Σάββατον, 14-12-1940
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Tρόμαξα να ξημερωθώ από το κρύο, όλα έχουν κοκκαλώσει, το αντίσκηνο, τα άρβυλα. [...]. Υπέφερα πολύ διά να βάλω τα άρβυλα [...].
            Γύρω μας στο μέτωπο της Kλεισούρας η μάχη μαίνεται. Ήλθε η στιγμή να πάμε και μεις στο μέτωπο. Ξεκινήσαμε διά να πάμε τα πυροβόλα κατά τις 5 μ.μ. βαδίζοντας και με προφύλαξι μέσα σε απότομες ανηφοριές που έκαναν τα μουλάρια να πέφτουν συχνά κάτω, φτάσαμε στις 9 το βράδυ στον τόπο βολής, εκφορτώσαμε κατάκοποι. Mου είχαν πιασθεί τα πόδια μου και δεν εμπορούσα να βαδίζω. Oι κάλτσες που αγόρασα ήσαν πολύ χονδρές και άγριες και μου πλήγωναν τα πόδια και έτσι δεν θα τις φορέσω. Mόλις εκφορτώσαμε μία διαταγή μας έκανε να φύγουμε αμέσως, από τις 9½ έως τις 12 μ.μ. βαδίσαμε στα σκοτεινά ανεβαίνοντας ένα απότομο χιονισμένο βουνό της Kλεισούρας όπου είχαν οχυρωθεί οι Ιταλοί καλά. Επειδή δεν μπορούσαν να βαδίσουν τα μουλάρια, εμείναμε σ’ ένα τελείως ακατάλληλο μέρος διά να μη διακρινόμεθα από τους Ιταλούς.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)