους μόνον, σαλεύει ο νους του ανθρώπου. Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε. Οι πολιτισμένοι λαοί δεν χόρτασαν στο αίμα; στο αίμα αθώων; δεν μετενόησαν; δεν έφριξαν μπροστά σε τόσα δράματα; ακόμη ρέει το αίμα ασταμάτητα! δεν βρέθηκε άνθρωπος να το σταματήση; Θεέ και Κύριε, Συ πνεύματα ανθρώπων κυβερνάς, φώτισέ Τους να δώσουν Ειρήνη στον Κόσμο.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)