Τα προμηνύματα του κακού
Επέογλου-Μπακαλάκη Ευδοκία
Εκτύπωση
Ώς τα 1916 δεν κλονίστηκε σοβαρά η ζωή των Ελλήνων της Άγκυρας. Βέβαια προηγήθηκε ο διωγμός των Αρμενίων, που τάραξε τους Έλληνες, αλλά όσο να ’ναι ξένος πόνος ήταν. Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν όχι μόνο χωρίς προστριβές, αλλά και με κάποιο αλληλοσεβασμό. Όταν Έλληνες πήγαιναν για δουλειές τους σε τουρκικά χωριά, τους φιλοξενούσαν πλουσιοπάροχα. Γύρω απ’ την Άγκυρα δεν υπήρχαν ελληνικά χωριά εκτός απ’ το Γιαπάνχαμαμ, όπου ζούσαν 50 ελληνικές οικογένειες μ’ ένα σχολειό και μια εκκλησιά και παπά που δεν ήξερε καθόλου ελληνικά. Γενικά η επαρχία της Άγκυρας είχε κάποτε 4 κοινότητες, 11 εκκλησίες, 16 ιερείς, 9 σχολεία, 32 δασκάλους και 1193 μαθητές και μαθήτριες.
     Οι Τούρκοι ακόμη έδειχναν κάποιο σεβασμό και στη θρησκεία των Ελλήνων. Πίστευαν στη θεραπεία τους στ’ όνομα της Παναγίας και του Αγ. Κλήμεντος, πολιούχου της πόλης.
     Κάποιος Έλληνας Καραογλάν είχε γίνει περιζήτητος απ’ τους Τούρκους για τέτοιες θεραπείες. Ο Καραογλάν έπαιρνε μια μάλλινη κλωστή άστριφτη, έκαμνε εννέα κόμπους κι επικαλούμενος την Παναγία και τον Άγ. Κλήμεντα ακουμπούσε τον κάθε κόμπο στο πονούμενο μέρος κι ο πόνος γιατρευόταν. Πίστευαν ότι, επειδή ο Καραογλάν είχε βαπτισθεί στην εκκλησία του Αγ. Κλήμεντος, είχε τη χάρη του Αγίου. Σ’ εποχή κάποιου λιμού ένας Κούρδος πήγε στον Καρασούλη να πουλήσει ένα βυζαντινό νόμισμα, λέγοντάς του ότι όταν τα πρόβατά του αρρωσταίνουν ρίχνει αυτό το χριστιανικό νόμισμα σε νερό και μ’ αυτό το νερό ραντίζει τα πρόβατα κι αυτά γίνονται καλά.
     Σ’ εποχή ξηρασίας οι Έλληνες έκαμναν μια λιτανεία στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου. Στη λιτανεία έτρεχαν κι οι Τούρκοι και μάλιστα με τις ομπρέλες τους. Το ίδιο έκαμναν και στο Χάιμανα, που ήταν ένας λόφος χωρίς εκκλησία του Προφήτη Ηλία, και εκεί οι Αγκυρανοί γιόρταζαν τη μνήμη του Αγίου. Στο πανηγύρι γιόρταζαν κι οι Τούρκοι κι έτρεχαν στις λιτανείες πάλι με τις ομπρέλες τους. Στα παλιά τα χρόνια το Χάιμανα το κατοικούσαν Έλληνες. Σε μια σφαγή που έκαναν οι Τούρκοι έκοψαν τη γλώσσα των παιδιών να μη μιλούν ελληνικά, ενώ αυτά φώναζαν «άι μάνα, άι μάνα». Λέγεται ότι απ’ αυτή την κραυγή ο τόπος ονομάσθηκε Χάιμανα.
     Κάποιος μπέης ταχτικά παρακολουθούσε τη λειτουργία στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, όπου το ευαγγέλιο το διάβαζαν στα τούρκικα. Μέχρι εδώ οι δυο λαοί κουτσά στραβά τα πήγαιναν καλά. Ήρθε όμως και η 29η Αυγούστου του 1916, ημέρα Δευτέρα κι οι χριστιανοί κυκλώθηκαν απ’ τις φλόγες των εστιών τους.


(από το βιβλίο: Ευδοκία Επέογλου-Μπακαλάκη, Αναμνήσεις από τη ζωή στην Άγκυρα, Βάνιας, 1997)