[ Οι Αγκυρανές. Η θέση της γυναίκας ]
Καρασούλη-Mαστορίδου Aνδρονίκη
Εκτύπωση
Στις γιορτές, εμείς τα μικρά πηγαίναμε στους πολύ κοντινούς θείους, θείες, να τους πούμε τα χρόνια πολλά και να φιλήσουμε το χέρι, σε μας δεν ξεχώριζε άνδρα ή γυναίκα και οι άνδρες ακόμα φιλούσαν το χέρι της μεγαλύτερής τους κυρίας. Πηγαίναμε στην θεία Μιμίκα Κιουπελόγλου· όπως έχω γράψει και προηγουμένως, ο πατέρας μου την είχε στεφανώσει, και το όνομα του ανδρός της Μικέ Καρακάς, που χάθηκε πρόωρα, έχει πάρει ο αδελφός μου ο Μιχάλης. Του είχε μεγάλη αδυναμία· κάθε γιορτή τού έστελνε πολλά δώρα. Καθόντουσαν στο ίδιο σπίτι με την Χατζί Σοφία Αλτιντόπ, την μητέρα του κ. Αβραάμ Γιαννόπουλου, του ιδρυτού του Συλλόγου των Αγκυρανών.
     Αλήθεια! τι αρχόντισες ήσαν όλες τους· σαν πυργοδέσποινες του Μεσαίωνα! Το παρουσιαστικό τους, οι τρόποι τους, η αγνή ευγενική συμπεριφορά τους· όχι κάλπικη, όπως βλέπω σήμερα. Η κ. Κυριακίτσα Αλτιντόπ, η μητέρα του Ιωάννου Χατζή, η Αλτιντόπ κ. Σοφία, η νονά της μαμάς μου, που στο σπίτι της επάνω ήταν γραμμένο «Ευτυχία» και κατ’ αντίκρυ ήταν το σπίτι των Κιουπελόγλου που έφερνε το όνομα «Ινατιέ», από τα ωραιότερα σπίτια της Άγκυρας. Τα ξέρουν οι Αγκυρανοί. Μετά την φωτιά του 16, σαν από ινάτι ήσαν στημένοι όρθιοι οι τοίχοι και των δύο σπιτιών. Ακόμα και η φωτιά δεν είχε μπορέσει να τους ρίξη.
     Δυστυχώς η ζωή, ο χρόνος, ισοπεδώνει τα πάντα, τα σβύνει και από την μνήμη των ανθρώπων, αφού και αυτοί πέπρωται να σβύσουν από τη ζωή. Και πατάμε, περνάμε πατώντας πάνω στον πόνο, στο δάκρυ, στο αίμα, ποιος ξέρει ποιων ανθρώπων και μόνο οι αναμνήσεις ζουν στις σκέψεις εκείνων που έζησαν και ζουν ακόμα. Η κ. Σοφία, αυτή η αρχόντισσα, δεν είχε παιδιά. Ήλθαν και την πήραν μαζύ τους τ’ ανήψια της, οι αδελφοί Επέογλου, που ήσαν τότε στην Πόλη και εκεί, όπως μάθαμε αργότερα, έπεσε από τις στριφτές σκάλες του σπιτιού που ’μεναν και σκοτώθηκε.
     Η κ. Κιουπελόγλου Σεμέλη, αφού το καλύτερό της παιδί ο Παύλος εσφαγιάσθη από τους τούρκους, αργότερα έχασε και τον άνδρα της. Και το τελευταίο της παιδί ο Αναστάσης ήταν αγνοούμενος. Έρημη και μόνη κατέληξε στο Γηροκομείο Αθηνών. Πήγα και την είδα, ήταν τελείως αγνώριστη, αν δεν την ήξερες καλά, δεν θα την γνώριζες καθόλου. Μόνον το τρικ που είχε στο στόμα της και η φωνή της σ’ έκανε να την γνωρίσης. Ύστερα από τόσα μεγαλεία που έζησε, ήταν από τις πρώτες κυρίες της Αγκύρας και όσοι ξένοι ερχόντουσαν έμεναν στο σπίτι τους που ’χε την επιγραφή «Ηνατιέ», έτσι ξέπεσε.
     Εκείνο που μου ’κανε την μεγαλύτερη εντύπωση όταν πήγα στο Γηροκομείο, ήταν πως κανείς και καμμιά δεν ήξερε για τη ζωή της. Ο μεγάλος πόνος είναι βουβός. Έκρυψε η άμοιρη τον πόνο της και τον πήρε μαζί της στον τάφο της. Πέθανε εκεί στο Γηροκομείο.
     Η κ. Κυριακίτσα Πεστιματζόγλου, η γυναίκα του Μικέ Πεστιμαζόγλου, αφού εσφάγη και αυτός με την πρώτη παρτίδα της σφαγής των Αγκυρανών, έμεινε μ’ ένα αγοράκι δυο χρονών, τον Ιωάννη Πεστιματζόγλου. Όταν ήλθαν με την Ανταλλαγή στην Αθήνα, ήταν μαζύ με την μητέρα της την κ. Ευανθία Χατζησταυρόγλου και έκτισαν σπίτι και μαγαζιά στον Βύρωνα. Αργότερα με την προτροπή της μητέρας της, για να μην μείνη μόνη στη ζωή ήταν μόλις 32-34 χρονών, πανδρεύθηκε. Ο άνδρας που την πήρε ήταν ευπαρουσίαστος, αλλά ποιος ξέρει τις καρδιές των ανθρώπων; Μάθαμε πως μια μέρα είχε στείλει με τον υπάλληλό του στο σπίτι του διάφορα τρόφιμα. Όταν ήλθε το μεσημέρι για φαγί, δεν ηύρε αυτά που έστειλε. Η Κυριακίτσα είχαν μαγειρέψει άλλο φαγητό. Φωνάζει τον υπάλληλο και του λέει αυστηρά τι έκαμε τα ψώνια και εκείνος αφελέστατα είπε: τα πήγα στην άλλη σου γυναίκα: Έγινε σύγχυσις βέβαια. Η Κυριακίτσα λιποθύμησε και ήταν σε ενδιαφέρουσα, δεν μπόρεσαν να την συνεφέρουν. Και εντός ολίγων ημερών πέθανε: η τραγική μητέρα που θεώρησε τον εαυτόν της υπαίτιο δεν έπαιρνε παρηγοριά. Ο μικρός ο Γιάννης, όταν αρρώστησε και η γιαγιά του, λένε πως παρακάλαγε όποιον εύρισκε μπροστά του· «σώστε μου την γιαγιά μου, γιατί κανένας δεν μου έμεινε, τους έχασα όλους, σώστε τουλάχιστον την γιαγιά μου». Και ήταν μόλις επτά χρονών.
     Δυστυχώς ούτε και αυτή εσώθη. Ύστερα από δέκα πέντε μέρες ακολούθησε την μονάκριβη κόρη της, που η αγάπη τους ήταν παροιμοιώδης, σαν μάνας και κόρης.
     Μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Η μοίρα είναι πολύ σκληρή για μερικούς και η δικαιοσύνη άδικη, να μην καθήση στο σκαμνί της δικαιοσύνης τέτοιους εγκληματίας ή μήπως δεν είναι έγκλημα αυτό που κάνουν; Μόνον με ρόπαλα δεν σκοτώνει κανείς. Βλέπετε υπάρχουν πολλοί τρόποι, αλλά γι’ αυτούς δεν υπάρχουν νόμοι ούτε δικαιοσύνη.
     Θυμάμαι τις αδελφές Σισμάνογλου, Αμαλία και κ. Ουρανία, δεύτερες ξαδέλφες της μαμάς. Οι ξαδέλφες μου, η Ζαμπέτα, η Μιμίκα και Ιουλίο Καρασούλ. Στην Ιουλίο μάλιστα είχα μια ξεχωριστή αγάπη· ίσως όταν ήμουν μικρή με είχε μεγαλώσει στην αγκαλιά της, όπως λέει η μαμά, ίσως γι’ αυτό.
     Προσέχω πως δεν έδωσα καλά τα επίθετά τους, στην χώρα μου οι κυρίες φέρνουν το πατρικό τους όνομα και έτσι γνωρίζονται. Η κ. Σοφία Αλτιντόπ είναι η κ. Γιαννοπούλου, την γλυκιά και πάντα γελαστή φυσιογνωμία της ποτέ δεν έχω ξεχάσει, η κ. Αμαλία Σισμάνογλου λέγεται Αλτιντόπ, η κ. η Ζαμπέτα είναι Σινιόσογλου κτλ., όλες φέρνουν και μετά το γάμο τους το όνομα του πατέρα τους.
     Έχω ακούσει απ’ τον πατέρα μου πως το όνομα αυτό, Αλτιντόπ, έχουν κληρονομήσει υπό παράξενες συνθήκες.
     Κάποτε λέει, κάποιος Σουλτάνος, για να διασκεδάση ίσως την πλήξη του, έβαλε ντελάλη, να διαλαλήση στην χώρα του, πως όποιος πει το μεγαλύτερο ψέμα, θα του χαρίση ένα χρυσούν μήλο. Όλοι τρέξανε, είπαν ειδών ειδών ψέμματα, δεν πειθόταν όμως ο Σουλτάνος, έλεγε, μπορεί να γίνη και αυτό. Τέλος μια μέρα, φτάνει ένας Χριστιανός φορτωμένος μ’ ένα βαρέλι στην πλάτη του και με κάτι παλιά χαρτιά στα χέρια του. «Πολυχρονεμένε μας Σουλτάνε», λέει, «κάποτε ο πατέρας σας, βρέθηκε σε μια μεγάλη ανάγκη και ζήτησε απ’ τον πατέρα μου ένα βαρέλι λεφτά· αν αμφιβάλλετε, ιδού τα χαρτιά». Ο Σουλτάνος τα χρειάσθηκε. Ένα βαρέλι λεφτά; και στην οργή του επάνω φώναξε: «λες ψέματα». «Αν είναι ψέματα, τότε δώστε μου το μήλο», είπε ο Χριστιανός και ο Σουλτάνος αναγκάσθηκε να πληρώση την εξυπνάδα του Χριστιανού και έτσι κληρονόμησαν οι απόγονοί του το όνομα Αλτιντόπ (χρυσό τόπι).
 
Στην Άγκυρα υπήρχε μεγάλος σεβασμός στη γυναίκα, δεν διψούσαν για δικαιώματα, δεν υπήρχε ανάγκη. Ο άνδρας και η γυναίκα ήσαν ακριβώς σύνζυγοι, όπως είνε η σημασία της λέξεως. Μαζί σηκώναν το βάρος της ζωής, και στην χαρά και στην λύπη, ήσαν ενωμένοι και ο αγώνας κατά την γνώμη μου ήταν περιττός. Την διαφορά αυτή κατάλαβα όταν ήλθαμε εδώ. Οι Έλληνες παρ’ όλα έζησαν σε ελεύθερη χώραν και καυχώνται πως αυτοί έδωσαν το φως του πολιτισμού ανά τον κόσμο, το παραδέχωμαι, δυστυχώς οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να δώσουν στον ίδιο τον εαυτό τους έναν άλλο πολιτισμό; Το φως αυτό που εξυψώνει και εξευγενίζει τον άνθρωπο, στο τόσο θείο και ιερό καθήκον. Την εκτίμηση στην Μητέρα και στην γυναίκα. Ύστερα από τόσες θυσίες και αγώνα ο Απόστολος Παύλος κρήμνισε μεν τον Ναό της Αρτέμιδος: Δεν μπόρεσε όμως να ξεριζώση από τα θεμέλια την ειδωλολατρεία από την Ελλάδα. Είναι δυστυχώς συνυφασμένη με το χώμα της. Ο εγωισμός του άνδρα. Κάθε ένας χωριστά, μικρός μεγάλος, θεωρεί τον εαυτό του πως είνε αυτός το Κέντρον του Κόσμου. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», το τόσο συνηθισμένο στους Έλληνας. Ενώ στον Χριστιανισμό, πρώτο καυτηριάζεται ο εγωισμός. Σε καμιά άλλη χώρα ίσως να μην υπάρχει αυτή η κακομεταχείριση της γυναίκας, της Μητέρας, που και αυτά τα ίδια τα παιδιά της την υβρίζουν. Όταν ο ίδιος ο άνδρας δεν δίνει την θέση που της πρέπει της γυναίκας και όταν πατούν ακόμα και στην ίδια την σάρκα τους τα ίδια τα παιδιά τους, χάριν του εγωισμού τους, πώς να υπάρχει σεβασμός; Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί, αλλιώς δεν θα ανέτελλε ο Ήλιος, αλλά είνε λίγοι, τόσο λίγοι: Κατηγορούμε την Νεολαία μας για διεφθαρμένους, προς Θεού τι φταίνε αυτοί, ό,τι σπέρνεις θερίζεις, λέει η παροιμία, αλλού βρίσκεται του κακού η ρίζα. Στρίψτε το βλέμμα σας πίσω πίσω, μισό και πλέον αιώνα, εκεί είναι η αρχή. Εν ψυχρώ οι άνθρωποι του αιώνος εκείνου ετοίμασαν την σημερινήν Νεολαία. Με δυο Παγκοσμίους πολέμους δεν εσκότωσαν μόνον εκατομμύρια ανθρώπους που η γη έφριξε να δεχθή στην αγκαλιά της τόσα πτώματα, αλλά σκότωσαν και στην ψυχή εκείνων που απόμειναν κάθε πίστι για κάθε ωραίο, ιδανικό και θείο για μέλλον. Ο δίκαιος πληρώθηκε με αδικία, ο τίμιος με ατιμία και ο καλός με αχαριστία, ο ήρως με εκτέλεσι. Πώς θέλατε να είνε η μετέπειτα γενεά; Όταν τους αφαιρέσατε κάθε ελπίδα, κάθε χαρά, ακόμα και τον θεό τους ξεριζώσατε απ’ την ψυχή τους. Γιατί πρώτα εσείς αρνηθήκατε τον Θεό: Λέγοντας τέτοια αναχρονιστικά πράγματα δεν μαθαίνω εγώ στα παιδιά μου «αυτά οι κουτοί οι καθυστερημένοι λαοί τα πιστεύουν». Βλέπετε –και γεμίσατε την ψυχή τους με άγχος, με αβεβαιότητα για αύριον, με δίχως σιγουριά, αν θα ζήσουν αύριο ή όχι, ο πόλεμος συνεχίζεται, δεν τελείωσε ακόμα και δεν ξέρουν τι γίνεται ακόμα. Σας ρωτώ, αφήσατε μια γωνιά χαράς σ’ αυτά τα άμοιρα παιδιά; Τι να ελπίση; Τι να πιστέψη; Σήμερα και με την πρόοδο αφαιρέσατε και αυτήν την χαρά, να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, κάτι απ’ τα χέρια τους· όλα τα βρίσκουν έτοιμα χωρίς κανέναν κόπο, που και αυτός ο κόπος είνε χαρά για το παιδί, πως κάνει κάτι και είναι δημιούργημα δικό του και τον γεμίζει χαρά και λαχτάρα για κάτι καλύτερο.
     Τι να κάνουν; πώς να γεμίσουν την ανήσυχη ψυχή τους; Μόνον με τις ληστρικές ταινίες που είνε οι μόνοι οδηγοί χωρίς έλεγχο, πλήρης ελευθερία στην αχαλίνωτη κατηφοριά της διαφθοράς, τους οδηγήσατε στο χάος, αυτά είνε τα δυστυχισμένα θύματα του αιώνος μας.
     Είνε για λυπημό και όχι για να κρίνουμε. Σήμερα αιωρούνται ανάμεσα στην γην και στον Ουρανό, δεν ξέρουν πού να πιασθούν. Ας τους φωτίση ο Πανάγαθος να βρουν τον σωστό δρόμο τους.
     Για όσα γράφω, αναλύοντας τον εσωτερικό μου κόσμο, αισθάνομαι μια πικρή αντιπάθεια για τον άνδρα, το καταλαβαίνω, όλο αυτό μου έχει δημιουργηθεί στην παιδική μου ηλικία και αιτία είνε ο πόλεμος.
     Ήμουν μικρή πολύ μικρή στα μεγάλα Παγκόσμια γεγονότα. Τα πάντα κατέρρευσαν γύρω μου. Φωτιές, λεηλασίες, σφαγές, διωγμοί, μια ζωντανή κόλασις η γη. Ούτε μια στάλα χαράς γύρω μου. Πώς νοιώθει κανείς σαν είνε παιδί και λαχταρά λίγη αγάπη, χαρά, λίγη σιγουριά, λίγη ανθρωπιά; πού όμως, οι κολασμένοι της γης, θέριεψαν. Διψούν, διψούν αίμα ανθρώπινο. Δεν τους νοιάζει αν είνε αθώων και αθώων παιδιών που σφαγιάζονται στον βωμό του μίσους και του ανικανοποίητου πάθους των.
     Το αύριο χειρότερο από το σήμερα. Ο ήλιος, το φεγγάρι ματοβαμμένα ανατέλλουν και δύουν, χρόνια και χρόνια, νά τι ζωή ζη το παιδί και ποιο αίσθημα δημιουργείται μέσα του. Και όλο το κακό προερχόταν από τον άνδρα. Χωρίς καμία γυναίκα να πάρη μέρος στα κακουργήματα και στις θηριωδίες του πολέμου. Αυτές ήσαν ικανές για να σηκώσουν στη πλάτη τους το βάρος του πόνου, τον αβάσταχτο πόνο, να θυσιάσουν γονείς, άνδρες, αδέλφια και αυτά τα σπλάχνα τους ακόμα, τα παιδιά τους, στην οργή των λυσσασμένων.
 
Όταν βρέθηκα στον κύκλο των Σπαρταλιωτών είδα και εκεί μια διαφορά απέναντι στην γυναίκα. Σαν απόγονοι των Ελλήνων Σπαρτιατών, άποικοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αν είνε βεβαιωμένο, δεν μπόρεσαν να αρνηθούν την παλιά καταγωγή τους. Και εκεί ο άνδρας είνε Δεσποτικός και αγάς. Οι άνδρες παρά την ικανότητα στην εργασία τους είνε φοβερά εγωισταί. Οι γυναίκες τους είνε πολύ καλές, ένα πάθος μπορείς να τους καταλογίσεις. Την ωραιομανία. Ας είνε ωραίος ο άνδρας τους, ας είνε και άσωτος. Δεν τους νοιάζει δυστυχώς χωρίς να έχουν καμία ψυχική επαφή με τους άνδρες τους. Το διαπίστωσα αυτό πολλές φορές και στα βαφτίσια της κόρης μου ακόμα, και καμία προσπάθεια δεν κάνουν γι’ αυτό και οι δύο μεριές. Την κόρη μας την βάφτισε ο κ. Παντελίδης, ταπητουργός τότε και αδελφός της θείας Φωτεινής, γυναίκας του Σταύρου Αβραμίδη, ξαδέλφου του Κυριάκου.
     Έγιναν τα βαφτίσια μέσα στο εργοστάσιό του, το μετέπειτα «Βιβεχρώμ», την ημέρα της εορτής του και είχαμε πάρα πολύν κόσμο.
     Το βράδυ στρώθηκε ένα μεγάλο τραπέζι, αλλά κάθησαν μόνο άνδρες. Όσο για φαγητά και ορεκτικά, υπήρχε μεγάλη αφθονία. Η ώρα προχωρούσε χωρίς να υπάρχη καμμία φροντίδα για τα γυναικόπαιδα. Επαναστάτησε η ψυχή μου να βλέπω την αδιαφορία τους, είπα στην μια, είπα στην άλλη, τίποτα δεν έγινε. Παίρνω μαζί μου έναν εξάδελφο του Κυριάκου, τον Σωτήρη Χότζογλου, ένα έκτακτο παιδί με προοδευτικό πνεύμα, και πηγαίνουμε με μερικά παιδιά μέσα στο εργοστάσιο, μεταφέρουμε πάγγους στην αίθουσα όπου ήσαν οι γυναίκες και τα παιδιά και στρώνουμε να φάνε και αυτά. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Όταν σκεφθήτε πως υπήρχαν άνθρωποι που από το μεσημέρι δεν είχαν φάει. Φώναζαν όλες μαζύ, μπράβο νύφη μας, μπράβο. Βρέθηκαν και μερικοί να μας κάνουν και παρατήρηση. Τους έκοψα λέγοντας «εγώ είμαι ξένη στα ήθη και έθιμά σας, δεν τα ανέχομαι, είναι βάρβαρα και οι καλεσμένοι είναι και δικοί μου».
     Το ίδιο και σκληρώτεροι είναι οι Καισαριώται. Αυτές οι γυναίκες ούτε κάθονται στο τραπέζι μαζί με τους άνδρες τους παρά περιμένουν να φάνε μετά απ’ αυτούς ό,τι μείνει. Τα είδα και αυτά στην Πόλη όσο μείναμε. Στην απέναντι οικογένεια ήσαν τέσσερις άνδρες στο σπίτι. Μεσημέρι, βράδυ, αυτοί θα τρώγανε και μετά οι γυναίκες και τα παιδιά. Νισάφι, πού; στην Πόλη· τι θα γινόταν άραγε στη χώρα τους; Πιστεύω εδώ τα πράγματα αυτά να άλλαξαν και οι γυναίκες δικαίως ξεσηκώθηκαν να πάρουν την θέση που τους ανήκει, που τόσο σκληρά και άδικα τους αρνήθηκαν. Κάθε τυραννία φέρνει και την επανάστασή της, λοιπόν ας μην έχουν παράπονο.
 
Τοπικές ενδυμασίας και τοπικούς χορούς στην Άγκυρα δεν είχαμε. Έως την εποχή της γιαγιάς μου φορούσαν οι Χριστιανοί ένα άσπρο περκάλι απ’ το κεφάλι μέχρι τον αστράγαλο, πάνω από κάθε ρούχο τους, όταν βγαίναν έξω και το λέγαν «τζαρ». Στους γάμους χόρευαν Ευρωπαϊκούς χορούς. Κατρίλ, βαλς, Σότις, κτλ. Οι γάμοι γινόντουσαν πολυέξοδοι, μπορούσε ο γαμπρός να χαντακωθή, αν δεν άντεχαν τα οικονομικά του.
     Θυμάμαι τον τελευταίο γάμο, των ξαδέλφων της μαμάς, των αδελφών Πεστιμαλτζόγλου. Και τα δύο αδέλφια παντρεύτηκαν σε μια μέρα. Οι καλεσμένοι ήσαν πάρα πολλοί· η στέψις έγινε στο σπίτι τους, ήταν στις κακές μέρες του 1915-16. Στην πόρτα του σπιτιού καθόταν ο πεκτζής τούρκος, όπως συνήθιζαν, για να επιβλέπη να μην μπη κανένας ενοχλητικός. Σιγά σιγά το αρχοντικό τους γέμισε από καλεσμένους και τις νύμφες τις στεφάνωσαν την ίδια ώρα. Ήσαν όμορφες και οι δύο· η κόρη του Χατζησταυρόγλου Κυριακή, και Βασιλική του Ιορδάνου Αραμπατζί. Αφού τελείωσε η στέψις, άρχισαν τα κεράσματα.
     Όλα τα γλυκά σχεδόν είχαν έλθει απ’ την Πόλη που συχνά πήγαιναν τ’ αδέλφια και ήσαν έργα του Σεκερτζή Ιορδάνου Αγκυρανού που ήταν καλός ζαχαροπλάστης. Εκεί δεν συνήθιζαν τις μπομπονιέρες όπως εδώ. Τα κουφέτα τα προσφέρανε σε μια πιατέλα και ο καθένας έπαιρνε όσα ήθελε. Εκεί φέρναν παραγγελία απ’ την Πόλη απ’ το ζαχαροπλαστείο Χατζή Πεκίρ, κάτι πολύ αφράτα σαν μικρά κουλούρια με χρυσό πασπαλεμένα, λουλουδένια χαρτιά και λέγαν, Τουγύν βε Νισάν σεκερί, και στον αρραβώνα και στον γάμο ήταν απαραίτητα.
     Όλοι οι καλεσμένοι ήταν απαραίτητο να μείνουν στο τραπέζι. Η τραπεζαρία τους ήταν πολύ μεγάλη. Τρεις φορές άδειασε και τρεις φορές οι νύμφες και οι γαμπροί υποχρεωτικά κάθησαν να ευχαριστήσουν τους καλεσμένους. Πρώτα σέρβιραν από ζουμί γαλοπούλας λίγη σούπα φιδέ, γαλόπουλα κοκκινισμένα με πατάτες, μπάμιες με κρέας, αλλά μπάμιες Αμάσιας, που είναι τόσο μικρές και τόσο νόστιμες. Πιλάφι με Τόσια πιριντζί, που ξέρουν οι Αγκυρανές να φτιάνουν με πάπιες, μπουρέκια ειδών ειδών κτλ., κρέμα μουχαλέπη, φρούτα της εποχής κτλ. Οι Αλντιντόπ ήσαν καλοφαγάδες. Είπε κάποτε στην εποχή του πατέρα τους, Ιωάννου Πεστιμαλτζόγλου «Πεστιμπαλτζινήν μαλί τεγίζ γίγεμεν τογούζ»1, αυτό λέγεται στην Άγκυρα.
     Μετά το φαγητό οι νύμφες αλλάζουν τα ρούχα τους και αφήνουν μόνον το στεφάνι, στο κεφάλι. Και κάθε μια ώρα αλλάζουν φόρεμα και κοσμήματα, σαν μια επίδειξις της προίκας τους, ας πούμε.
     Προίκα καθ’ εαυτό δεν υπήρχε στην χώρα μας, ούτε ακίνητα έπαιρνε η νύφη, αλλά όταν οι γονείς είχαν και ήθελαν, έδιναν στα παιδιά τους ό,τι μπορούσαν. Οι γαμπροί έπαιρναν την νύμφη στο σπίτι τους, καμμιά απαίτηση δεν είχαν και ίσως γι’ αυτό υπήρχε μια αρμονική συμβίωση· υπήρχε αλληλοεκτίμησις.
     Την νύμφη τη ντύνει στα άσπρα, σύμβολο της αγνότητας ο πατέρας της και ο γαμπρός ντύνει τα ρούχα της επισκέψεως. Το ζευγάρι αρχίζει πλέον τις επισκέψεις στους στενούς συγγενείς που τους καλούν με τη σειρά όλοι και αυτό μπορεί να κρατήσει και ένα μήνα, ίσως και παραπάνω. Οι πολλοί κοντινοί συγγενείς θείοι, θείες, στην πρώτη τους επίσκεψη κάνουν στην νύμφη δώρο ένα κόσμημα. Αξίας βέβαια. Θυμάμαι την γιαγιά μου Σοφία σαν πρώτη θεία είχε κάνει στις δυο νύμφες δυο ομοιόμορφα δαχτυλίδια μονόπετρα από αμέθυστο. Τι ωραίο έθιμο, και ωφέλιμο· δεν ξέρει κανείς τι επιφυλάσσει η μοίρα πολλές φορές· στις μεγάλες ανάγκες, σ’ αυτά καταφεύγει η οικογένεια· όπως και έγινε και τα ζήσαμε. Και έτσι οι νύμφες μαζεύουν αρκετά κοσμήματα και από τα πεθερικά και απ’ τον γαμπρό.
 
Στην Άγκυρα είχαμε ένα θέατρο και έναν κινηματογράφο. Πήγαιναν σ’ αυτά μόνον οι τούρκοι· και όπου σύχναζαν αυτοί, οι Χριστιανοί φοβόντουσαν να πάνε. Τσακωνόντουσαν μεταξύ τους και μαχαίρωσαν τους Χριστιανούς· γι’ αυτό ούτε καφενείο δεν πήγαιναν. Μόλις κλείναν τα καταστήματα οι άνδρες τρέχαν στα σπίτια τους και εκεί κανόνιζαν πού θα πάνε για βεγγέρες. Βλέπετε χρειαζόντουσαν και οι άνδρες και οι γυναίκες κάποια ψυχαγωγία.
     Πού να φανταζόμεθα τότε ποια τραγωδία έμελλε να περάσουν και αυτοί οι δυο γαμπροί ύστερα από λίγα χρόνια. Ο ένας σφαγιάσθηκε μαζί με τόσους άλλους· ο άλλος στη σφαγή ήταν στην Πόλη, μην αντέχοντας στον χαμό του αδικοσκοτωμένου αδελφού του έπαθε μια στυγνή μελαγχολία και ακολούθησε αυτούς με αργό βασανισμένο θάνατο. Φεύγοντας αφήσαμε πίσω μας ενάμισι εκατομμύριο νεκρούς άταφους και μαζύ τους οι Αγκυρανοί, που γι’ αυτούς ούτε μία πέννα δεν βρέθηκε να ζωντανέψη την τραγωδία τους και να θρηνήσει τον χαμό τους.
 
 
Φθάνοντας στην Ελλάδα νόμιζα πως θα αναστατωνόταν όλος ο κόσμος, για τόσο αθώο αίμα που χύθηκε, πως θα ακούγαμε ανά τον Κόσμο την μεγάλη κραυγή, την κραυγή που βγαίνει από τα πονεμένα στήθια των ανθρώπων που υπόφεραν και βασανίσθηκαν. Αντί της κραυγής ήλθε η σιγή, η λησμονιά, γιατί; για να ετοιμασθούν για άλλη αιματοχυσία; Όπως και έγινε ο Β´ Πόλεμος πιο φοβερός, πιο λυσσαλέος. Και στο τέλος οι αρχηγοί να δίνουν τα χέρια και να γίνονται φίλοι, όπως είδαμε με τα μάτια μας, στους δυο φοβερούς Παγκοσμίους Πολέμους, χωρίς να ρίχνουν πίσω τους μια ματιά να δουν τις τραγωδίες που δημιούργησαν. Τους νεκρούς, τους ανάπηρους, τα ορφανά, τους απροστάτευτους που άφησαν χωρίς καμία φροντίδα. Τα ερείπια που στοίβαξαν χωρίς συνείδηση, χωρίς ντροπή.
     Τουλάχιστον ο άνθρωπος σαν λογικό ζώο δεν έπρεπε να σκεφθή το ρόλο που παίζει στη ζωή; Σε τι ωφέλησε το τόσο ωραίο και θείο δώρο του Θεού, η λογική και η γλώσσα; Όταν δεν ξέρει να κάνη χρήσιν αυτών; Ποια είναι η διαφορά μας από τα άγρια θηρία; τουλάχιστον αυτά λέμε πως δεν έχουν μυαλό, οι άνθρωποι τι έχουν; ποιος βγήκε κερδισμένος απ’ τους πολέμους; δύο γεμάτες στάμνες αν συγκρουσθούν, σπάνουν και οι δύο· το ίδιο έγινε και μ’ αυτούς.
     Όσα να λέμε, όσα και να γράψουμε, άκρη δεν βρίσκουμε. Με αδικία έχει θεμελιωθή η ζωή, παντού αδικία· οι άνθρωποι, τα ζώα, η φύσις, ο αέρας, η θάλασσα λυσσομανούν το ένα εναντίον του άλλου και ο άνθρωπος ξεπέρασε στην θηριωδία τα άγρια θηρία. Τουλάχιστον αυτά σπαράζουν για να κορέσουν την πείνα τους. Ο άνθρωπος είναι πιο βάρβαρος, πιο σαδιστής· ενώ έχει να φάη, σπαράζει να ικανοποιήση το μίσος του.
     Ο άνδρας στην αποστολή του απέτυχε να γαληνέψη, να ειρηνέψη τον κόσμο. Σήμερα λέμε είμαστε πολιτισμένοι· πού είναι παρακαλώ ο πολιτισμός, οι βομβαρδισμοί μήπως αθώων παιδιών και γυναικών; ο πολιτισμός, νομίζω, ήταν στην εποχή του Δαυίδ, όταν δύο στρατόπεδα συναντιόντουσαν και πολεμούσαν μόνον οι αρχηγοί χωρίς να χυθή αίμα. Οι άνδρες τον πόλεμο ξέρουν να κάνουν, την γαλήνη όμως όχι. Ίσως γι’ αυτό να φταίει ο εγωισμός; ίσως;
     Την γαλήνη μόνο η γυναίκα είναι άξια να δώση όπως η φύση την έχει πλάσει. Ένα παράδειγμα· μια γυναίκα να ’χη είκοσι παιδιά και να επαναστατήσουν εναντίον της και τα είκοσι, αυτή είναι ικανή με την ψυχραιμία και με τον γλυκό της τρόπο να τους γαληνέψη όλους χωρίς να δυσαρεστήση κανέναν. Βλέπετε, σ’ αυτήν έχει δοθεί αυτή η χάρις άνωθεν. Ενώ στην θέση της ένας άνδρας θα τρέξη στην βία ή στο όπλο. Αν ποτέ, μετά αιώνες, η γυναίκα κατορθώσει να πάρη τα ηνία στα χέρια της, εύχομαι και πιστεύω τότε ίσως αλλάξει μορφή η γη. Καμμιά Μάννα δεν θέλει να σπαράξουν τα παιδιά της με το έτσι θέλω. Και τότε μόνον και ίσως έλθει η Ειρήνη, η ποθητή Ειρήνη.
     Ο άνθρωπος βαδίζει χέρι χέρι με τον πιο άσπονδο εχθρό του. Ο άνδρας με τον αδικαιολόγητο εγωισμό του που τον εμποδίζει να ρίξη μια ματιά στον εσωτερικό του κόσμο, να δη τι είναι. Μήπως ως τον τέλειο; Ποιος είναι ανώτερος απ’ τον άλλο; τότε δεν είναι ματαιοπονία ο εγωισμός; Φαύλος κύκλος. Η δε γυναίκα με τον καταστρεπτικό γι’ αυτήν αισθηματισμό. Εκατομμύρια γυναίκες έχουν θυσιασθεί στο βωμό του αισθήματος. Η γυναίκα εξαιρουμένων είναι από την φύση της τρυφερή, στοργική· δεν βλέπουμε τα μωρά παιδιά; Τα κορίτσια, με τι στοργή και αγάπη περιβάλλουν την πανένια τους κούκλα; Η φύσις την έχει γεννήσει Μάνα· απ’ την κούνια θέλει να προσφέρει την τρυφερότητα, την αγάπη. Της είναι έμφυτη και εις αντάλλαγμα με το ίδιο νόμισμα θέλει να πληρωθή. Το αγόρι από τα πρώτα βήματά του θα τρέξη να αρπάξει το τουφέκι, το καρότσι, το σκερπάνι, ό,τι μπορεί να σκληρήνη την ψυχή του, τον χαρακτήρα του.
     Βλέπετε! δύο φύσεις, δύο κόσμοι συγκρούονται, πώς να υπάρχει κατανόησις; Δικαίως οι τούρκοι λένε «Ικί τουσμάν πιρ γιαστικτά» δηλ. «Δύο εχθροί σ’ ένα μαξιλάρι» για τα ανδρόγυνα. Πολλά δράματα μπορούσαν να προληφθούν αν υπήρχε μεταξύ των ψυχική κατανόησις και μια υποχώρησις και από τις δυο μεριές· αλλά γι’ αυτό πρώτα πρώτα χρειάζεται μόρφωσις, πολύς νους και μια μεγάλη ψυχική δύναμις. Ας ελπίσωμεν η μόρφωσις, η επιστήμη απ’ εδώ και μπρος να είναι προς όφελος της ανθρωπότητος, αφού τόσες προσπάθειες καταβάλλονται γι’ αυτήν. Ας φωτισθούν να μπορούν να συγκρίνουν, να χωρίσουν το καλόν από το κακό.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Η περιουσία του Πεστιμαλτζή είναι ωκεανός κι όποιος δεν τρώει είναι γουρούνι.

(από το βιβλίο: Aνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Aναμνήσεις από τη χαμένη μου πατρίδα [Η ζωή μου στην Άγκυρα], Aθήνα 1966)