Τα αμπέλια
Επέογλου-Μπακαλάκη Ευδοκία
Εκτύπωση
Η ζωή χωρίζονταν σε χειμώνες, στις πόλεις, και σε καλοκαίρια στ’ αμπέλια-θέρετρα, με διαφορετικές κάθε φορά εκδηλώσεις.
     Εδώ το σκηνικό αλλάζει. Απ’ την κλεισούρα της πόλης και των χειμωνιάτικων σπιτιών μεταφερόμαστε στην εξοχή. Όταν οι Αγκυρανοί λεν «αμπέλια» εννοούν το εξοχικό σπίτι μαζί με το τεράστιο χτήμα που το περιβάλλει, κατάφυτο από διάφορα καρποφόρα δένδρα, αλλά απαραίτητα κι από κλήματα. Τα σπίτια καλοχτισμένα και μόνιμα άρτια επιπλωμένα. Εγώ σαν ονόματα μόνο, θυμάμαι τ’ αμπέλια του Γκιετσορέν, του Τσαν-Καγιά, του Ντικμέν, του Μπογλάτ, του Μπογιούκ και Κουτσούκ Εσσέτ, όπου ήταν και το δικό μας αμπέλι που το θυμάμαι μ’ αρκετές λεπτομέρειες. Τα πλουσιότερα και τα αριστοκρατικότερα ήταν του Γκιετσορέν και του Τσαν-Καγιά, όπου σήμερα είναι συγκεντρωμένες οι πρεσβείες. Εδώ, με τα καλλιμάρμαρα πολυώροφα σπίτια, με θερμοκήπια και συντριβάνια μέσα στο σπίτι, με κήπους και τρεχούμενα νερά ολόγυρα στο σπίτι, με υπηρετικό προσωπικό πολυαριθμότερο απ’ τα μέλη της οικογένειας, οι πλούσιοι συναγωνίζονταν στην καλοπέραση και τη χλιδή. Με το δίκιο τους οι ξένοι που έρχονταν για τις δουλειές τους έλεγαν: εσείς οι Αγκυρανοί ζείτε καλύτερα απ’ τους λόρδους της Αγγλίας!
     Στο Γκιετσορέν ο Σισμάνογλου είχε φιλοξενήσει μεταξύ άλλων επισήμων και τον πρεσβευτή Μαυρογορδάτο. Και ο Κεμάλ, όταν πρωτοήλθε στην Άγκυρα, έμεινε κι αυτός στου Σισμάνογλου τ’ αμπέλι κι έγραψε στον αδελφό του: «Έλα να δεις τ’ αμπέλια της Άγκυρας!».
     Ανάλογα ήταν οργανωμένη και η κοινωνική τους ζωή. Μία απ’ τις ψυχαγωγίες των γυναικών ήταν και η ιππασία. Συχνά έλεγαν ότι στο Γκιετσορέν ακούς το φρου-φρου του μεταξωτού, στο Ντικμέν το τσίτι και το τσακ-τσακ του τσόκαρου. Το Γκιετσορέν και το Ντικμέν είχαν και δικές τους εκκλησίες· του Αγ. Ιωάννου Προδρόμου το ένα, της Παναγίας το άλλο, την οποία είχε χτίσει η Δέσποινα Καρασούλη.
     Οι άνδρες πρωί βράδυ ήταν υποχρεωμένοι ν’ ανεβοκατεβαίνουν για τις δουλειές τους στην πόλη. Έτσι, πλούσιοι και φτωχοί αντάμωναν στην ίδια ουρά στο δρόμο, άλλοι μ’ αμάξια, άλλοι μ’ άλογα, άλλοι με γαϊδουράκια κι άλλοι πεζοί. Γι’ αυτό και έλεγαν: «Ανκαρατά γιάζιν, κεφ κεντιλέρ ιλέ ντουντουλαρά, τζεφά ίσε εσεκλέριλεν ερκεκλερέ», δηλ. «το καλοκαίρι στην Άγκυρα η καλοπέραση είναι για τις γάτες και τις κυράδες, ενώ τα βάσανα για τους άντρες και τα γαϊδουράκια». Έτσι με τον ελεύθερο καιρό που είχαν οι γυναίκες μπορούσαν να κάνουν και ιππασία, τουλάχιστο στο Γκιετσορέν.
     Τα πλούσια αυτά αμπέλια είχαν να επιδείξουν τα πλούτη και την πολυτέλειά τους. Η ζωή όμως ήταν πραγματικά ειδυλλιακή στ’ άλλα αμπέλια. Σ’ αυτά η ζωή άρχιζε πολύ νωρίς το πρωί για τους μεγάλους. Αυτοί ήταν στο πόδι πριν απ’ την ανατολή του ήλιου. Το ανδρόγυνο έπαιρνε το πρωινό του σ’ ένα όμορφο σημείο της μεγάλης απλωσιάς που υπήρχε μπροστά σε κάθε αμπελόσπιτο, μια έκταση ταιριαχτή στα μέτρα του σπιτιού, με άφθονο νερό που έτρεχε νύχτα μέρα από πολύκρουνες βρύσες. Μια απ’ τις απολαύσεις (του πρωινού) ήταν ο πρωινός καφές, που τον ετοίμαζε συνήθως ο άντρας, σε μια μικρή φωτιά που την άναβε κείνη τη στιγμή με ξερά χόρτα και λεπτά ξυλαράκια πεσμένα απ’ τα γύρω δέντρα. Η κυρά έφερνε του κόσμου τις λιχουδιές κι ό,τι φρούτο της εποχής τραβούσε η καρδιά τους, κομμένο κείνη τη στιγμή, με την πρωινή δρόσο ακόμα στην επιδερμίδα του. Μέσα σ’ αυτή τη γαλήνια ομορφιά της απεραντοσύνης και της μοναξιάς που την γέμιζε η πλούσια ζωντάνια που ανάβλυζε από κάθε πηγή ζωής, άρχιζε τη μέρα του το ανδρόγυνο, με προγραμματισμό για ό,τι είχε να κάνει ο καθένας στην περιοχή του. Όσο περνούσε η ώρα το γαϊδούρι ή τ’ άλογο που ήταν κάπου εκεί δεμένο, σελωμένο και με το χεϊμπέ (δισάκι) ριγμένο στη ράχη του, έτοιμο για το δρόμο, με το γκάρισμα ή το χλιμίντρισμά του έδινε το σύνθημα, με την ανατολή του ήλιου, για ξεκίνημα.
     – Αντίο.
     – Γκιουλέ γκιουλέ (πάντα με το γέλιο).
     Κι άρχιζε για τον καθένα μια διαφορετική μέρα. Ο άντρας τραβούσε στη ρουτίνα της δουλειάς, στην πόλη, κι η γυναίκα στη δική της στ’ αμπέλι. Μόνο που δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για ρουτίνα στην περίπτωση της γυναίκας. Για πόσα είχε να φροντίσει! Πρώτα πρώτα έπρεπε πριν ν’ ανεβεί ο ήλιος να μαζευτούν τα φρούτα και κυρίως τα βερύκοκα και τα περίφημα αγκυρανά αχλάδια που τη νύχτα είχαν πέσει και κάθε άλλο παρά λίγα ήταν. Τι ξάφνιασμα και τι χαρά στα μάτια αυτά τα πεσμένα φρούτα, να τα ανακαλύπτεις ανάμεσα απ’ τα χόρτα! Μια και τα φρούτα αυτά και πολλά ήταν και καθώς ήταν πεσμένα δεν θεωρούνταν εκλεκτά για φάγωμα, έπρεπε ν’ αξιοποιηθούν για το χειμώνα. Τα βερύκοκα τα γερά τα χώριζαν στα δύο κι έβγαζαν το κουκούτσι και τ’ αχλάδια τα ξεφλούδιζαν, τα έκοβαν στα τέσσερα και τα ξέραιναν για χοσάφι, είδος αραιής κομπόστας. Άλλα πάλι τα κάμνανε ρετσέλια, δηλ. φρούτα βρασμένα στο πετιμέζι. Μετά άρχιζε η δουλειά στο σπίτι μέσα που δεν περιοριζόταν μονάχα στο φαγητό και το συγύρισμα. Μια μέρα έμπαινε η πλύση, την άλλη το ζύμωμα, την πιο άλλη οι μπαζλαμάδες, χώρια οι ετοιμασίες για μουσαφιραίους που δεν έλειπαν ποτέ. Αλλά οποιαδήποτε δουλειά όσο δύσκολη ή κουραστική κι αν ήταν, είχε έναν ειδυλλιακό χαρακτήρα που την μετάτρεπε σ’ αγάπη και χαρά.
     Η πλύση γινόταν στο ύπαιθρο κοντά στις γούρνες του νερού, στη σκιά από πανύψηλες μουριές ή ακακίες με συντροφιά τ’ ατέλειωτα τιτιβίσματα των πουλιών. Ίσως εδώ πρέπει να προσθέσω πως στην Άγκυρα οι γυναίκες, αντί για σαπούνι, στην πλύση, χρησιμοποιούσαν ένα λεπτό χώμα που έβγαινε απ’ τα γύρω βουνά και το λέγανε κηλ και που με τη βοήθεια του κόπανου έκαμνε τα ρούχα να λαμποκοπούν. Έχω ακούσει πολλές φορές πως μία απ’ τις επιχειρήσεις του Σισμάνογλου ήταν και η εξαγωγή αυτής της ύλης.
     Στ’ αμπέλια, στο ύπαιθρο γίνονταν και οι μπαζλαμάδες. Αυτοί στο σχήμα έμοιαζαν πολύ με τις σημερινές πίτσες, αλλά ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Τους έφτιαχναν από μαλακό ζυμάρι και τους έψηναν στο ταντούρ. Το ταντούρ ήταν ένας κύλινδρος, κάπου ένα μέτρο ύψος και ογδόντα εκ. διάμετρος, χτισμένος από τούβλα κι απ’ έξω αλειμμένος με λάσπη. Χαμηλά υπήρχε μια σχάρα, μπροστά μια πόρτα. Πάνω στο στόμιο καθόταν μια στρογγυλή ισομεγέθης λαμαρίνα χοντρή (σατς), ελαφρά κυρτή στη μέση της. Έπαιρνε η νοικοκυρά μια χούφτα ζυμάρι, το δούλευε με τα δάχτυλά της να γίνει μια μπάλα. Το έπλαθε στρογγυλό σ’ ένα μέγεθος με 15 εκ. περίπου διάμετρο και 1-2 εκ. πάχος. Μ’ αυτόν τον τρόπο ετοίμαζε καμιά δεκαριά. Για το ψήσιμο έβαζε ένα μπαζλαμά ακριβώς μπροστά της και κοντά στην περιφέρεια του σατς. Μ’ ένα μακρύ και κομψό ξύλινο φτυαράκι άρχιζε σιγά σιγά να το μετακινεί προς τα δεξιά γύρω απ’ το σάτσι. Όταν ο μπαζλαμάς έκαμνε τον γύρο κι έφτανε ακριβώς μπροστά της, τον γυρνούσε απ’ την άλλη μεριά, και όταν με την ίδια διαδρομή έφτανε πάλι μπροστά της, ήταν πια έτοιμος. Έτσι έψηνε όλα τα κομμάτια. Οι πολύ άξιες νοικοκυρές μπορούσαν να ψήνουν 2-3 μπαζλαμάδες μαζί. Για θερμαντικό για το ταντούρ χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ξερές καβαλίνες, που τις έριχναν κάθε τόσο κάτω από το σάτσι. Όταν πια είχαν ψηθεί όλοι, ετοίμαζαν ό,τι μπορούσε να τους συνοδέψει. Απαραίτητα μοσχομυρισμένο αγελαδινό βούτυρο, μέλι, τυρί, παστουρμάς, σουτζούκια, ρετσέλια και φυσικά φρούτα. Έσχιζαν τον μπαζλαμά στα δύο, τον άλειφαν μπόλικο βούτυρο, έστρωναν μέσα ό,τι τους άρεζε απ’ τα παραπάνω, κολλούσαν τα δυο κομμάτια, τον έκαναν ένα ρολό και τον δάγκωναν. Ο μπαζλαμάς τρωγόταν την ώρα της ετοιμασίας του. Ήταν ένα γεύμα που διέφερε απ’ τα συνηθισμένα, περιζήτητο στις γυναικείες συντροφιές.
     Η πιο πολυάσχολη εποχή ήταν του τρύγου. Άλλοι τρυγούσαν μόνοι τους, η οικογένεια όλη, άλλοι με τη βοήθεια φίλων κι ήταν ένα πανηγύρι, κι άλλοι έπαιρναν βοηθούς με πληρωμή. Όλη η διαδικασία ήταν μια ωραία εικόνα, με τα κοφίνια γεμάτα από λογιών-λογιών σταφύλια. Όταν μετέφεραν τα κοφίνια στ’ αμπελόσπιτο τ’ άδειαζαν σε σκάφες και λεγένια κι έκαμναν τη διαλογή ανάλογα με τη χρήση. Κύριος προορισμός τους όμως ήταν το πετμέζι.
     Για το πετμέζι χρειαζόταν η συνεργασία πολλών, τρεις ή τέσσερις οικογένειες προγραμμάτιζαν τη σειρά. Άλλες πατούσαν σε πατητήρια ή μεγάλα λεγένια τα σταφύλια, άλλες στράγγιζαν το μούστο, άλλες παρακολουθούσαν εκείνο που ήδη είχε μπει στη φωτιά.
     Αν ήθελαν γλυκό πετμέζι έριχναν στο βράσιμο ένα ειδικό χώμα, μετά το στράγγιζαν και το ξαναέβραζαν ώσπου να δέσει το πετμέζι και να γίνει σαν το σιρόπι από καλοδεμένο γλυκό. Ένα μέρος του πετμεζιού το έβραζαν με διάφορα φρούτα: ροδάκινα, πεπόνι, δαμάσκηνα, κυδώνια κ.ά., τα γνωστά ρετσέλια. Ιδιαίτερη χαρά ήταν η μέρα που γινόταν οι μουστολαμπάδες με καρύδια κι αμύγδαλα. Τα ρετσέλια τα τρώγανε στο πρωινό και μετά τα γεύματα για επιδόρπιο. Στο αγκυρανό πρωινό ποτέ δεν έμπαινε περισσευμένο φαγητό. Απαραίτητος ήταν ο καφές. Στο τσάι δεν είχαν ιδιαίτερη αδυναμία. Τα χόρτα του βουνού για ρόφημα ή για σαλάτα ήταν τελείως άγνωστα.
     Ας έλθουμε στο υπόλοιπο πετμέζι. Μ’ αυτό έκαμναν και τα περίφημα κιοφτέρια. Δηλαδή έκαμναν μια πηχτή μουσταλευριά, όπως για τις μουστολαμπάδες, και τη χύνανε σ’ άσπρα σεντόνια στον ήλιο. Όταν εξατμιζόταν για καλά, την έκοβαν σε ρόμβους δυο δάχτυλα χοντρούς και τους αράδιαζαν με σησάμι ή καρύδι σε ξύλινα κουτιά. Αυτά σε λίγο έφερναν μια ωραία κρούστα κι ήταν ένα θαυμάσιο κέρασμα που συναγωνιζόταν τις μουστολαμπάδες. Τα χειμωνιάτικα σταφύλια τα τρυγούσαν αργά τον Οχτώβρη και τα κρεμούσαν, για τα Χριστούγεννα, απ’ τα μαδέρια της αποθήκης που είχε κάθε σπίτι.
     Μ’ όλες αυτές τις δουλειές, επιπρόσθετες στην καθημερινή ρουτίνα του νοικοκυριού, θα νόμιζε κανείς πως οι γυναίκες δεν άδειαζαν απ’ τις βαριές δουλειές. Μόνο το ετλίκι (παστουρμάδες, σουτζούκια) βαστούσε 15-20 μέρες. Ωστόσο τις περίσσευε χρόνος και για ξεκούραση και για ψυχαγωγία. Ίσως επειδή δεν προσφερόταν εξωσπιτική ψυχαγωγία, είχαν βρει το μυστικό να μετατρέπουν τη δουλειά σε ψυχαγωγία. Τη μέρα της πλύσης π.χ. που κάποια ώρα πετιόταν μια γειτόνισσα να δει μήπως χρειαζόταν η βοήθειά της, να δώσει ένα χέρι στο ξέβγαλμα, στο άπλωμα κτλ., έμπαινε το μπρίκι του καφέ στη χόβολη κάτω απ’ το καζάνι, κυρίως την ώρα που τα ρούχα έβραζαν, που εσήμαινε πως η πλύση κόντευε προς το τέλος της και μπορούσε να γίνει ένα διάλειμμα. Ο καφές αυτός, κάτω απ’ τη σκιά των δένδρων, δίπλα στο τρεχούμενο νερό, με τη συντροφιά της φίλης και την ικανοποίηση και τη χαρά που δίνει κάθε δουλειά όταν γίνεται καλά και κοντεύει να τελειώσει, ήταν μια σωστή ξεκούραση και συγχρόνως ανακούφιση για την παρουσία και τη συμπαράσταση του διπλανού.
     Τ’ απογεύματα όλα τα γυναικόπαιδα αντάμωναν σ’ ένα ύψωμα όπου πήγαιναν για να παρακολουθήσουν τη βραδινή επιστροφή των αντρών με τα φορτωμένα ζώα. Μικρά happenings που άφηναν μεγάλη χαρά! Μετά το βραδινό φαγητό ακολουθούσε κάποια βεγγέρα. Το σινιάλο δινόταν με μια φωτιά που την άναβαν αυτοί που ήταν η σειρά τους. Τροφοδοτούσαν συνέχεια τη φωτιά με ξερά αχινοπόδια, οι άντρες λέγανε για τις δουλειές τους ή έκαμναν υψηλή πολιτική με προγνώσεις και υποθέσεις, λες και μόλις είχαν σηκωθεί απ’ την τράπεζα των μεγάλων δυνάμεων, μ’ ένα κοινό σημείο ομοφωνίας: τον αφανισμό της Τουρκίας και την Ελλάδα μεγάλη δύναμη δίπλα στους Ευρωπαίους. Φυσικά διακόπτονταν κάθε τόσο με εκλεκτά κεράσματα, όχι όμως και ποτά. Οι Αγκυρανοί δεν ήταν, νομίζω, πότες.
     Ο Σεπτέμβρης ήταν ο μήνας της επιστροφής. Έπλεναν τα μαλλιά απ’ τα στρώματα, τις κουρτίνες, τις κουβέρτες, συγύριζαν τα ντουλάπια να τ’ αφήσουν καθαρά για τον επόμενο χρόνο. Κι ώσπου να βάλουν σε τάξη το σπίτι της πόλης, έσφιγγε το κρύο κι ερχόταν η εποχή για το ετλίκι που εσήμαινε και την αρχή του χειμώνα. Σ’ αυτά τα μέρη νωρίς ερχόταν ο χειμώνας κι αργά έφευγε. (Το ετλίκι περιγράφεται στο βιβλίο μου Η Αμάσεια1).
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Βλ. Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Η Αμάσεια, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 98-106.


(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)