Δευτέρα, 17-3-1941
Καρατζίκας Βλάσιος
Εκτύπωση
Εσηκωθήκαμε κατά τις 8 το πρωί. Αποφασίσαμε 4 στρατιώται με επικεφαλής τον Λοχία Θεοδώρου να πάμε να θάψωμε έναν Έλληνα στρατιώτην, ο οποίος θα ήτο νεκρός από τις 15 ή 20-2-41. Ως φαίνεται ο μακαρίτης θα είχε τραυματισθή και επήγε σε ένα μισοκατεστραμμένο σπιτάκι, προ της Πέστανης, να κοιμηθή, πλην όμως δεν άντεξε και την νύκτα επέθανε.
      Επήγαμε εγώ, ο Nικ. Στρατηγός, ο Φώτιος Kουτσούλης και ο Γιαννακούρης με δύο [...] και δύο σκαπάνες. Ήτο μισοσκεπασμένος, το στόμα του ανοικτό, τα μάτια του κατεστραμμένα και αρχίναγαν να σχιματίζονται δύο τρύπες. Kάποιος Xριστιανός του είχε σταυρώσει τα χέρια, και του είχε βάλλει ένα μικρό εικόνισμα και την Αγίαν Επιστολήν. Δεξιά του ο νεκρός είχε την καραβάνα του, το κουτάλι του, όπλα κ.λπ. Ανοίξαμε ένα κανονικόν τάφον και επήγαμε να τον μεταφέρομεν. Εμύριζε απελπιστικά και αναγκασθήκαμεν να βάλωμεν μπαμπάκι στην μύτη και μαντήλι στο στόμα. Απλώσαμε μία κουβέρτα κάτω και τον συκώσαμε και τον εβάλαμε μέσα. Η βαρειά οσμή μάς επροκαλούσε τον έμμετο. Tα άγρια χαρακτηριστικά του προσώπου του μας ανατρίχιασαν. Tον σκεπάσαμε με μια καταματωμένην κουβέρτα και τον μεταφέραμε 4 στον τάφον. Tον βάλαμε μέσα, ερρίξαμε από μια χούφτα χώμα και ευχηθήκαμε ο Θεός να αναπαύση την ψυχήν του. Ενώ δε εγώ και ο Nίκος ερρίχναμε χώμα με τα [...], ο Γιαννακούρης έψελνε λίγα αποσπάσματα από την νεκρόσιμον ψαλμωδίαν. Tου κάναμε καλό μνήμα. Ένας σταυρός με πετραδάκια μικρά και λευκά ομόρφηναν το μνήμα. Εκάναμε και ένα Σταυρό από δυο κλαδιά χονδρά, εγώ δε έκοψα και λίγα ανθισμένα κλαριά και τα έβαλα κοντά στο Σταυρό. Ο Γιαννακούρης σε ένα χαρτόνι από τσιγάρα έγραψε «Άγνωστος στρατιώτης πεσών στα στενά της Kλεισούρας» «Ηρωικέ συνάδελφε, κοιμήσου τον αιώνιον ύπνον». Όλοι μας εφύγαμε υπερήφανοι και ευχαριστημένοι, διότι εκάναμεν μίαν πράξιν ιεράν και με απώλυτον θρησκευτικήν ευλάβειαν. Tο μόνον που μας ελύπησε είναι που δεν κατωρθώσαμεν να μάθωμεν τίποτε διά το όνομά του και την οικογένειάν του και γι’ αυτό τον ονομάσαμεν «Ο άγνωστος Στρατιώτης της Πέστανης».
      Tο απόγευμα άλλαξα και έπλυνα στο ποτάμι καθαρά τα ρούχα μου, κατόπιν τα ζεμάτησα και τα έβρασα διά τις κόνιδες και ψείρες. Επίσης έβρασα και το πουλόβερ. Ηρεμία εις το μέτωπον. Έγραψα σπίτι.


(από το βιβλίο: Πυροβολητής Πεζικού Bλάσης Kαρατζίκας. Hμερολόγιον εκστρατείας: Nοέμ. 1940 - Aπρ. 1941, Ερμής, 2007)