Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά
Η διαφυγή
Δρίτσιος Θωμάς
Εκτύπωση
Τα προπαρασκευαστικά μέτρα του σχεδίου διαφυγής

Τα γυναικόπαιδα, ο άμαχος πληθυσμός των περιοχών, στις οποίες διεξάγονταν τελευταία οι μάχες, είχαν από καιρό, πλέον, και με απόλυτη ασφάλεια τα σύνορα, συναποκομίζοντας κι ένα μικρό μέρος του νοικοκυριού τους. Ήταν παιδιά και νέοι από 8-15 χρονών. Ήταν γονείς των ανταρτών, γέροι και γριές. Είχαν δώσει τους λεβέντες και τις λεβέντισσές τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Μοίρασαν το ψωμί τους μαζί μας. Άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο ένιωθαν «δεμένοι» με τον αγώνα και γι’ αυτό, στην προσέγγιση του κυβερνητικού στρατού, φοβούνταν ενδεχόμενα αντίποινα και, με μισή καρδιά, προτίμησαν να περάσουν στις γειτονικές χώρες.
     – «Για 15 μέρες μόνο», λέγαμε παραπειστικά στους διστακτικούς.
     Και οι 15 ημέρες έμελλε, αλίμονο, να γίνουν και γι’ αυτούς είκοσι και τριάντα χρόνια!...
     Νοσοκομεία. Τα νοσοκομεία του Δημοκρατικού Στρατού στη Βόρεια Ελλάδα –σε μικρή απόσταση από τα σύνορα– που στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, νοσήλευαν μόνο ελαφριά τραυματισμένους και αρρώστους, εκκενώθηκαν έγκαιρα. Οι βαριά τραυματισμένοι, που τα τραύματά τους απαιτούσαν πολύ χρόνο για να επουλωθούν ή επέβαλλαν λεπτές χειρουργικές επεμβάσεις, όπως και οι ακρωτηριασμένοι, προωθούνταν αμέσως στις γειτονικές χώρες.
     Βαρύς οπλισμός-αποθήκες: Ο ελάχιστος βαρύς οπλισμός που διέθετε ο Δ.Σ. –λίγα ορειβατικά κανόνια– αχρηστεύτηκε.
     Ο εφοδιασμός, στοιχειώδης, δεν απαιτούσε μεγάλες αποθήκες. Μεροδούλι-μεροφάι. Τα πυρομαχικά μοιράστηκαν στα τμήματα όπως και τα λιγοστά τρόφιμα και ο ιματισμός. Ό,τι απόμεινε, ελάχιστα, καταστράφηκαν κι αυτά.
     Μιλώντας για το σχέδιο διαφυγής πρέπει να το δούμε σε συνάρτηση και με το οδυνηρό θέμα, που λέγεται «Τιτικό».
     Είναι γνωστή η ιδεολογική διένεξη Τίτο-Στάλιν, η αισχρή συνεισφορά της ηγεσίας Ζαχαριάδη στην κατασυκοφάντηση της λαϊκής Γιουγκοσλαβίας με το ενσυνείδητο εκείνο ψέμα για «πισώπλατο χτύπημα του Δημοκρατικού Στρατού από Γιουγκοσλαβικά συνοριακά τμήματα».
     Διένεξη ιδεολογική και κατασυκοφάντηση οδήγησαν στην εκτράχυνση των σχέσεων του ελληνικού κινήματος με τη γειτονική Γιουγκοσλαβία, στην εξασθένηση της δραστηριότητας του Δημοκρατικού Στρατού στον γειτονικό προς τη Γιουγκοσλαβία ελληνικό χώρο και, στον προσανατολισμό της διαφυγής, προς κάθε άλλη κατεύθυνση εκτός της «χώρας του Τίτο».
     Είναι απροσμέτρητα τα πρόσθετα προβλήματα, οι δυσκολίες και ταλαιπωρίες που ανέκυψαν απ’ αυτό. Έτσι σαν συνέπεια της ωμής ανάμιξης του ΚΚΣΕ στα εσωτερικά μιας άλλης σοσιαλιστικής χώρας και της τυφλής συμμόρφωσης της δογματικής ελληνικής ηγεσίας προς τα κελεύσματα του Στάλιν, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού στερήθηκαν όχι μόνο ένα ακόμα φιλικό χώρο διαφυγής αλλά και τους ευνοϊκότερους και ασφαλέστερους όρους για την παραπέρα μεταφορά κι εγκατάστασή τους στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες.
 
Αλλ’ ας έρθουμε στα σημεία διαφυγής.
     Στις παραμονές της ήττας και της υποχώρησης ο κύριος όγκος του Δημοκρατικού Στρατού είχε συγκεντρωθεί και δρούσε στο Γράμμο. Όχι μόνο η προοπτική και η προετοιμασία της διαφυγής αλλά και η στρατηγική επιδίωξη της ηγεσίας του Δ.Σ. (κατάληψη πόλεων, κατάληψη κι εγκατάσταση στην Ήπειρο, Μακεδονία κ.λπ.) είχαν υπαγορεύσει τη συγκέντρωση αυτή των δυνάμεων, που δρούσαν σε άλλα διαμερίσματα της χώρας. Έτσι στ’ αρχικά τμήματα που μάχονταν απ’ την αρχή στο Γράμμο-Βίτσι, προστέθηκαν και σημαντικές δυνάμεις που αφαιρέθηκαν από τη Ρούμελη, τη Θεσσαλία, την Κεντρική Μακεδονία, ακόμα ακόμα και από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
     Οι επιθετικές επιχειρήσεις του καλά εφοδιασμένου τώρα κυβερνητικού στρατού στο Γράμμο οδηγούσαν στο όλο και ασφυκτικότερο στένεμα του μετώπου. Η απουσία κάθε άλλης αξιόλογης δραστηριότητας του Δημοκρατικού Στρατού σε άλλους χώρους διευκόλυνε τον αντίπαλο να ρίξει, στο αποφασιστικό αυτό μέτωπο, πολύ υπέρτερες δυνάμεις και μέσα, με επακόλουθο το διαδοχικό στρίμωγμα και την απώθηση των ανταρτών προς τ’ Αλβανικά σύνορα.
     Κοντά, κολλητά σχεδόν, προς τα Βουλγαρικά σύνορα, ήταν πια συμπτυγμένα και τα τμήματα του Δ.Σ. που, ώς τότε, δρούσαν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Το πέρασμα των τμημάτων αυτών στη Βουλγαρία έγινε χωρίς στρατιωτική πίεση, από γνωστές προσφερόμενες διαβάσεις και σ’ εκτέλεση του σχεδίου διαφυγής.
     Όσοι μάχονταν στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, στενεμένοι από την μεγάλη πίεση του αντιπάλου, πέρασαν στη Γιουγκοσλαβία. Αλλά γι’ αυτούς ο Ζαχαριάδης θα προτιμούσε να εξοντωθούν ώς τον τελευταίο, παρά να παραβιάσουν την απαγορευτική εντολή του και να ζητήσουν καταφύγιο στον… «προδότη Τίτο!...».
     Τα ολιγάριθμα τμήματα του Δ.Σ. που, μ’ εντολή της ηγεσίας Ζαχαριάδη, είχαν παραμείνει στη Ρούμελη, στη Θεσσαλία και σ’ άλλα σημεία της χώρας, γίναν η εύκολη λεία του κυβερνητικού στρατού, των ενόπλων παρακρατικών οργανώσεων: κυνηγημένοι από παντού, χωρίς δυνατότητα να πάρουν μια ανάσα, πεινασμένοι, εξαντλημένοι, σέρνοντας μαζί τους και τραυματίες, μ’ ελάχιστα πυρομαχικά, μπλέκονταν νύχτα-μέρα σε μάχες, έσπαζαν τους κλοιούς για να βρεθούν εγκλωβισμένοι πάλι, πέφτανε σ’ αλλεπάλληλες ενέδρες. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, πιάστηκαν αιχμάλωτοι ή παραδόθηκαν. Πολύ λίγοι, ύστερα από ανείπωτες ταλαιπωρίες και περιπέτειες, με οδηγό την πυξίδα, πλησίασαν τα βόρεια σύνορα και μετά από βδομάδες και μήνες, μπόρεσαν, σωματικά ράκη, να περάσουν στις λαϊκές δημοκρατίες.

(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)