Η κοινωνική ζωή
Επέογλου-Μπακαλάκη Ευδοκία
Εκτύπωση
Συντελεστής αυτής της ευφορίας και της αξιοποίησης του πλούτου ήταν η Αγκυρανή γυναίκα που ήξερε τόσο καλά να κρατά άσβεστη τη θαλπωρή της οικογενειακής εστίας, ώστε στην Άγκυρα, όσο αδιανόητο κι αν φαίνεται γι’ ανατολίτικη πόλη, δεν υπήρχε ούτε ένα καφενείο.
     Οι γυναίκες στην Άγκυρα αποτελούσαν μια αξιοσέβαστη ομάδα από επώνυμα πρόσωπα. Όλες ήταν γνωστές με τα ονόματά τους και πολύ συχνά αναφέρονταν με το πατρικό τους επίθετο έστω κι αν ήταν παντρεμένες: Η Ελβίρα του Αλτιντόπ, η Λίζα Ζουμπούλογλου, κι ας ήταν της πρώτης ο άντρας Ατέσογλου, της δεύτερης Γιαγμούρογλου. Δεν ήταν, όπως σε πολλά άλλα μέρη, το ανώνυμο πλήθος των γυναικών που η αποκλειστική αποστολή τους ήταν πώς να εξυπηρετήσουν τον αφέντη τους, τον άνδρα. Μέσα στο σπίτι σεβαστή στον άνδρα και στα παιδιά της, χαίρονταν μια ανεξαρτησία αδιανόητη για πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας. Απαραίτητη η γνώμη της για όλες τις αποφάσεις, πολλές φορές και ο κύριος ρυθμιστής. Επιβλητική η παρουσία της στην κοινωνία. Ούτε κι ο άνδρας είχε τίποτε το δεσποτικό στη συμπεριφορά του. Ήταν ο απ’ όλους σεβαστός προστάτης της οικογένειας.
     Καθώς ζούσε σε μια οικονομική άνεση, την Αγκυρανή δεν την απασχολούσαν βιοποριστικές δουλειές. Το βασίλειό της ήταν το σπίτι της, όπου ήταν κι αρχόντισσα και δουλεύτρια. Όλη της η έγνοια ήταν πώς να κρατήσει ένα άψογο σπιτικό και ν’ ανταποκρίνεται στις κοινωνικές υποχρεώσεις της. Η έγνοια αυτή την κρατούσε συνέχεια στη δουλειά, μ’ άγρυπνα μάτια για ό,τι γινόταν γύρω της, μην τυχόν και μείνει έξω απ’ τον συναγωνισμό. Έτσι η μέρα της ήταν φορτωμένη με δουλειές και φροντίδες σπιτικές.
     Η μέρα άρχιζε με το «καϊφέ αλτί», το breakfast, ας πούμε. Μα το καϊφέ αλτί αυτό ήταν ολόκληρο γεύμα. Το αγελαδινό βούτυρο, το καϊμάκι, το μέλι, τα κουλουράκια και κανένα τηγανητό σουτζούκι (λουκάνικο) ήταν εκ των ουκ άνευ. Το μεσημέρι οι άντρες τρώγανε πρόχειρα στο μαγαζί, ενώ το βράδυ, σχετικά νωρίς, μια και δεν υπήρχαν καφενεία, τους περίμενε ένα πλούσιο δείπνο. Έτσι που τρώγανε το χειμώνα νωρίς, η μέρα τελείωνε με καμιά ωραία βεγγέρα. Εκεί που τρώγαν αποφάσιζαν να παν στου τάδε. Πολλές φορές περνούσαν κι από άλλους φίλους και τους ξεσήκωναν κι εκείνους. Οι φίλοι που δεν τους περίμεναν άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες και τις αγκαλιές τους, άσχετα αν δεν προγραμμάτιζαν εκείνο το βράδυ να καθίσουν αργά. Οι ώρες περνούσαν με το κουβεντολόγι, τα χαρτιά κι άλλα καθιστικά παιχνίδια και τ’ ατέλειωτα κεράσματα, κάτω απ’ το αυστηρό βλέμμα και την παρακολούθηση της νοικοκυράς, μη τυχόν και γίνει καμιά παρατυπία. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα περνούσε απ’ το δρόμο ο χαλβατζής με τα «μαλλιά της γριάς». Αν στην παρέα υπήρχε κάποιος –πάντα άντρας– που ήξερε να τον φτιάχνει, γιατί ήθελε ιδιαίτερη τέχνη, τον έφτιαχνε επί τόπου, παρέα με τους άλλους. Μετά καλούσαν τον νυχτοφύλακα, που περνούσε κείνη την ώρα, κι αφού ζεσταινόταν και κερνιόταν κι αυτός, τους συνόδευε πίσω στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια και τα κρύσταλλα που κρέμονταν απειλητικά απ’ τις στέγες.
     Φαίνεται πως εκείνο που αποτελούσε μεγάλο κοσμικό γεγονός ήταν οι μεγάλες βεγγέρες, οι επίσημες, οι προειδοποιημένες. Οπότε κι οι προετοιμασίες ήταν ανάλογες κι ο κόσμος διαλεγμένος. Σ’ αυτές εκτός απ’ τους μεγάλους, φρόντιζαν να είναι ισάριθμοι παρόντες νέοι και νέες για ν’ αποτελούν ζευγάρια στους χορούς, κι άλλοι νέοι και νέες που ήταν προορισμένοι για τα κεράσματα. Απ’ τους πρώτους καλεσμένους, ο δημοφιλέστατος τσαλκητζής Αλέξης, και μην εκπλαγείτε, ο σ’ όλους αγαπητός παπα-Γιάννης, ο οποίος με την ίδια χάρη που του Ευαγγελισμού από σπίτι σε σπίτι μοίραζε από ένα κρίνο σε κάθε νιόνυφη, με την ίδια χάρη ξεφάντωνε στο χορό σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις.
     Έτσι που αγαπούσαν οι Αγκυρανοί το διαμάντι, το μπριγιάν και τα μαργαριτάρια –φλουριά δεν φορούσαν ποτέ– λαμποκοπούσε η αίθουσα απ’ τα κοσμήματα των μεσήλικων γυναικών, ενώ οι νέοι κι οι νέες συναγωνίζονταν σ’ ομορφιά και χάρη.
     Κάποια προσμονή, κάποιος εκνευρισμός ήταν διάχυτος, ώσπου να τελειώσουν τα πρώτα κεράσματα, να ζεσταθεί η ατμόσφαιρα και να χτυπήσει ο Αλέξης το δοξάρι του για τον πρώτο χορό. Με την πρώτη δοξαριά τα πόδια άρχιζαν να κινούνται στο χρόνο του χορού, τα μάτια των κοριτσιών λαμποκοπούσαν, οι καρδιές χτυπούσαν, αν ο καβαλιέρος που θα τις ζητούσε να χορέψουν θα ’ταν αυτός που τον ήθελαν ή και τον ονειρεύονταν για άντρα τους.
     Οι χοροί που χορεύονταν ήταν καδρίλιες, λανσιέδες, μαζούρκα και φυσικά το βαλς. Η πόλκα θεωρούνταν παρακατιανή. Τους χορούς τούς διεύθυνε ο Γιάννης Σισμάνογλου, λεπτός, ψηλός, σβέλτος μ’ ωραίες κινήσεις. Τα παραγγέλματα ήταν πάντα στα γαλλικά. Μόλις ο διευθύνων τις καδρίλιες φώναζε «engagez votre dames», στήνονταν στη μέση τα ζευγάρια. Ακολουθούσε το «avancez à gauche à droite, marchez» και επιτέλους το «dancez». Ύστερα από λίγα λεπτά όμως ακολουθούσε το «changez les dames», οπότε όσοι είχαν βολευτεί απογοητεύονταν κι όσοι περίμεναν καλύτερη τύχη έτριβαν τα χέρια τους. Οι κυράδες κάποιας ηλικίας που δεν χόρευαν, παρακολουθούσαν μ’ ορθάνοιχτα μάτια, ποιος ποιαν γλυκοκοιτάζει, ποια για ποιον θα ήταν καλή νύφη. Αργά μετά τα μεσάνυχτα τρώγαν και τον πατροπαράδοτο χαλβά κι ο νυχτοφύλακας τους μοίραζε πάλι στα σπίτια τους.
     Η επιστροφή με τα πολλά χιόνια ήταν άλλο γλέντι. Με τ’ αμυδρό φως του φαναριού που συνήθως το κρατούσε ένας μικρός που πήγαινε μπροστά κι έφεγγε μόνο τον εαυτό του, άλλος γλιστρούσε, άλλος έπεφτε σε καμιά λακούβα, άλλος βούλιαζε στα χιόνια, ενώ παντού τα κρύσταλλα κρέμονταν απειλητικά απ’ τις στέγες.
     Όταν τα διηγούνταν η μητέρα μου αυτά τα «περασμένα», στα εβδομήντα της χρόνια, έλαμπαν τα μάτια της και θαρρείς πως ξανάνιωνε όταν σηκωνόταν να μας δείξει τα βήματα της μαζούρκας!
     Έρχονταν όμως κι οι μέρες της δουλειάς με τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Καμιά γωνία δεν έμενε ασυγύριστη, το σπίτι γέμιζε από γλυκά, ενώ οι φωνές των παιδιών αντιλαλούσαν με τα κάλαντα:
 
     Ταντίρ γιανάρ κετέ πισέρ
     ο κετετέν πιζέ τουσέρ.
     Ala Kelendos (άλλοι, kalendas).
 
Δηλαδή:
 
     Καίει το ταντούρι
     ψήνεται ο κετές
     απ’ αυτόν τον κετέ
     έχω κι εγώ μερτικό.
     Ala Kelendos (;)
 
     Μεγάλο γεγονός φαίνεται πως ήταν κι ο γάμος. Οι γιορτές του άρχιζαν με την επίδειξη της προίκας. Ο θεσμός της προίκας σε χρήματα ή χτήματα δεν υπήρχε. Ο καθένας έδινε στην κόρη του από δική του θέληση ό,τι ήθελε.
     Η επίδειξη της προίκας βαστούσε σχεδόν ένα μήνα. Ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να «κάνει» τον καθρέφτη και το σεντούκι με τα σιντέφια. Τη μέρα του γάμου με τη νύφη στη μέση και τους τσαλκητσήδες μπροστά με τον περίφημο Αλέξη, οι καλεσμένοι πήγαιναν εκκλησία. Στην επιστροφή ο κόσμος ξεχυνόταν στις πόρτες και τα παράθυρα κι έριχναν κουφέτα, λουλούδια, γρόσια στη νύφη. Έριχναν κι ένα μεγάλο μεταξωτό μαντίλι γεμάτο κουφέτα. Ο πιο σβέλτος το άρπαζε και το έβαζε στο καλάθι της νύφης. Τη μέρα του γάμου το νυφικό το φορούσε στη νύφη ο πατέρας της και το βράδυ της το έβγαζε ο άντρας της.
     Εδώ υπάρχει κι ένα ωραίο ανέκδοτο. Συνήθεια ήταν το βράδυ του γάμου η νύφη να περιμένει, έξω απ’ το νυφικό δωμάτιο, να βγει ο γαμπρός απ’ το δωμάτιο και να την οδηγήσει στην παστάδα. Όταν παντρεύτηκε ένας απ’ τους Καρασούληδες, βαρέθηκε πια η νύφη να περιμένει κι άρχισε να ξεροβήχει. Οπότε ο γαμπρός μέσα απ’ το δωμάτιο φώναξε: «Περνώ και τους δικούς σου λογαριασμούς!»
     Ο χειμώνας με τις μικρές μέρες, τις μεγάλες νύχτες και το σκληρό κρύο δεν ήταν για πολλές δουλειές. Με τις σόμπες που μπουμπούνιζαν και το «κιουρσιού» που προσκαλούσε με τη θαλπωρή, η εποχή ήταν κατάλληλη, εκτός απ’ τις βεγγέρες, και για κλειστές συντροφιές για τις γυναίκες –τα μουσαφιρλίκια– ενώ οι μεγάλες και πολλές γιορτές ήταν ευκαιρία για τις γυναίκες να οργανώνουν τις θαυμάσιες εκείνες βεγγέρες. Εδώ πρέπει να εξηγήσω τι είναι το κιουρσιού.
     Αυτό το θερμαντικό μέσο σ’ άλλα μέρη είναι γνωστό ως «ταντούρ». Αλλά το ταντούρ είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Το ταντούρ το στήνανε πρόχειρα, όπως όπως για λίγες ώρες ή μέρες, με καμιά καρέκλα ή κανένα μικρό τραπεζάκι. Ενώ το κιουρσιού της Άγκυρας είναι ένα συστηματικό θερμαντικό μέσο. Μην ξεχνάμε ότι απ’ τον Οχτώβρη ως τον Απρίλη το χιόνι δεν κατέβαινε απ’ τους 30-40 πόντους. Στήνονταν μαζί με τη σόμπα στο μεγάλο καθιστικό. Αποτελούνταν από ένα βαρύ, μεγάλο ορθογώνιο ξύλινο τραπέζι με 2-3 μ. μάκρος κι ανάλογο φάρδος. Στις δυο στενές πλευρές από κάτω είχε ράφια για ξηρούς καρπούς. Τα δωμάτια στις δύο γωνιακές πλευρές είχαν μαχάτια (μεντέμια, ας πούμε) με μαλακούς τσιλτέδες, το χειμώνα σκεπασμένους με παχιά χαλιά και μαξιλάρες συνήθως από βελούδο με σχέδια και χρώματα, γεμισμένες από αφράτο μαλλί.
     Κατά κανόνα το κιουρσιού το στήνανε, προς τη γωνία, όπου οι θέσεις για τις δυο πλευρές ήταν έτοιμες. Στις άλλες δύο έβαζαν καρέκλες. Πάνω απ’ το τραπέζι έριχναν ένα πάπλωμα σεντονιασμένο με άσπρο σεντόνι, που οι άκρες του κρέμονταν αρκετά κάτω απ’ τις πλευρές του τραπεζιού. Από πάνω, για να μη λερώνει το πάπλωμα, έριχναν ένα χοντρό ειδικά υφασμένο κάλυμμα που το λέγαν «παλά». Ο δικός μας ο παλάς, ως εκ θαύματος σώζεται ακόμα και θαυμάζουμε την ομορφιά του. Είναι υφασμένος από πολύ καλό κατσικίσιο μαλλί, το περίφημο τιφτίκι, που λάμπει και γλιστράει σαν μετάξι, σ’ ένα χρώμα σιέλ με φρεζ ρίγες. Οι δύο στενές άκρες του τελειώνουν σ’ ένα θαυμάσιο πλοχμό που κανείς δεν καταλαβαίνει πώς τον έπλεξαν. Πάνω απ’ τον παλά στρώνανε στο τραπέζι ένα μικρό χαλί (σετζατέ). Όλα τα σκεπάσματα, εκτός απ’ το χαλί, έπρεπε να πέφτουν πλούσια στις πλευρές. Το τελευταίο κι απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν ένα χαμηλό μπρούτζινο μαγκάλι με λίγη καλοχωνεμένη φωτιά απ’ τη σόμπα. Έβαζαν το μαγκάλι κάτω απ’ το τραπέζι, κατέβαζαν τα πλαγινά σκεπάσματα κι εκεί μέσα συνέχεια ζούσε μια γλυκιά ζέστη. Στα ράφια έβαζαν όλων των ειδών τους ξηρούς καρπούς, απαραίτητα και καλοκαβουρντισμένο πεπονόσπορο. Αυτόν τον πρόσφεραν ακόμα και στις μεγάλες βεγγέρες. Έτσι όποιος ερχόταν απ’ έξω παγωμένος ή και η νοικοκυρά όταν τελείωνε τις δουλειές της, χωνόταν ίσαμε τη μέση στο κιουρσιού και γλύκαινε το κορμί της.
     Το κιουρσιού λειτουργούσε και σαν ένα σημείο γύρω απ’ το οποίο συγκεντρώνονταν, μέσα σ’ εκείνο το αχανές δωμάτιο, όλη η οικογένεια, ενώ η σόμπα μπουμπούνιζε στην άλλη άκρη. Γύρω απ’ αυτό μαζευόταν η οικογένεια για τα γεύματά της, τα παιδιά για τα διαβάσματα, οι μεγάλοι παίζανε κανένα παιχνίδι ή έκαμναν «υψηλή» πολιτική –σιασέτ– κι οι γυναίκες ασχολούνταν με τα χειροτεχνήματά τους. Κάπου κάπου η γιαγιά ή η μητέρα έβγαζε απ’ τα ράφια του κόσμου τα «κιριντί».
     Το κιουρσιού προσφερόταν επίσης για τις πρωινές ή απογευματινές γυναικείες συντροφιές – για τις επίσημες άνοιγαν την υποδοχή. Καθισμένες γύρω γύρω οι κυρίες Μιμίκα, Σαπφόρα, Λίζα, Σεμέλη, η Σοφή ντουντού, η Αγκήλ ντουντού με το κέντημα ή την κάλτσα περνούσαν ώρες συζητώντας για τα γλυκά και τα φαγητά και το κάθε τι, να δουν αν καμιά άλλη κατέχει κανένα καλύτερο μυστικό. Φυσικά δεν έλειπε η επίκριση και το κουτσομπολιό, προπαντός για καμιά άπρεπη συμπεριφορά που την χαρακτήριζαν ως αγήπ (ντροπή). Και ντροπή ήταν το κάθε τι που ήταν απαράδεχτο απ’ τους πολλούς. Αυτή επέβαλλε και τους τρόπους της περιποίησης των μουσαφιραίων.
     Τα βασικά κεράσματα ήταν απαραίτητα εκλεκτά γλυκά του κουταλιού. Ακολουθούσαν το κυδωνόπαστο, οι κουραμπιέδες, ο αγκυρανός κετές. Στο τέλος καφές με κουλουράκια. Αυτόν τον καφέ, όταν όλη η περιποίηση ήταν άψογη, οι αρμενοκαθολικές τον περιέγραφαν λέγοντας: «Μετά απ’ αυτά ήρθε ο καφές. Μα τι καφές! Γύρω γύρω αφρός, στη μέση μια τρύπα και στην τρύπα μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα να χορεύει!». Με την δεκαπεντάχρονη αναφέρονταν σ’ αυτή που κερνούσε, κι άξιζε ο έπαινος γιατί το κέρασμα κάθε άλλο παρά εύκολη δουλειά ήταν. Αν υπήρχε ελεύθερη κοπέλα στην οικογένεια, δικό της καθήκον ήταν το κέρασμα.
     Σ’ ένα μεγάλο, βαρύ ασημένιο δίσκο με δυο λαβές, σκεπασμένο μ’ ένα δισκόπανο, έργο τέχνης, τοποθετούνταν στην πρώτη σειρά τα ποτηράκια με το σπιτικό λικέρ. Στο κέντρο του δίσκου, τουλάχιστον δυο κρυστάλλινα βάζα με δυο λογιών γλυκά. Δεξιά κι αριστερά από μία ασημένια κουταλοθήκη, ψηλή σαν ανθοδοχείο ή ρηχή σαν μπολ. Στη δεξιά έβαζαν τα καθαρά κουταλάκια, πάντα ασημένια, και στην αριστερή τα λερωμένα. Πίσω πίσω αράδιαζαν ισάριθμα με τους μουσαφιραίους, πάντα κρυστάλλινα ποτήρια με νερό. Μ’ όλα αυτά ο δίσκος καταντούσε σχεδόν ασήκωτος. Η αξία του κεράσματος, δεν ήταν στο τι προσφερόταν, αλλά πόσο περιποιημένα ήταν τα τραταμέντα, πόσο καλόγουστα ήταν τοποθετημένα στο δίσκο, και στις φιλοσοφημένες φιλοφρονήσεις που αντάλλαζαν. Η εκτίμηση ήταν: «Όλα άστραφταν». Πάνω απ’ όλα όμως έπρεπε ν’ αστράφτει η κοπέλα που τα πρόσφερε. Μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο έπρεπε καμαρωτή να φορτωθεί όλο αυτό το βάρος και μ’ αυστηρό πρωτόκολλο ηλικίας να προχωρήσει προς την πιο ηλικιωμένη, να σκύψει λίγο και να προσφέρει πρώτα το λικέρ και να κάνει ένα βήμα πίσω για ν’ ανοίξει ο χώρος. Η μουσαφίρισσα, πριν το πιει, σήκωνε λίγο το ποτηράκι κι άρχιζε ένα ατέλειωτο ευχολόγιο και υμνολόγιο για όλα τα μέλη της οικογένειας, για μικρούς και μεγάλους, για τους άντρες και τις γυναίκες και τελευταία για τα παλικάρια και τις κοπελιές. Αρχή και τέλος των ευχών ήταν για τους γονείς της οικογένειας: «Μαζί να γεράσετε». Όλο αυτό το διάστημα η κοπέλα ήταν υποχρεωμένη να στέκεται στητή και με χαμόγελο ν’ ακούει τις ευχές. Μετά προχωρούσε σ’ εκείνη που κατά την ηλικία είχε σειρά. Κι αυτή με τη σειρά της ευχόταν κι υμνούσε τους νοικοκυραίους, αλλά δεν επαναλάμβανε τίποτε απ’ όσα είχε ευχηθεί η προηγούμενη. Αυτές οι ευχές ήταν σαν αυτοσχέδια έξυπνα στιχάκια της στιγμής. Τελευταία κερνιόταν η νοικοκυρά η οποία ανταπέδιδε τις ευχές.
     Όλη η ώρα του κεράσματος ήταν μια απ’ τις πολλές δοκιμασίες για τις κοπέλες αλλά την χαλάλιζαν προκειμένου ν’ αγρευθεί ο γαμπρός. Γιατί ανάμεσα στις μουσαφίρισσες όλο και θα υπήρχε καμιά υποψήφια πεθερά. (Τα της προξενιάς περιγράφονται στο βιβλίο μου Η Αμάσεια1).
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
 
1. Βλ. Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Η Αμάσεια, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 89-91.


(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)