[ Ιστορίες του τσιφλικιού ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Από το 1915 που έφυγαν ο πατέρας μου και ο θείος μου Μιλτιάδης, δεν ξαναείδαμε το αγαπημένο μου τσιφλίκι. Η Άγκυρα κάηκε πέρα για πέρα, οι άνθρωποι σφαγιάσθηκαν εξορίσθηκαν, όλα κατάρρευσαν. Τα Πάντα ρει! Ένοιωσα γύρω μου τον χαμό των ανθρώπων, των ανθρώπων που τόσο αγαπήσαμε, ακόμα και των κτημάτων που και αυτά έχουν κάποιον δεσμό μαζύ μας, ας είναι και άψυχα. Τα αγαπούμε, σιγά σιγά, χωρίς να το νοιώσουμε συνδέονται μαζύ μας. Πονούμε όταν τα χάνουμε, ίσως ίσως ίσα με τα έμψυχα. Ώρες ώρες αισθάνομαι τόσο έντονα αυτόν τον πόνο και Ζω στο παρελθόν και τίποτα δεν με παρηγορεί. Απορώ, πώς είναι δυνατόν να γίνωνται όσα έγιναν από χέρια ανθρώπων; που αυτά έκτισαν και αυτά γκρεμίζουν! Αλοίμονον, δεν μπορούν και να θέλουν να διορθώσουν. Οι πληγές του Πολέμου δεν διορθώνονται.
     Το τσιφλίκι μας ήταν στο Χαϊμάνα. Όπως έλεγε ο πατέρας, όταν σκλαβώθηκαν οι Χριστιανοί στους τούρκους, αυτοί απαγόρεψαν στους Χριστιανούς να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα. Τους έδερναν, τους βασάνιζαν και έκοβαν τις γλώσσες τους· και αυτοί επάνω στον πόνο τους φώναζαν «αχ Μάνναμ» και απ’ εκεί παρεφθαρμένο έμεινε το «Χαϊμάννα».
     Στο τσιφλίκι υπήρχαν εκκλησίες σκαμμένες μέσα σε βράχους και στους θόλους τους, κατεστραμμένους βέβαια, φαινόντουσαν εικόνες αγίων. Για να μην μείνουν εκτεθειμένες και τις μολύνουν οι τούρκοι, τις είχαν κάνει αχυρώνες. Θα ήμουν 8-9 χρονών· είχε γίνει μια δυνατή βροχή και κατέβαιναν με τόση ορμή απ’ τα ανατολικά τα νερά στους πρόποδας του βουνού, ώστε άνοιξε ένα ρέμα, τουλάχιστον 6-7 μέτρα βάθος, και βγήκαν στη μέση κόκκαλα· κόκκαλα ανθρώπινα. Εγώ δεν ήμουν βέβαια σε θέση να τα καταλάβω, αλλ’ άκουα τον πατέρα και τον θείο να συζητούν για ομαδικές σφαγές. Επρόσεχα πολύ, όταν τα άλογα που ήσαν σε αγέλη και έμπαιναν μέσα στο χωριό, ο ήχος στη γη έδινε μίαν υπόκωφη, λες, βοή (αλλοιώτικη) παρά εκείνη στο λειβάδι. Και καθώς ήμουν περίεργη να μάθω το κάθε τι, ρώτησα τον πατέρα μια μέρα, γιατί είναι αυτή η διαφορά. Εκείνος γέλασε και μου είπε: «δεν σου ξεφεύγει τίποτα»· είπε πως είναι ολόκληρη ιστορία. Τον καιρό που διώκαν τους Χριστιανούς, εδώ αυτά τα μέρη ήσαν Χριστιανικά και αυτοί για να κρυφθούν απ’ τους διωγμούς είχαν κάνει κατακόμβες και εκεί κρυβόντουσαν, κάπου 5-6 χιλιάδες κόσμος. Κάποτε τους πρόδωσαν και κάμποσους απ’ αυτούς τους έσφαξαν. Ήταν αυτά τα κόκκαλα στο ρέμα που είδες, που έβγαλαν τα νερά· αλλ’ οι κατακόμβες είχαν και τα μυστικά τους και έτσι οι περισσότεροι πάλι σώθηκαν.
     Το τσιφλίκι μας λεγόταν Κιρκλάρ, δηλαδή των Σαράντα (Σαράντα Μαρτύρων). Στο πιο ψηλό βουνό, λέγαν, υπήρχαν τρεις Τάφοι. Οι χωρικοί μας δεν επέτρεπαν να πλησιάση κανείς, δεν ξέρω γιατί.
 
 
Το 1885-90 ήλθαν στο τσιφλίκι δύο Ιεραπόστολοι από το Άγιον Όρος. Έμειναν μια εβδομάδα φιλοξενούμενοι του πατέρα. Ένα πρωί που πήγε ο πατέρας στον Οντά που ήσαν οι ξένοι, δεν ηύρε κανένα. Γυρνώντας πίσω, ακούει σαν ψαλμωδία στην Μάνδρα. Πλησιάζει και βλέπει τους Ιεραποστόλους να ραντίζουν τα πρόβατα με αγιασμό. Δεν τους διέκοψε.
     Στα πρόβατά μας είχε πέσει μια αρρώστεια και κάθε χρόνο τα καλύτερα απ’ αυτά χανόντουσαν σε λίγες ώρες μέσα. Εγώ ξέρω σε μια μέρα 30-40 να χαθούν. Και παράξενο, σταμάτησε εκείνην την χρονιά η αρρώστεια. Από τότε ο πατέρας, μόλις άρχιζε η αρρώστεια, έστελνε άνθρωπο στην Άγκυρα, φέρνανε αγιασμό και τα ράντιζε και περνούσαν.
     Ο ένας απ’ τους Ιεραποστόλους, ήταν πρώην Ηγούμενος της Μονής των Αρχαγγέλων του Αγίου Όρους. Έδειξαν μερικές υπερφυσικές δυνάμεις. Όπως ένα βράδυ, ενώ έτρωγαν όλοι μαζί στο Κονάκι, ο πιο ηλικιωμένος είπε άξαφνα στον πατέρα να στείλη αμέσως έναν υπηρέτη στο βάθος της Μάνδρας προς τα δυτικά, γιατί ένα πρόβατο γέννησε ένα μαύρο αρνάκι και αυτό έχει πέσει ανάσκελα, σε δυο πρόβατα ανάμεσα, και θα χαθή. Πήγε ο υπηρέτης και όπως του το είπαν, ηύρε το αρνάκι και το έφερε. Ήταν και ένας απ’ τους χωρικούς μας μαζύ τους στο τραπέζι. «Εσύ, Αλή Τσαούς», του είπε, «κάποτε έμεινες χωρίς τσιγαρόχαρτο» –τότε στρίβαν μόνοι τους οι άνθρωποι τα τσιγάρα τους με χύμα καπνό– «και έκοψες απ’ το Καφά Κοζάν», ήτο είδος ταυτότητος, «και κάπνισες, δεν είναι έτσι;» Ο άνθρωπος τρομοκρατήθηκε, γιατί κανείς δεν ήξερε αυτό που έκανε. Σ’ έναν απ’ τους υπηρέτες μας που τους περιποιόνταν, είπε: «εσύ έβαλες στο νου σου να πάρης και άλλη γυναίκα που δεν είναι απ’ τη ράτσα σου, μην το κάνης, γιατί θα μετανοήσης». Ο φουκαράς φοβήθηκε τόσο πολύ, που άφησε τον δίσκο απ’ το χέρι του στο πάτωμα και ξεφωνίζοντας πως «τσιν νερ, χουρουλέρ παόιμιζά τοπλαντί»1, έτρεξε και χάθηκε.
 
Ο πατέρας είχε κάνει επανειλημμένως ταξίδια στην Αθήνα και μάλιστα ήταν συνδρομητής στο περιοδικό Ψυχικαί Έρευναι του κ. Τανάγρα. Απ’ εκείνα τα χρόνια και κάθε μήνα πριν απ’ τον Πόλεμο, έρχονταν μέχρι την Άγκυρα η εφημερίδα Πατρίς και το περιοδικό Ψυχικαί Έρευναι και ο πατέρας καταλάβαινε αυτά που έκαμναν οι Ιεραπόστολοι. Ήταν μια μεταβίβαση σκέψεως, αλλά πώς να εξηγήσωμε αυτό που του έμαθαν; να βρη τα χαμένα, τα κλεμμένα; Δεν πιστεύω να ήταν τσαρλατανισμός, θα αντιδρούσε ο ίδιος ο πατέρας· ήταν τόσο θρήσκος και ακέραιος χαρακτήρ. Πόσο τον είχα παρακαλέσει και εκεί και όταν ήλθαμε εδώ να μου το μάθη, δεν ήθελε με κανένα τρόπο. Μόνον μια φορά μου είπε: «μην επιμένεις, παιδί μου, θα κερδίσης περισσότερη δυστυχία απ’ αυτό παρά χαρά». Δεν τον ενόχλησα άλλο. Αλλά όσα είδα με τα μάτια μου, θα σας τα περιγράψω.
     Κάποτε ο θείος Μιλτιάδης ήθελε να πουλήση ένα ζευγάρι άλογα ράτσας· ήλθαν μερικοί Τσερκέζοι να τ’ αγοράσουν, ο θείος μου ζήτησε 150 χρυσές λίρες στο ζεύγος. Δεν συμφώνησαν στην τιμή και οι άνθρωποι έφυγαν. Την ίδια νύχτα απ’ την μάνδρα τους τα άλογα χάθηκαν, το πρωί αναστατώθηκε το τσιφλίκι. Ο θείος μου έλεγε πως οι Τσερκέζοι συνεννοημένοι με κανέναν υπηρέτη μας την νύχτα έκλεψαν τα άλογα. Είκοσι άνδρες καβάλησαν για να ερευνήσουν γύρω το τσιφλίκι που ήταν εξήντα δύο χιλιάδες στρέμματα έκτασις, και ο ίδιος καβάλησε το άλογό του να πάη στο Μερκέζ να τους καταγγείλη. Θυμάμαι τις παρακλήσεις της μαμάς μου στον πατέρα, πριν κάνουν καμμιά ενέργεια, να κυττάξη την Έρευνά του –έτσι λέγαμε αυτό το μυστήριο. Τέλος δέχθηκε ο πατέρας να κυττάξη. Έκαμε κάτι γραμμές, δεν ξέρω αν ήταν μαθηματικοί υπολογισμοί, και σ’ ένα τέταρτο μέσα είπε: «Μιλτιάδη τα άλογα δεν βγήκαν απ’ τα σύνορά μας και μην τρέχετε προς την δύση, ούτε στο Μερκέζ (διοίκηση) γιατί δεν είναι κλεψιά· μόνα τους τα άλογα βγήκαν απ’ το αχούρι και βόσκουν στα Β.Α. Πηγαίνετε και φέρτε τα» είπε στους σαστισμένους υπηρέτες. Ο θείος ήξερε αυτό το μυστήριο, πίστεψε. Μαζύ με δύο υπηρέτες πήγαν και σε τρία τέταρτα της ώρας γύρισαν φέρνοντας τ’ άλογα χαρούμενοι. Ο πατέρας είπε στον υπηρέτη που κοιμόταν μέσα στο αχούρι, γιατί υπήρχε και στην μάνδρα των προβάτων ακόμη ένα μικρό δωμάτιο, κοντά στην πόρτα, όπου εναλλάξ κάθε βράδυ ένας τσοπάνος απαραίτητα θα κοιμόταν: «Εσύ» του είπε, «την νύχτα βγήκες έξω και αφηρημένος άφησες την πόρτα ανοιχτή και τα άλογα βγήκαν». Στην αρχή αρνήθηκε, ύστερα είπε πως δεν νύσταζε και βγήκε να κάνη μια βόλτα.
     Ένα άλλο πάλι. Είχαμε επί πολλά χρόνια μια απ’ τις χωριανές μας από τους Κιζιλπάσιδες στο κονάκι, εργαζόταν και ποτέ δεν είχαν παράπονο εναντίον της. Μια μέρα ο θείος Μιλτιάδης της έδωσε όπως πάντα να του πλύνη το χακί πανταλόνι του. Η κοπέλλα ηύρε στην τσέπη του επτά λίρες ξεχασμένες, έτρεξε αμέσως και του τις έδωσε. Όταν ο θείος τα μέτρησε, της είπε πως είχε και άλλες δύο, γιατί ήσαν εννέα. Η δύστυχη, έβαλε τα κλάματα. «Αγάμ κουρπάν ολογιούμ», δηλ. θυσία να γίνω, εγώ δεν τα πήρα, ο θείος επέμενε, και γίνηκε μια σύγχυσις, φοβόταν η φτωχιά πως θα χάση την δουλειά της. Πάλι ο πατέρας τούς έβγαλε απ’ το αδιέξοδο, κοιτάζοντας την Έρευνά του είπε στο θείο μου «επάνω σου έχεις αυτήν την στιγμή εννέα λίρες. Ψάξου καλά, οι δυο λίρες σου είναι χωμένες ανάμεσα σε δυο αντικείμενα σκληρά, βρες τις και άφησε την κοπέλα ήσυχη». Ψάχθηκε, έψαξε όλες τις τσέπες του, τίποτα. Άξαφνα έπεσε απ’ το χέρι του το κουτάκι των σπίρτων. Εκείνην την εποχή τα σπίρτα ήσαν κέρινα και σε διπλό κουτάκι, το εξωτερικό ήταν τενεκεδένιο. Πέφτοντας το κουτί άνοιξε και φάνηκαν οι λίρες που είχαν σφηνωθεί ανάμεσά του. Αυτά έγιναν μπροστά στα μάτια μου. Τι ήταν αυτό το μυστήριο; πώς τα ανακάλυπτε; ακόμα απορώ και λυπούμαι που δεν το ’μαθα. Την χρονολογία του χαμού του και την ημέρα του θανάτου ακόμα μας είχε πη, και όποιος ερχόταν σπίτι μας, ζητούσε να τον συγχωρέση.
 
Οι Ιεραπόστολοι μετά από το τσιφλίκι πήγαν στο Βεζίρ Χανά, σύνορα στο δικό μας, που ήταν και αυτό πρώην Χριστιανικό. Στο Καράκετικ στο Σελαμετλή, Γενί Κόοι, στο Τσερκέζ κογιού, δεν είχα δώσει προσοχή σε ποιο απ’ αυτά τα χωριά κάποτε είχε βρεθεί ένας θησαυρός. Όταν τα έλεγε ο πατέρας, έλεγε πως οι άνθρωποι που τα ηύραν, ήσαν ακόμη φυλακισμένοι. Ήσαν δυο γείτονες, αγρότες. Ο ένας παραπονέθηκε πως στο χωράφι του μια μεγάλη πέτρα εμπόδιζε το άροτρό του και ο άλλος προσφέρθηκε να τον βοηθήση να τη σηκώσουν. Ύστερα από πολύν κόπο την σήκωσαν, ήταν μια μεγάλη πλάκα και από κάτω ηύραν νερά. Άρχισαν να πετούν τα νερά και έξαφνα είδαν να λάμπουν μέσα στα νερά διάφορα αντικείμενα· άδειασαν όσο μπορούσαν, ηύραν κοσμήματα, καθρέπτες με χρυσή κορνίζα, δίσκους, μπρίκια, βάζα κτλ. και άρχισαν να τα διαμοιράζονται. Ένα μπρίκι που το ήθελαν και οι δύο να το πάρουν, έγινε αφορμή να τσακωθούν. Ένας διαβάτης περνώντας με το άλογό του, τους άκουσε, ήλθε κοντά τους και έμαθε για ποιο λόγο τσακωνόντουσαν. Είπε αυτός να κάνη την μοιρασιά δίκαια. Αφού τελείωσε, τους είπε: «το μπρίκι που περισεύει είναι δίκαιο να το κρατήσω εγώ για τον κόπο μου». Και αμέσως καβάλησε το άλογό του και εξαφανίσθηκε. Δεν τον ηύραν ούτε στην Άγκυρα· τράβηξε ίσα στην Πόλη και μαθεύθηκε αργότερα πως το πούλησε 1000 λίρες και έφυγε στο εξωτερικό. Αυτός ήταν έξυπνος, ενώ οι άλλοι νομίζοντας πως θα πάρουν και το μπρίκι πίσω, πήγαν και ειδοποίησαν τις αρχές και αυτό τους στοίχισε την μακροχρόνια φυλάκισή τους. Στο Μουσείον Μπενάκη κάποτε άκουσα από το ραδιόφωνο ότι βρίσκεται ένα μπρίκι αξίας που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη, μήπως έχει σχέση μ’ αυτά; δεν ξέρω.
     Οι τούρκοι έχουν, δεν ξέρω νόμο ή φόβο, να πη κανείς, να μη θέλουν τις ανασκαφές, ενώ η γη τους είναι γεμάτη θησαυρούς. Τόσοι και τόσοι πέρασαν τόσους αιώνες και οι ξένοι που τα μαθαίνουν πηγαίνουν και τους τα παίρνουν όπως έκαμαν τόσες φορές. Μια φορά δεν ξέρω σε ποια μεριά, πάντως στην Άγκυρα έχω ακούσει υπήρχε μια κολώνα και έγραφε «Πας τασιμά πακ, καρσιγγά; κίρπασιμή γει πεγνιμή»2. Κανείς δεν κατάλαβε; ή δεν έδωσε προσοχή; ώς που ήλθαν ξένοι και προπαντός Άγγλοι, τα ανακάλυψαν και τα πήραν. Και τυχαίως βρέθηκε ένα άγαλμα με σπασμένο κεφάλι, πολύ μακριά, αλλά ακριβώς απέναντι στην Κολώνα.
 
Κάποτε στο χωριό Καρακετίκ έγινε ένας πανικός. Δεν πέρναγε εβδομάδα να μην χάνεται ένα παιδί από έλλειψη ιατρικής περιθάλψεως, από άγνοια και ίσως από την πασίγνωστη χωριατοκαθαριότητα εννοείται (βρωμιά), χανόντουσαν πολλά παιδιά. Το παράξενο ήταν πως οι νεοσκαμμένοι τάφοι των παιδιών ανοιγόντουσαν την νύχτα και το πρωί τα απομεινάρια από τα σώματα των πτωμάτων βρισκόντουσαν σκόρπια γύρω γύρω στον τάφο τους. Οι χωρικοί τρομοκρατήθηκαν, είπαν πολλά και διάφορα, πως την νύχτα βγαίνει βρυκόλακας τα ξεθάβει και τα τρώει τα μωρά. Πανικός έπιασε τους χωρικούς και άρχισαν να φεύγουν από το χωριό. Τι να κάνη ο Πεκτάς Μπέης, ο ιδιοκτήτης του χωριού; Στην απελπισία του θυμήθηκε τον πατέρα μου, που ’σαν χρόνια καλοί φίλοι. Όταν πήγε ο πατέρας, συζήτησαν πολλή ώρα και πήγαν επί τόπου, ο πατέρας αφού εξέτασε από κοντά, είπε στον Πεκτάς Μπέη πως την νύχτα θα μείνη εκεί και θα παρακολουθήσει, γιατί την προηγούμενη μέρα είχαν θάψει άλλο ένα παιδί και θα δη τι γίνεται.
     Μόλις σκοτείνιασε, ο πατέρας οπλίσθηκε καλά, πήγε ηύρε έναν κρυψώνα μες το νεκροταφείο και περίμενε.
     Πέρασαν τα μεσάνυχτα, τίποτα, ησυχία: δεν άφησε την θέση του, περίμενε, περίμενε, να δη επιτέλους τι γίνεται. Κατά τα ξημερώματα, ακούει ελαφρές πατημασιές, δίνει περισσότερη προσοχή και καταλαβαίνει πως είναι κινήσεις ζώου και στην ανταύγεια της χαραυγής βλέπει ένα μεγάλο λύκο που πλησίαζε το νεοσκαμμένο τάφο. Δεν τον κτύπησε αμέσως, κατάλαβε πως έπρεπε να δώση απτές αποδείξεις στους χωρικούς για να πολεμήση τον φόβο τους, τον φόβο του βρυκόλακα, αλλοιώς δεν θα ’μενε κανείς στο χωριό. Ο λύκος πλησίασε τον τάφο, τον έσκαψε με τα νύχια του, τράβηξε το φρέσκο ακόμα σώμα του παιδιού έξω και άρχισε γρήγορα γρήγορα να το καταβροχθίζη. Εκείνην την ώρα, δύο πυροβολισμοί ακούσθηκαν, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον και ο λύκος μ’ ένα φοβερό μουγκρητό σωριάσθηκε κάτω, με κομμάτια από το κορμί του παιδιού μπουκωμένα στο στόμα του. Αμέσως ο Πεκτάς Μπέης που μόνον αυτός ήξερε τι έκανε ο πατέρας, με δύο τρεις υπηρέτες του, έτρεξαν στο νεκροταφείο να δουν τι έγινε. Όταν αντίκρυσαν τον πατέρα χαρούμενο και είδαν τι ήταν το φάντασμα ή ο βρυκόλακας, ευχαρίστησαν τον πατέρα και έτρεξαν να ειδοποιήσουν όλο το χωριό, νά ’λθουν να δουν με τα μάτια τους, για να τους φύγη ο φόβος και νά ’λθη ησυχία στο χωριό.
     Ο Πεκτάς Μπέης φιλοξένησε τον πατέρα μερικές μέρες ακόμη και αργότερα σε μια συνάντησί μας η γυναίκα του η Ποστάν Κατίν, είπε στην μαμά μου: Τουτού Κατίν, τουτού Κατίν, νέγιτι ο Κήλημαν ο ντελή Κέλημαν, ουτσάν κατσάν ελιντέν κουρτουλμάζ τι, σεν ο κουνλερινή κιόρμεντιγ. Που θα πη: Κυρά Χανούμισσα τι ήταν ο Κήλημαν, ο τρελλός ο Κήλημαν, εσύ τα χρόνια του εκείνα δεν τα είδες. Τον έλεγαν τρελλό, γιατί ήταν ατρόμητος· απ’ τα χέρια του και εκείνος που πετά και εκείνος που φεύγει δεν γλυτώνει, έτσι έλεγαν. Αλλά πώς αλλοιώς θα μπορούσαν να κρατήσουν απ’ τα στίφη των ληστών, των λαθρεμπόρων, των ειδών ειδών επιδρομέων το τσιφλίκι, σ’ εκείνην την εποχή που ’ταν τα πάντα εναντίον των Χριστιανών;
 
 
Θυμάμαι μια φορά που πηγαίναμε στο τσιφλίκι, ήμουνα μικρή, ήταν η γιαγιά μας και ο πατέρας μαζί, ήταν ο γαμπρός του, ο θείος Αντώνης και ο αδελφός του Βασίλης Σεραφεμήδης, η καταγωγή των ήταν απ’ την Πόλη. Δεν ξέρω γιατί μείναμε αργά και νυχτώσαμε στο πιο φοβερό μέρος του Κεπεκλή γιοχουσού, έβρεχε δυνατά, πολύ δυνατά, βρεθήκαμε ανάμεσα σε πανύψηλα βουνά απ’ την μια μεριά και απ’ την άλλη ένα φοβερό βάραθρο. Βροντές, αστραπές και πυκνό σκοτάδι, μια αγριάδα, και τα ουρλιαχτά των τσακαλιών γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Τα άλογα είχαν αγριέψει σε κάθε καμιτσικιά του Χαρόν, του αμαξά μας, που ήταν Τσερκέζος. Και αυτοί αγαπούν τα άλογα σαν τα μάτια τους και δεν τα χτυπούν παρά στον αέρα. Τα άλογα αγριεμένα σηκωνόντουσαν όρθια στα πισινά τους πόδια, πέντε άνδρες δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν, ούτε ένα βήμα μπρος ούτε πίσω μπορούσαν να κάνουν. Να κατεβούμε απ’ τ’ αμάξι; ήταν αδύνατον, γιατί τα νερά σαν χείμαρρος έτρεχαν από τα βουνά. Είμαστε μέσα στο αμάξι, που ήταν με τέντα την εποχή εκείνη και τα νερά, σαν βρύση, ορμούσαν από κάθε γωνιά μέσα. Η μαμά και η γιαγιά μου πάσχιζαν με ό,τι εύρισκαν να εμποδίσουν τα νερά να μας βρέξουν. Οι άνδρες προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τα αφινιασμένα άλογα, και μέσα στην άγρια εκείνη φύση που αντανακλούσε η ηχώ δεκαπλάσια κάθε λέξη, κάθε θόρυβο, ακούσαμε τη φωνή του πατέρα: «Παύσε σου λέω Αντώνη, παύσε γιατί θα σου την ανάψω, δεν βλέπεις προς Θεού πού βρισκόμαστε; αντί να υβρίζης, γονάτισε, γονάτισε να προσευχηθής, αν θέλης την Σωτηρία μας. Δεν είναι μόνον η μπόρα, είμαστε στην φωληά των ληστών και κακούργων με τα παιδιά μας». Ο πατέρας είχε αγριέψει. Ώρα πολλή κράτησε η μπόρα. Παρ’ όλες τις προσπάθειές τους, τα άλογα δεν εννοούσαν να ησυχάσουν. Οι βροντές, αστραπές, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και εμείς σαν ένα μυρμήγκι μέσα στο χάος το φοβερό, σου ’δινε μια εντύπωση σαν να ’ταν το τέλος του κόσμου. Στην ίδια θέση, στο ίδιο βάραθρο, ήταν πεπρωμένο φεύγοντας ο πατέρας για τελευταία φορά απ’ το τσιφλίκι μας, να δη τα σφαγιασμένα πτώματα χιλιάδων δύστυχων Αρμεναίων το 1915. Και έπαθε την αϋπνία που επί τόσα χρόνια τον βασάνισε.
 
Τέτοια περιστατικά έχουν γίνει πολλά. Το 1942, στην Κατοχή, ήρθε στο φωτογραφείο μας ένα ζεύγος νεονύμφων να φωτογραφηθούν. Η νύμφη ήταν πολύ όμορφη, ο γαμπρός, ναι μεν συμπαθής, αλλά μάλλον άσχημος, μιλούσαν και οι δυο Ελληνικά. Στο φωτογραφείο ήσαν Ιταλοί στρατιώται ποιος ξέρει τι έλεγαν. Προσβάλλεται ο γαμπρός και τους μαλώνει στην γλώσσα τους. Αυτοί τα χάσανε, στάθηκαν σε προσοχή χαιρετώντας στρατιωτικά και έλεγαν «Σκουζάτο Σινιόρε». Εγώ για να προλάβω κανένα απρόοπτο, κτυπώ την πόρτα του Χημείου, όπου ο Κυριάκος έβαζε πλάκες και του λέω στα τούρκικα να βγη σύντομα. Την ίδια στιγμή, ο γαμπρός γυρίζει σε μέναν και σε άπταιστη Τουρκική, μου λέει: «Ματάμ εσέφ ετμεϊνίζ ριτγά ετέριμ χιτζ πιρ σέιγ ολατζάκ τεγίλ»3. Όταν βγήκε ο Κυριάκος, μας εξήγησε ο ξένος κύριος πως ο ίδιος είναι Ιταλός αξιωματικός, πως τα παιδιά φέρθηκαν ανάγωγα και τους έβαλε στη θέση τους. Μας είπε ακόμα πως ήσαν οκτώ χρόνια αρραβωνιασμένοι, πως ήταν πολ. Μηχανικός και οκτώ χρόνια τώρα έχτιζαν τα καλύτερα εργοστάσια στην Άγκυρα στο Κιρκλάρ, δηλαδή στο τσιφλίκι μας. Και έτσι ύστερα από είκοσι χρόνια μάθαμε για το τσιφλίκι μας, πως τώρα λέγεται Κεμάλ ατατούρκ τσιφλιγί και από τις ερωτήσεις που του έκαμα, έμαθα και βεβαιώθηκα πως πρόκειται για το τσιφλίκι μας.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
1. Διαόλια και νεράιδες στο κεφάλι μας μαζεύθηκαν.
 
2. Πάτα στην πέτρα μου, κοίτα απέναντί σου, σπάσε το κεφάλι μου, φάγε το μυαλό μου.
 
3. Κυρία μου, μην ανησυχήτε, δεν πρόκειται να γίνη τίποτα.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)