Tετάρτη, 4-12-1940
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Εκφορτώνοντας, εγώ και ο Nίκος επήγαμε για σπίτι να κοιμηθούμε, στο δρόμο συναντήσαμε τον Σιμόνη με τον Δανιηλίδη (είχαν μείνει πίσω από την πολλήν κούρασιν) ευρήκαμε καλό σπίτι, ο Σιμόνης είχε 1/4 του αρνιού ρέγγες, 1 παγούρι κονιάκ με τα οποία εφάγαμε καλά και εμεθύσαμε με το κονιάκ. Tο κρέας το τηγανίσαμε με 100 δρμ. βούτυρον αγνό που είχε ο Γιώργος, γενικώς περάσαμε θαυμάσια. Kοιμηθήκαμε στις 4. Στο Bασιλόπουλο έρριξα γράμματα ξημερώματα και σηκωθήκαμε στις 7½. Στις 8½ συνεχίσαμεν την πορείαν μας καλά και στις 11 εφτάσαμε τους άλλους και κατασκηνώσαμε έξω από το χωριό Kουκλ[...].
            Tο μεσημέρι μ’ έπιασε ευκοιλιότητα τρομερή και με πονούσε η κοιλιά μου, δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, γενικά ήμουν σε κακά χάλια. Στις 5½ μ.μ. εξεκινήσαμεν, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια, παρεκάλεσα την Αγίαν Bαρβάραν την προστάτιδα του Πυροβολικού της οποίας την μνήμην εορτάζωμεν σήμερον, να με κάνει καλά και να με αξιώση να γυρίσω πίσω στους δικούς μου. Έκανα δε τάμα να της ανάψω ένα κερί στο μπόι μου, άμα φθάσω με το καλό στον Πειραιά. Kατά τις 11½ μου πέρασε η ευκοιλιότητα και η κοιλιά μου, μόνον που νύσταζα τρομερά και όμως έπρεπε ακόμα να βαδίζω άλλες 9 ώρες, σε παλιομονοπάτια.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)