Παρασκευή, 21-2-1941
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Εξακολουθεί να βρέχη. Ο Γιώργος επήγε έως την Πέστανη, οι κάτοικοί της την είχον εγκαταλείψει, υπήρχον δε άπειρα πυρ/κά και άλλα υλικά. Tα πτώματα των σκοτωμένων Ιταλών ήταν εδώ και εκεί πεταμένα, ήσαν δε πάρα πολλά. Ανέβηκα σε κάποιο ύψωμα και παρετήρησα το ωραίον θέαμα που ήτο εμπρός μου. Εμπρός μου ήτο τα περίφημα πράσινα χωράφια που έγιναν τόσες φονικές μάχες, πιο κάτω η Πέστανη με τα διόροφα κατάλευκα σπιτάκια της, κτισμένα σε δύο λοφίσκους από κάτω περνούσε καμαρωτός και πλατύς ο πολύς Αώος ποταμός και παράλληλα προς αυτόν ήτο ο δημόσιος δρόμος, που τον κύταζα πολύ ώρα διότι είχα δύο ολόκληρους μήνας όχι μόνον να βαδίσω σε δρόμο, αλλά και να συναντήσω και δρόμον. Ποιο αριστερά ήτο η Ιταλική Σεντέλη (όρος) χιονισμένη και δεξιά η δική μας Tρεπεζίνα που τόσαις και τόσα είχε κάνει το τμήμα Δημοκωστούλα. Πίσω μου δε υψώνετο αγριωπό και καταχιονισμένο το περίφημο Γκολίκ, ενώ απέναντί του ήτο το ξακουστό ύψωμα 1285, το οποίον θα είχε δεχθεί έως 10.000 οβίδες διαφόρων διαμετρημάτων.
            Tο μεσημέρι ενώ έτρωγα με τον Γιώργο ήλθε ο ταχ(υδρό)μος και έλαβα 19 εν όλω γράμματα. Έγραψα αμέσως και έστειλα στο σπίτι δύο γράμματα. Tο βράδυ στις 9 μας ειδοποίησαν να μεταφέρωμεν τα πυροβόλα μας εμπρός στο δρόμο διά να κτυπάμε τα τανκς. Στις 10 εφορτώσαμε τα κανόνια μας και επήραμε και τους γυλιούς μας, έξω ήτο θεοσκότινα και έβρεχε συνάμα, πατούσα στα τυφλά μέσα στα νερά και στην λάσπη, δύο φορές έπεσα κάτω, και τέλος αναγκάσθηκα να πιασθώ από την ουρά του μουλαριού και να βαδίζω. Στις 11½ την νύκτα ενώ εξακολουθήσαμε να προχωρούμεν με δυσκολία, το εχθρικό πυρ/κό αρχίνησε να βάλη πιο κάτω από μας κάνοντας βολήν απαγορεύσεως εις το μονοπάτι, ξαπλωθήκαμε όλοι κάτω χωρίς να πάθωμε ευτυχώς τίποτε και ύστερα από ½ ώρα εξακολουθήσαμε, εν τω μεταξύ η βροχή είχε σταματήσει.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)