[ Ζώα του τσιφλικιού. Ο Αλάς ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Είχαμε ένα φούρνο που έβγαζε 60 ψωμιά, και στον θερισμό και δυο και τρεις φορές φούρνιζαν. Έτυχε πολλές φορές και ο πατέρας και ο θείος και η μαμά ακόμα να φουρνίζουν, γιατί δεν έμενε κανείς στο χωριό. Το μεσημέρι έρχονταν τα πρόβατα με τους τσοπαναραίους και έβλεπες το βουνό απέναντι, που το λέγαμε Αρχάτζ, να κατεβαίνουν τα πρόβατα κάτασπρα σαν να κινήται το βουνό στα άσπρα ντυμένο. Τον καιρό που ήλθε η Καταστροφή, ήσαν τρεις χιλιάδες πρόβατα, 8 τσοπαναραίοι, 16-18 σκυλιά που κι αυτά είχαν χωριστά τον υπηρέτη τους. Μόλις φθάνανε στους πρόποδας του βουνού για να μπουν στο χωριό, ο Χαλίτ τσιαούς ο πρωτοτσοπάνος που ήταν επί 38 χρόνια μαζύ μας, στεκόταν μπροστά στο ποίμνιο και με κάτι σφυρίγματα και με τα τσα, τσα, τα χώριζε τα πρόβατα που έπρεπε να αρμέξουν, από τα υπόλοιπα, τόσο όμορφα, σαν γυμνασμένα. Τα παραλάβαιναν άλλοι τσοπαναραίοι και τα ’φερναν στη Μάνδρα, όπου περίμεναν καμμιά δεκαριά γυναίκες να τα αρμέξουν. Επτά-οκτώ καζάνια γάλα έπαιρναν κάθε μέρα, δεν ξέρω πόσες οκάδες ήσαν, τα καζάνια είχαν τέσσερις χερούκλες, ήσαν τόσο μεγάλα, τέσσερις άνδρες τα σηκώνανε για να τα πάνε έως το Σουτλούκ, και τα αδειάζανε σε εξήντα λεκάνες μπακιρένιες και συνέχιζαν τις διαδικασίες του τυριού, βουτύρου και γιαουρτιού. Όταν τελείωναν το άρμεγμα και τα πρόβατα συγκεντρωνόντουσαν στην πλατεία του χωριού, βλέπαμε απ’ την απέναντι πλευρά να ’ρχονται τα αρνάκια ν’ ανταμώσουν τις μανάδες τους. Ε, δεν μπορώ να περιγράψω την ομορφιά εκείνην, την συγκίνησι που σου φέρναν οι φωνές τους, με το μπεέ μπεέ να γεμίζουν την ατμόσφαιρα, τα βουνά, τα φαράγγια από στόματα χιλιάδων προβάτων, μια τέτοια μελωδία που καμμιά συναυλία δεν θα μπορούσε να αποδώση, γυρεύοντας η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Πολλές φορές, ώρες στριφογυρνούσαν ν’ ανταμώσουν· εγώ και ο αδελφός μου, αν και μικρός, τα βρίσκαμε γρήγορα και τα ανταμώναμε.
     Το μαλλί της Αγκύρας είναι ξακουστό, το Αγκορά μαλλί, αλλά και τα πρόβατά της δεν υπάρχουν παντού. Πρώτα πρώτα το μαλλί τους είναι άσπρο, καθαρό, και όταν κοντεύει η εποχή του κουρεύματος, τα βλέπεις σαν να φοράνε φουστάνια, φθάνουν μέχρι τα πόδια τους. Το μάκρος του μαλλιού φθάνει και ξεπερνά τον πήχη. Επίσης έχουν μεγάλη ουρά, την περιβόητη κουργιούκα, φθάνει πολλές φορές 9-10 οκάδες. Πολλά πρόβατα δυσκολευόντουσαν να σηκώσουν την ουρά τους και πληγωνόντουσαν· γι’ αυτό υπήρχαν ειδικοί τροχοί, τους δένανε από τη μέση τους και τουλάχιστον σήκωναν το μισό τους βάρος.
     Επίσης οι κατσίκες είχαν τόσο λαμπερό μαλλί, τα κυβιρτούκι σαν μπούκλες μπούκλες στριφογυρισμένα, κάτασπρα σαν το χιόνι. Πρέπει από κοντά να τα δη κανείς, να τα θαυμάση, αξίζει. Όσο για το κρέας τους, τόσο νόστιμο και τρυφερό δεν είδα αλλού· όπως και το σιτάρι της Αγκύρας, όταν φουρνίζανε, τα ψωμιά τα βάζανε αραιά, γιατί κάθε καρβέλι έσκαζε και έβγαινε με δύο τρία ψωμάκια στο πλάι του, και εμείς τα παιδιά το λέγαμε «τονίκ».
 
Τη ζωή του τσιφλικιού δεν την χόρταινα, απ’ την μια τα πρόβατα, απ’ την άλλη οι κότες που άξαφνα ξετρυπώνανε γύρω τους με καμμιά 20-30ριά πουλάκια, χωρίς κανείς να φροντίση γι’ αυτά, κλωσάγαν σε καμμιά κρυφή γωνιά και άξαφνα βγαίνανε στη μέση, αλλά και πόσα απ’ αυτά δεν τα σκοτώνανε πατώντας τα στο πέρασμά τους τα μεγάλα ζώα; Τα μοσχαράκια: Είπα, τα μοσχαράκια και θυμήθηκα κάτι. Κάποτε μια αγελάδα έκαμε δίδυμα μοσχαράκια, μεγάλωναν μια χαρά και πολύ αγαπημένα. Όταν ήλθε η εποχή να τα στείλουν στη βοσκή με την αγέλη και πήγαν, δεν πέρασαν πολλές μέρες και κάποια κακιά ώρα ο τσομπάνος έρριξε το ραβδί του να συγκεντρώση τα ζώα και βρίσκει το ένα μοσχαράκι στο πόδι και του το σπάει. Το ’φεραν στο χωριό και το περιποιήθηκαν. Ήταν δεμένο στην αυλή του Κονακιού. Κάθε απόγευμα όταν γυρνούσαν οι αγελάδες, έβλεπα το ταίρι του μοσχαριού να τρέχει κοντά στο λαβωμένο αδελφούλι του, και εκείνο τον φώναζε με λαχτάρα, θαρρείς πως σαν άνθρωποι αισθανόντουσαν, μυριζόντουσαν, τριβόντουσαν το ένα με το άλλο, έκαμναν τέτοιες τρέλλες και χαρές, που τον πρόσεξαν όλοι και το παρακολουθούσαμε με συγκίνησι. Τέλος, το πόδι του ζώου κακοφόρμισε και αποφάσισαν για να μην βασανίζεται να το σφάξουν. Το πήγαν μακρυά κοντά στο ρεύμα και το ’σφαξαν. Μόλις γύρισε το άλλο το βράδυ έτρεξε αλαφιασμένο σαν να ’χη προαισθανθή το κακό, στην θέση που ήταν το ταίρι του· δεν το ηύρε, άρχισε να φωνάζη γοερά, να τρέχη απ’ εδώ απ’ εκεί, να οσφραίνεται τον αέρα και στο τέλος ηύρε την θέση που το ’σφαξαν. Μύριζε το νωπό αίμα στην γη, μούγκριζε, έσκαβε τη γη σαν να ’θελε να τον βγάλη απ’ εκεί, ούρλιαζε από τον πόνο, ήταν τόσο τραγικό: Δεν έμεινε μάτι να μην κλάψη και κάθε βράδυ δυστυχώς αυτό συνεχιζόταν, ώσπου ο θείος Μιλτιάδης αναγκάσθηκε να το στείλη στο Βεζίρ Χανά, γιατί ήταν και ράτσα για να μην το χαλάσουν. Και λέμε τα ζώα δεν έχουν μυαλό και δεν έχουν αντίληψη. Ποτέ άλλοτε δεν είδα τέτοιο πράγμα· ήταν απίστευτο, δεν το ξέχασα ούτε θα το ξεχάσω.
 
Πολλές φορές στο ποίμνιο κατεβαίνουν λύκοι και αν δεν προλάβουν ο τσομπάνος και τα σκυλιά τα ποιμενόσκυλα, κάνουν μεγάλες ζημιές.
     Κάποτε σχεδόν καθημερινώς κατάντησε φοβερό να σακατεύονται 15-20 πρόβατα. Αλλουνού έλειπε η ουρά, αλλουνού το πόδι κτλ. και να τα κουβαλούν με το αμάξι ημιθανή τα καϋμένα και να ’ναι λυπημός να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο πατέρας και θείος μου τα ’βαλαν με τον Χαλίτ Τσαούς, τον αρχιτσομπάνο, πως δεν επαγρυπνεί πάνω στα ζώα, αλλ’ εκείνος επέμενε πως ένα από τα σκυλιά μας έκαμνε την ζημιά αυτή γιατί δεν άκουε τα πρόβατα να δείχνουν τον πανικό και τον φόβο, όταν κατεβαίνει ο λύκος στο ποίμνιο, και υπέδειξε ένα από τα σκυλιά μας, τον Άλας, που ήταν ένα ζώο έξυπνο και μαχητικό. Ο θείος είπε στον τσομπάνο, για να τελειώση αυτό το δράμα, εγώ το σκυλί θα το σκοτώσω, αλλ’ αλλοίμονό σου αν δεν είναι το σκυλί, γιατί θα χάσω το καλύτερο απ’ όλα. Και έτσι πάρθηκε η απόφασις, εγώ ήμουν μπροστά στη συζήτησή τους, δεν ήθελα για κανένα λόγο να το σκοτώσουν το σκυλί. Δεν είπα τίποτα, αλλά παρακολουθούσα τον θείο μου. Πότε άραγε θα σκότωνε το σκυλί;
     Την άλλη μέρα πρωί πρωί τον είδα να πλησιάζη τον Άλας, το ζώο απ’ τη στάση του μαζεύθηκε, σαν να προαισθάνθηκε, άρχισε να γαυγίζη σαν διαμαρτυρία και συνάμα να τρέχη προς τα αχούρια και από πίσω ο θείος, μπήκαν μέσα. Εγώ άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα και χώθηκα μέσα, θα ’μουν 10-11 χρονών, δεν με πήρε είδηση ο θείος. Μιλούσε με το σκυλί, τα αγαπούσε, αφού στα χέρια του τα μεγάλωνε: «Γιατί Άλας, γιατί μου κάνεις τέτοιο κακό; γιατί; και άξαφνα είδα το πιστόλι στο χέρι του. Το ζώο τον κύτταζε στα μάτια και συνέχεια γαύγιζε, την ώρα που σήκωσε το πιστόλι, μαζί με την εκπυρσοκρότησι ανακατεύθηκε και η δική μου φωνή. «Όχι θείε μου, όχι μην το κτυπάς».
     Στη φωνή μου που ’λθε αμέσως από πίσω του, ταράχθηκε και γύρισε να με δη, την ίδια στιγμή το σκυλί ηύρε ευκαιρία να σαλτάρη στο μοναδικό παράθυρο του αχουριού και να φύγη έξω. Αυτό ήταν. Έτρεξα έξω να δω τι έπαθε το σκυλί, έτρεχε σαν λυσσασμένο γαυγίζοντας και κούτσαινε. Ο θείος με μάλωσε αυστηρά, πρώτα πρώτα επειδή δεν ήξευρε αν ήμουν μαζύ του και μπορούσα να πάθω κανένα κακό, και εξ αιτίας μου αστόχησε. Εγώ όμως ήμουν ευχαριστημένη που έσωσα το ζώο, κάθε μέρα έπαιζα μαζί τους και τα αγαπούσα. Πολλές μέρες δεν έφευγε απ’ τη σκέψη μου και μπροστά απ’ τα μάτια μου η σκηνή αυτή, η διαμαρτυρία του ζώου με τα γαυγίσματά του, ενώ άλλοτε ριχνόταν πάνω στο θείο να το χαϊδεύη, τώρα διαμαρτυρόταν, η πιστολιά μέσα στο αχούρι, ο καπνός που ’χε γεμίσει τον τόπο, η συναίσθησις πως γινόταν έγκλημα, με αναστάτωσαν για πολύν καιρό. Το πιο τραγικό ήταν ότι τα κρούσματα συνεχιζόταν, τα πρόβατα όπως και πριν σακατευόντουσαν και το καϋμένο το σκυλί δεν ξαναφάνηκε στο χωριό. Τι γινόταν;
     Μια μέρα ο πατέρας οπλισμένος ακολούθησε το ποίμνιο, να λύση το μυστήριο. Την άλλη μέρα στο αμάξι, αντί τα πρόβατα, που πληγωμένα φορτωνόντουσαν επί ένα μήνα, ήταν φορτωμένο το κουφάρι ενός γέρικου λύκου που το σκότωσε ο πατέρας παρακολουθώντας το ποίμνιο. Και έτσι δόθηκε τέλος σ’ αυτό το θλιβερό επεισόδιο.
     Ύστερα από δύο χρόνια, ο πατέρας έτυχε να πάη για μια υπόθεσί του στο Βεζίρ Χανά. Μόλις πέρασε τα σύνορά μας, είδε τον Άλας το σκυλί μας. Το ζώο έτρεξε πάνω του, ρίχθηκε στα πόδια του και έβγαζε φωνές χαράς. Ο πατέρας το χάιδεψε και δεν άφησε τον πατέρα ούτε στιγμή όσο έμεινε εκεί. Την άλλη μέρα αφού εξήγησε στους ανθρώπους, ζήτησε να το πάρη μαζί του το σκυλί και εκείνοι δεν έφεραν αντίρρησι. Και γύρισε μαζί του για το χωριό. Τον έφερε μέχρι τα σύνορα τον πατέρα το σκυλί και εκεί κάθησε στα πισινά του πόδια και ό,τι και αν είπε και έκανε ο πατέρας, εστάθη αδύνατον να τον κάνη να τον ακολουθήση. Ο πατέρας κατάλαβε πως το ζώο θυμόταν το δράμα του και δεν είχε συγχωρέσει. Γύρισε μόνος, στεναχωρεμένος πολύ. Και επάνω σ’ αυτό και αργότερα για την καταστροφή του Τσιφλικιού μας, είχε γράψει ένα ποίημα, που θα ήταν ένα υπέροχο έργο, αν δεν τα είχαμε κάψει απ’ τον φόβο των τούρκων πριν φύγουμε. Καταραμένος πόλεμος, καταστρέφεις ό,τι ωραίο και ιδανικό υπάρχει.
 
Ακόμα και τα μικρά των αλόγων είναι τόσο όμορφα. Τα Βουβάλια που κολυμπούσαν με τα μικρά τους στο ποτάμι. Πώς τα παρακολουθούν, σαν καλές μανάδες, με τον ιδιόρρυθμο τόνο στη φωνή τους. Το κυνήγι που ο πατέρας πήγαινε πολύ συχνά και πήγαινα μαζύ του, όλα αυτά μου γέμιζαν την ζωή μου. Τόσο, που δικαίως η θεία μου Αγλαΐα με φώναζε τσομπανοπούλα. Οι μέλισσες που την γλώσσα τους μπορεί να πη κανείς καταλάβαινε ο θείος Μιλτιάδης. Τα περιστέρια όταν σηκωνόντουσαν στον Ουρανό, σκίαζαν τον ήλιο. Ολόκληρο περιστερεώνα είχαν δημιουργήσει. Ποιο πρώτα να θυμηθώ;

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)