[ Η χειμωνιάτικη εσοδεία και οι γιορτές ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Τι τα θέλετε, ό,τι και αν περάσαμε, όσα φαρμάκια κι αν μας πότισε η πατρίδα μας, η θύμησή της είναι πάντα γλυκειά στην μνήμη μας και η νοσταλγία της ολοζώντανη. Πόσο θυμάμαι τους καλούς, αλλά καθ’ εαυτού Αγκυρανούς, τις γιορτές, τις συγκεντρώσεις, τους γάμους τους τόσο γραφικούς. Αληθινά τα νοσταλγώ και ας μην είχαμε τούτη την πολυτέλεια της βιτρίνας. Η ζωή, αγνή και με αγάπη, κυλούσε τόσο όμορφα, λες και δεν μας έλειπε τίποτα. Ως τον πόλεμο εννοείται θυμάμαι το ετλίκ ζεμανή. Από τον Σεπτέμβριο άρχιζαν οι Αγκυρανοί την χειμωνιάτικη εσοδεία τους να ετοιμάζουν. Κάθε σπίτι ανάλογα στις δυνάμεις του έσφαζεν 1-2 αγελάδες και πρόβατα και έφτιαχναν τα περιβόητα σουτζούκια, βάζοντας μέσα και κουριούκα. Κόβανε τετραγωνάκια μικρά, τύπου σαλαμιού, τους παστουρμάδες, και για να γίνουν αυτά χρειαζόντουσαν αρκετά χέρια. Λοιπόν μαζευόντουσαν οι συγγενείς και φίλες σ’ όποιο σπίτι ήταν η σειρά που κρατούσαν. Επί αρκετές μέρες έβραζαν το σαρί τιρίτ με τα κόκκαλα, έψηναν με κρέατα και εντόσθια το κεπάπ Αγκύρας, το μουμπάρ, αυτό το πικάντικο μεζέ, δεν ξανασυνάντησα να κάνουν αλλού, και εμείς τα παιδιά είχαμε χαρά να μαζευτούμε όλα στα συγγενικά μας σπίτια. Όταν τελείωναν απ’ το ένα, πήγαιναν στ’ άλλο και έτσι αυτούς τους μήνες περνούσαμε όλο χαρές.
     Οι μαμάδες φρόντιζαν το κάθε τι που θα χρειάζονταν για τις ημέρες του χειμώνα που ήταν τόσο κρύες. Τα χιόνια πολλές φορές κρατούσαν μέχρι τον Μάιο. Έκαμναν τραχανά, πλιγούρι, τουρσιά ειδών ειδών, όσπρια παστά, σάλτσες, πετμέζια, κρασιά, ούζο, ρετσέλια, όλα έβγαιναν απ’ τα νοικοκυρεμένα χέρια των Αγκυρανών γυναικών. Τι θα θέλατε και δεν υπήρχαν στα υπόγεια των σπιτιών τους. Τα σταφύλια (χεβέγκχ), τα τουγλέκ πεπόνια, μήλα, απίδια, αχλάδια λέμε εμείς τα άγρια, κυδώνια σαν μήλα αφράτα, κτλ. Τα πατζάρια, ένα μόνον μόλις χωρούσε στον τέτζερε και τα έκοβε η μαμά και όταν ψήνονταν και τα σήκωνε, το ζουμί ήταν σαν μέλι. Τέτοια μέρη ευλογημένα αφήσαμε και ήλθαμε. Ας όψονται οι αίτιοι.
 
Κοντά στις μέρες των Χριστουγέννων άλλες ετοιμασίες άρχιζαν· έφτιαχναν διάφορα γλυκά, τους κετέδες της Αγκύρας, σεκερλεμέ, τουλπεντί, πάστα φρούτο, διάφορα ταψιού γλυκά, τα ωραία εκείνα κυδωνόπαστα κάτασπρα, είχαν και ένα ιδιαίτερο φαγητό το χερσέ, δεν ξέρω αν το κάνουν σε άλλα μέρη. Ειδικά το έφτιαχναν για τα Χριστούγεννα.
     Τις νύχτες των Χριστουγέννων και της Μεγάλης Εβδομάδος οι εκκλησίες μας λειτουργούσαν μετά τα μεσάνυχτα. Και είχαν έθιμο, να πούμε, ή ανάγκη, γιατί δεν θα ακουγόντουσαν οι καμπάνες τόσο μακρυά, οι πεκτζήδες της γειτονιάς, τούρκοι, να κτυπούν τις πόρτες μας μετά τα μεσάνυχτα 2-3 η ώρα, μ’ ένα χονδρό ρόπαλο, τομ, τομ, τομ, να μας ειδοποιήσουν την ώρα της εκκλησίας.
     Αυτά πριν απ’ τον πόλεμο. Οκτώ χρόνια στον πόλεμο δεν ακούσαμε της Εκκλησίας την καμπάνα, τους ενοχλούσε η φωνή της, τους τούρκους.
     Τα μικρά σε νυχτερινή εκκλησία σπανίως τα έπαιρναν· φοβόντουσαν και για τον εαυτό τους ακόμα· δεν ήξεραν αν θα γυρίσουν καλά στα σπίτια τους. Πάντα οι τούρκοι εύρισκαν να χαλάσουν το κέφι μας τις άγιες αυτές ημέρες. Γυρνώντας οι γονείς, μας έφερναν τσουρέκια, κουραμπιέδες, που τα πουλούσαν οι τούρκοι σιμιτζίδες, δεν ήταν όπως εδώ, ήταν κάτι πολύ αφράτα κουλούρια περασμένα σε σπάγγο 5-10 και τόσο νόστιμα που φώναζαν πουλώντας «Κουραπιέ καπάτιρ πουνού γιγέν πεπέτιρ». Κουραμπιέ αφράτο που το τρώνε τα μωρά.
     Τις γιορτές μας τις περνούσαμε στο σπίτι των παππούδων και γιαγιάδων μας. Πολλές φορές για πολλές μέρες. Ήταν συνήθειο στο βάθος του μεγάλου δωματίου να βάζουν το «Κουρσού», ένα είδος μεγάλου τραπεζιού με πάτωμα από κάτω· γύρω γύρω βάζανε ντιβάνια, το σκεπάζανε με ένα ειδικό μεγάλο πάπλωμα, βάζανε μέσα ένα καλά χωνευμένο μαγκάλι και καθόντουσαν γύρω γύρω. Στις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα ήταν τόσο ζεστά, αλλά ίσως και βλαβερό στην υγεία τους, γιατί θυμάμαι τις λίγο ηλικιωμένες υπόφερναν από αθριτικά και ρευματισμούς.
     Εμείς οι Ορθόδοξοι δεν λέγαμε κάλαντα την Πρωτοχρονιά. Παιδιά καθολικών ερχόντουσαν και στα δικά μας σπίτια και έλεγαν: «Ταντίρ γιανάρ Κετέ πισέρ, ο Κετετέν παγά τουσέρ, αλλά κελέντος», δηλ. «Ανάβει το ταντούρι και ψήνεται ο Κετές και απ’ αυτό έχω μερίδιο και εγώ» και το «αλά Κελέντος», ίσως είναι παρεφθαρμένο του «Άγω καλόν έτος». Κρατούν στα χέρια τους ένα σακκούλι αρκετά μεγάλο και βάζουν οι νοικοκυρές διάφορα γλυκά και πολλούς ξηρούς καρπούς. Μόνον τα Φώτα σε μας γυρίζει ο παπάς με δυο τρία παιδιά και ραντίζει τα σπίτια μας με αγιασμό.
     Ούτε καλικάντζαρους ξέρουμε, ούτε αμίλητα νερά κτλ., η χώρα μας ήταν απηλλαγμένη από δεισιδαιμονίες. Οι γιαγιάδες μας έλεγαν, εκτός από το Ευαγγέλιο, όλα τ’ άλλα είναι έργα του Σατανά· τίποτα απ’ αυτά δεν πιστεύαμε.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)