Σάββατο, 7-12-1940
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Ψάχνοντας στην 1 τα ξημερώματα με τον Nίκο για σπίτι ευρήκαμε το Σιμόνη με τον Δανιηλίδη, εμπήκαμε στο σπίτι που ήσαν οι τραυματιοφορείς, ευτυχώς που ηύρα τον Θανάση τον Αλεξανδρόπουλον, ο οποίος μας επεριποιήθη. Εγδυθήκαμε και αλλάξαμε και εσώβρακο και εμείναμε με το εσώβρακο για να στεγνώση η κυλόττα. Εφάγαμε ρέγγες, σαρδέλλες και σολωμό και αφού στεγνώσαμε κοιμηθήκαμε, ενώ έξω εξακολουθούσε να βρέχη. Εσηκώθηκα στις 8 το πρωί, συνήντησα δε και το [...] το Pάλλη από τον Πύργο (τραυματιοφορέα) ο οποίος μου έδωσε τσάι ζεστό και 150 δρμ. κεφαλοτύρι όταν έφυγα. Στις 10 πρωί εσυνεχίσαμεν την πορείαν μας, επάνω σε απότομον βουνό, με μικρήν βροχήν. Επεράσαμε το χωριό [...] (τελευταίον χωριό ελληνικό) και κατόπιν κουραστικής πορείας στις 12.35 επεράσαμε τα ελληνικά σύνορα και εμπήκαμε στα Αλβανικά). Bαδίζαμε σε ένα στενό μονοπάτι στην μέση ενός αποτόμου βουνού και κάτω δεξιά μας απλώνετο μία απότομος χαράδρα στην οποίαν είχαν πέσει πολλά μουλάρια, λόγω της αποτόμου του μονοπατιού, επί πλέον δε επειδή από το μονοπάτι επερνούσαν συνεχώς Στρατός και κτήνη, είχε πιάσει λάσπη 30 πόντους. Εβαδίζαμε σιγά σιγά και πολύ προσεκτικά. Εμπρός μου εβάδιζε 1 μουλάρι φορτωμένο, το οποίον γλυστρώντας σε κάποια στιγμή, έπεσε κάτω στην χαράδρα, χωρίς ευτυχώς να παρασύρη και τον ημιονηγόν του. Δύο φορές έπεσα κάτω, από τις πολλές λάσπες, εδώ πραγματικώς ονειροπολούσα το σπιτάκι μου, την γυναικούλα μου, τους γονείς μου και τα αδελφάκια μου. Έτσι όπως ήμουν βρεγμένος και λασπωμένος αν με έβλεπες μητερούλα μου δεν θα με εγνώριζες, τόσο είχα αλλάξει όψη. Ας είναι όμως ας με έχει γερό ο Θεός και όλα περνούν και ξεχνιώνται. Στις 2 εφθάσαμε στο πρώτο Αλβανικό χωριό (ελληνικόν πρώτα) που το κατοικούσαν Έλληνες.
            Η βροχή έπεφτε ραγδαία και εμείς εσυνεχίσαμε την πορείαν μας. Ήμουν κυριολεκτικώς μούσκεμα και έτρεμα σαν το ψάρι. Περπατούσα με πολύ κόπο στα λασπωμένα και απότομα μονοπάτια. Στις 4 εφθάσαμε στο δεύτερον ελληνικό χωριό μέσα στην Αλβανία. Εξακολουθήσαμε την πορείαν μας υπό ραγδαιοτάτην βροχήν. Eίχε πια σκοτεινιάσει και υποφέραμε περισσότερον. Eίχα λασπωθεί όλος. Aυτή η πορεία ήτο η πιο μαρτυρική. Στις 7½ μ.μ. επί τέλους φθάσαμε στο χωρίο Πολίτσανη. Eυρήκαμε ένα δωματιάκι και ανάψαμε μεγάλη φωτιά, για να στεγνώσουμε, εγώ και ο Nίκος είμεθα με το εσώβρακο. Tα μάτια μου από την πολλήν κάπνα είχαν πρησθεί και συνεχώς έτρεχαν δάκρυα. Αφού στεγνώσαμε λίγο κοιμηθήκαμε κατάχαμα.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)