[ Αναμνήσεις από το τσιφλίκι ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Καλλίτερα να κλείσουμε αυτήν την σελίδα που μας κατεβάζει στην σειρά των αγρίων θηρίων, που ίσως είναι καλύτερά μας. Με πόση λαχτάρα αναπολώ, έστω και τα λίγα χρόνια ξένοιαστης ζωής, της παιδικής μου ηλικίας; για να ξεκουράσω την σκέψη μου και να γαληνέψω την ψυχή μου, γυρίζω την σελίδα και νοερά φθάνω στην πατρίδα μου. Την μεγαλύτερή μου αγάπη είχε το τσιφλίκι μας. Ίσως επειδή η μαμά με είχε πάει όταν ήμουν μόλις σαράντα ημερών. Τα καλύτερα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα εκεί. Όταν ένοιωθα πλέον γύρω μου τον κόσμο, η πρώτη εντύπωσις μου έμεινε ανεξίτηλη στην μνήμη μου. Μόλις φθάσαμε με το αμάξι μας στο τσιφλίκι και ο πατέρας ήταν με το άλογό του μαζί μας, μας κύκλωσαν τα σκυλιά μας, κάτι σκυλιά που μόνον να τα βλέπης σου ’φερναν φόβο· χωρίς ουρά, χωρίς αυτιά, κομμένα σύρριζα, και στα λαιμά τους με γάτζους μυτερούς σιδερένιους, για να προφυλάγωνται απ’ τους λύκους. Βλέπετε ήσαν φύλακες των προβάτων.
     Την ίδια στιγμή έτρεξαν οι γυναίκες του χωριού και οι γυναίκες που εργάζονταν στο Κονάκι. Οι χωρικοί μας ήσαν Κιγιλπάσηδες και ντυνόντουσαν πολύ εντυπωσιακά. Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν ψιλές ψιλές πλεξούδες ενωμένες η μια με την άλλη, με ειδών ειδών χάνδρες. Στο κεφάλι είχαν σαν περικεφαλαία αιγυπτιακή είδους «Νεφερτίτη» και επάνω πυκνά δις είχαν κεντημένα φλωριά, πολλά φλωριά, ψεύτικα βέβαια. Τα ρούχα τους κεντημένα με πολύχρωμες τρέσσες. Δεν φορούσαν φούστες, αλλά σαλβάρια και από πάνω κρέμονταν τρία φύλλα και αυτά κεντημένα· λένε «ους ετεκλή» και ένα ζακετάκι κοντό, τύπου Αμαλίας, κεντημένο και αυτό. Σε κάθε τους κίνηση κουδούνιζαν τα φλωριά, τρουμ, τρουμ, τρουμ, ήταν αλήθεια και όμορφες, πολύ όμορφες γυναίκες, μαυρισμένες απ’ τον ήλιο, όλο γέλια και χαρές. Ήλθαν να μας κατεβάσουν απ’ το αμάξι και η πρώτη μου εντύπωση ήταν σαν ξωτικές μορφές να ’χαν φύγη απ’ άλλη χώρα, απ’ άλλη ζωή και βρέθηκαν κατά λάθος στο τσιφλίκι μας. Στην αρχή φοβόμουν να μείνω μόνη μαζύ τους.
     Σιγά σιγά κάθε χρόνο πηγαίνοντας τους έμαθα πολύ καλά. Δεν έφευγα από κοντά τους, ήσαν άνθρωποι τόσο καλοί, εργαζόντουσαν με όλη τους την καλή διάθεση. Τα κέρδη τα έπαιρναν μισά και μισά· θυμάμαι είχαν έλθει και άλλες οικογένειες και Χριστιανοί ακόμα, ο Βασίλης, ο Θωμάς, ο Πέτρος που σκοτώθηκε στο Τσανάκ-Καλέ στον Πόλεμο, ο άλλος Θωμάς και άλλοι με τις οικογένειές τους, από το Τιρχίν και Σινασόν.
     Το 1914 με τον πόλεμο, έφυγαν· άλλους πήραν στρατιώτες, και ο Βασίλης μετά την φωτιά το 16 ήλθε και μας ηύρε στο σπίτι της Αγιάνογλου, στρατιώτης ακόμη, και κτυπιόταν απ’ τον πόνο και την καταστροφή μας. Μόλις έφθαναν πριν απ’ τον πόλεμο οι νεοφερμένοι, ο θείος Μιλτιάδης και ο πατέρας τούς έδειχναν τα σπίτια που θα ’μεναν, τους έδιναν πρόβατα ανάλογα στα άτομα, για να ’χουν το γάλα τους, αλεύρια με τσουβάλια, όσο για λαχανικά είχαμε τον μεγάλο λαχανόκηπο. Ήσαν τρεις κηπουροί μέσα, το λέγαμε «Χαρίμ», τροφοδοτούσε όλο το τσιφλίκι. Αυτά, ώσπου να έλθη η εποχή του θερισμού, τα έδιναν δωρεάν και έτσι εξασφάλιζαν την ζήση τους και αυτοί εργαζόντουσαν με την καρδιά τους. Ο θείος Μιλτιάδης αγαπούσε τα παιδιά και ήξερε πως το μόνον που τους έλειπε των παιδιών ήταν η ζάχαρη και γι’ αυτό πάντα κρατούσε μαζύ του κομμάτια ζάχαρη. Δεν είχαμε εκεί ψιλή ζάχαρη· ερχόνταν απ’ τη Ρωσία σε καλούπια και τα σπάνανε και τα ’δινε στα παιδιά. Η γιαγιά, πιο φανατική, φαίνεται τον μάλωνε πως τρέφει των εχθρών μας τα παιδιά, εκείνος γέλαγε και έλεγε: «δεν είναι αυτοί εχθροί μας, αυτά, σαν τους γονείς τους, θα εργάζωνται αύριο και εσύ θα ξοδεύης», και είχε δίκαιο. Ένας μόνον, ο Γιουσούφ αγάς, που έμεινε σαράντα χρόνια εκεί, είχε 12 αγόρια και τι παλληκάρια! απ’ αυτά, τα 10 σκοτώθηκαν στο Τσανάκ-Καλέ. Καταραμένος πόλεμος. Θυμάμαι τα τελευταία χρόνια που πήγαμε, ο γέρος καθόταν, πότε στην μια πέτρα, πότε στην άλλη και τραγουδούσε «Τσανάκ-Καλέ εϊτζιντέ βουρτουλάρ μπενί, κανλή κιογνεγιμέ σαρτιλάρ πενί, ωωώφ κεντζλιγίμ χεγ βαχ κτλ.».
     Δεν άντεχε να βλέπη τα μέρη που μεγάλωσαν και τριγυρνούσαν τα παιδιά του, σηκώθηκε και έφυγε απ’ το τσιφλίκι. Βλέπετε, ο άτιμος πόλεμος, όπου έχωσε τη μύτη του, άφησε παντού ερείπια. Θυμάμαι πριν, όταν πηγαίνανε για να θερίσουν γέροι, νέοι, νέες. Δεν έμεναν στο χωριό παρά λίγες γυναίκες, να κυττάξουν τα μωρά και τα σπίτια τους. Άλλοι είχαν και δύο και τρεις γυναίκες και τι καλά περνούσαν, δεν άκουσα ποτέ να τσακώνονται μεταξύ τους. Η κάθε μια είχε τη θέση της στο σπίτι, να αρμέξουν τα ζωντανά, να φτιάξουν τα ψωμιά τους (τα γιουχά). Ανοίγουν φύλλα και τα ψήνουν στο σατζ, ειδικό γι’ αυτό το ψωμί. Εμέναν μ’ άρεσε πολύ και τους παρακαλούσα να με μάθουν ν’ ανοίγω φύλλα και να αρμέγω τα ζωντανά. Είχα μάθει τόσο καλά, ώστε στα 12 χρόνια μου να αρμέγω αρκετά πρόβατα και αγελάδες καθημερινώς. Όταν έπεφτε η δουλειά πολλή στον θερισμό ερχόντουσαν και έξτρα εργάτες καμμιά εξηνταριά και θερίζανε με μηχανές που είχε φέρει ο θείος απ’ την Γερμανία. Υπήρχε πάντοτε έλλειψη εργατικών χεριών στην περίοδο αυτή, γιατί όλα τα χωριά συγχρόνως θερίζανε.
     Τα βράδυα ήταν μια απόλαυσις να παρακολουθής την επιστροφή των θεριστών. Μπροστά οι νέοι και οι νέες μαζύ, αυτοί δεν είχαν ναμεχράμ σαν τους τούρκους, ήταν μικτή η ζωή τους· δεν χώνευαν τους τούρκους. Άρχιζαν τα τραγούδια τους, που ακουγόταν στο χωριό από αρκετή απόσταση. Οι γυναίκες που μέναν στο χωριό, βιαζόντουσαν να βάλουν στην αυλή τα ταπλά και ανάβανε φωτιά και φθάνανε με γέλια και τραγούδια. Μερικά απ’ αυτά τα θυμάμαι:
 
     Καρσιτά καβούν γιλλέρ
     μπέντε βαρσάμ νε τελλέρ
     οτουρσάκ μπιλέ γισέκ
     σουσονού σεβτί τελλέρ.
 
     Καγιαλάρ καβουσίορ
     Κεκλικέρ οτουσούγιορ
     ελλέρ γιαρίμ τετίκτοε
     γιουρεγίμ τουτουσίορ.
 
     Τσαμουρά τας άτμα
     τας πατάρ γκιτέρ
     Κουρπετέ κιζ βέρμε
     κιζ γκιτέρ γκιτέρ.
 
     Αναγί μπαμπαγί τερκ ετέρ γκιτέρ
     άτμα καρίπ άννεμ, άτμα
     μπενί νταγλάρ αρτινά.
 
Μετάφραση:
 
     Απέναντι τρώνε πεπόνι
     κι εγώ να πάω τι λένε
     να καθήσω να φάμε μαζί
     αυτή αυτόν αγάπησε λένε.
 
     Τα βουνά ανταμώνουν
     οι πέρδικες κελαηδούν
     όταν μιλούν οι άλλοι
     για το ταίρι τους,
     η καρδιά μου καίγεται.
 
     Στη λάσπη μην πετάς πέτρες
     η πέτρα χάνεται και φεύγει
     στην ξενιτιά μην δίνεις
     κόρη μάννα μου, Η κόρη
     χάνεται και φεύγει.
 
     Μάνα και πατέρα αρνείται και φεύγει
     μην πετάς δυστυχισμένη μάννα μου
     εμένα πίσω στα βουνά.
 
     Τρώγανε, μετά έρριχναν στη φωτιά ανάλογα της εποχής, ό,τι είχαν φέρει μαζύ τους, δεμάτι δεμάτι, πότε φρέσκο σιτάρι, πότε καλαμπόκι, και αφού ψηνόνταν, τραβούσαν με την τσουγκράνα απ’ τη φωτιά, τα τύλιγαν στα χλωρά φύλλα του καλαμποκιού και καθόντουσαν με γέλια, με χαρές και με πειράγματα ο ένας στον άλλο. Αφού ήσαν ανάμεσά τους παιδιά δέκα χρονών, αρραβωνιασμένα. Οι γονείς τους από την κούνια τούς είχαν αρραβωνιάσει. Ήταν το έθιμό τους. Σιγά σιγά, ερχόταν η ώρα του ύπνου, στην αυλή πάλι θα κοιμηθούν και το πρωί πριν βγη ο ήλιος ήσαν όλοι όρθιοι.
     Στο Κονάκι ήσαν πάντα τέσσερις πέντε γυναίκες, να ετοιμάσουν τα φαγητά τόσων ανθρώπων, η μαμά και η γιαγιά τούς επέβλεπαν. Για πρωινό έφτιαχναν Κοσλεμέ, ζυμώνανε με βούτυρο και άνοιγαν φύλλα και το έψηναν στο Σατζ στοίβα και με πρόβειο γιαούρτι το ’στελναν στους εργάτες τους στους τσοπαναραίους. Το μεσημέρι κρέας με ζαρζαβάτια, κάθε εργάτης στο καθησιό του έτρωγε ολόκληρο καρβέλι. Εκεί τον εργάτη τον έτρεφαν και τα λεφτά που έπαιρνε έμεναν ακέραια.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)