Παρασκευή, 10-1-1941
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Bρέχει από την νύκτα, το [...] είναι γεμάτο λάσπες. Tο μεσημέρι άξαφνα ήλθε Διαταγή να φύγωμεν διά το μέτωπο. Εφορτώσαμεν τάχιστα και εκκινήσαμεν. Ο Nιόνιος με εφοδίασεν με κουραμάνα, σύκα, σταφίδες και άλλα. Tο μονοπάτι ήτο γεμάτο λάσπη, τα κτήνη κάθε τόσο έπεφταν, και εβουτούσαμεν οι πυροβοληταί να τα συκώνουμε και να φορτώνωμεν. Ένα μουλάρι έπεσεν σε μια χαράδρα βάθους 30 μέτρων έσπαγαν τα κιβώτια πυροβολικών και [...], τρομάξαμεν να τα μαζέψουμεν μέσα στο ποταμάκι που έτρεχεν. Eίχα βουτήξει έως τον αστράγαλον στη λάσπη και η βροχή μού είχε κάνει μούσκεμα την χλαίνην και την κοιλότα, το δράμα όμως ήτο όταν κατά την 7 το βράδυ εφθάσαμεν σε ένα μονοπάτι ανυφορικό όπου ήτο σε απόστασι 500-600 μ. βούρκος έως το γόνατο, δεν έβλεπα και υπέφερα πολύ, πατούσα και εχωνόμουν έως το γόνατο και ετρόμαζα να ξεκολήσω. Πρώτη φορά απελπίσθηκα ότι δεν θα γυρίσω πίσω και επικαλέσθην τον θάνατο, οι περικνημίδες, οι κάλτσες (φορούσα δύο ζεύγη) και κάτω κάτω στην χλαίνη ήμουν γεμάτος βούρκο. Εσωτερικώς δε ήμουν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Επί τέλους μετά πολλούς μόχθους και κόπους εφθάσαμε στο μέτωπο. Εκεί υπήρχε μια καλύβα με πυρ(ομαχι)κά πολ/λων που είχαν φτειάσει οι Ιταλοί. Mέσα σε αυτήν εμείναμεν 8 άνδρες, αλλά για κακή μας τύχη και αυτή έσταζε σε όλες τις μεριές διότι ήτο φτειαγμένη με κλαριά δένδρων. Έβγαλα τα λασπωμένα ρούχα και τρόμαξα κάπως να τα ξελασπώσω. Αχ τι μαρτύριο ήναι ο πόλεμος με τις καταραμένες κακουχίες του. Άτιμοι Ιταλοί με αυτά τα βάσανα, το μίσος εναντίον σας περισσότερο αυξάνει, και δεν θα ησυχάσωμεν αν δεν σας πετάξωμεν στην θάλασσα.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)