Πέμπτη, 13-2-1941
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Όλην νύκτα χωρίς να κλείσουμεν μάτι κουβαλούσαμε με τα χέρια τις οβίδες, είχα πολύ κουρασθή και ο ιδρώτας είχε περάσει έξω από το χιτώνιον, κανείς όμως δεν παρεπονέθη, αλλά αντιθέτως όμως όλοι είμεθα χαρούμενοι διότι θα γλυτώναμε από αυτούς. Στις 3½ το πρωί όλα ήσαν έτοιμα, το κανόνι σκοπευμένο και οι οβίδες οπλισμένες πλην όμως κατά τις 4 το πρωί μας ειδοποίησαν ότι η επίθεσις ανεβλήθη. Σε όλους μας πολύ εκόστισεν αυτό και όλοι ελυπήθημεν αλλά τί να γίνη; κάτι το εξαιρετικόν θα υπήρχε. Εκοιμήθηκα στις 7½, μεταφέραμεν πάλιν το κανόνι στην πρώτην του θέσιν και τις οβίδες τις αφοπλίσαμεν.
       Tο απόγευμα όλος απροόπτως αρχίνησε καταιγισμός πυρός από το βαρύ Ιταλικό πυρ/κό μέσα στο χωριό, έτρεξα αμέσως στο χαράκωμα με τον ουλαμαγό μου και προφυλαχθήκαμε θα έρριξαν έως 150 οβίδες μεγάλου διαμετρήματος ευτυχώς όμως χωρίς να πάθη τίποτα κανείς από εμάς.
     Mας έβαλον με 3 κανόνια τα δύο εμπρός και το τρίτο πίσω, εκέντησαν οι αφιλότιμοι πραγματικώς το δρόμο και την χαράδρα, επίσης έρριξαν πολλές εις το καλύβι που εμέναμε πρώτα. Kατά τις 6 έπαυσε ο βομβαρδισμός και επήγαμε πάλι στο καλύβι. Έγραψα στο σπίτι.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)