Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά
Η μεταφορά
Δρίτσιος Θωμάς
Εκτύπωση
Προς Γιβραλτάρ

Δεν ξέραμε τίποτα στα σίγουρα κι όμως το ’χαμε δεμένο κόμπο πως προοριζόμαστε για τη Σοβιετική Ένωση. Αυτό μας καλοάρεζε –αυτό πιστεύαμε. Κι αν περνούσε και καμιά άλλη σκέψη απ’ το μυαλό, αυτή οδηγούσε πάλι στον ευχάριστο συλλογισμό: και να μας προορίζουν για κάπου αλλού, λέγαμε, αυτό θα γίνει μόνο αφού πάμε πρώτα στην πατρίδα του Λένιν και του Στάλιν. Θα πατήσουμε, θα φιλήσουμε πρώτα τα άγια χώματά της και από εκεί πάμε, ύστερα, όπου μας στείλουνε…
     Και με υποθέσεις και με υπολογισμούς βαλθήκαμε να μαντέψουμε για πού τραβάμε. Από τον «επικεφαλής» δεν θα’ βγαινε τίποτε. Θυμηθήκαμε τον ναυτεργάτη. Όλη τη μέρα κάτω στο αμπάρι κολλούσαμε στην παρέα του. Ναυτικοί και οι άλλοι. Κάτι παραπάνω σκαμπάζανε αυτοί από μας τους «τζόρηδες». Και από γεωγραφία και από θαλασσινά ταξίδια. Ύστερα από το καυγαδάκι με τον ταγματάρχη το ’χαν βάλει πείσμα κι αυτοί να μυριστούν την κατεύθυνση του πλοίου.
     Όταν ο Ζαχαριάδης είχε εκπέμψει το «Όλοι στ’ άρματα!» «Όλα για τη νίκη», τους ναυτεργάτες αυτούς τους είχε ξεσηκώσει στο εξωτερικό το ΚΚΕ. «Πιστοί στη φωνή του κόμματος» άφησαν και δουλειές στα καράβια και οικογένειες στην Ελλάδα και λίγοι-λίγοι από πόρτο σε πόρτο και από χώρα σε χώρα έφτασαν στο βουνό, σμίξαν μαζί μας, πολέμησαν καλά και σώθηκαν όσοι σώθηκαν.
     Πυξίδα μας, λοιπόν, οι ναυτεργάτες.
     Υπολόγισαν πόσα μερόνυχτα βρισκόμαστε σε θάλασσα, βρήκαν πόσα μίλια την ώρα κόβει το καράβι, τα ’βαζαν πάνω στο νοερό ναυτικό χάρτη και πάσχιζαν να προσδιορίσουν σε ποιο τμήμα της Μεσογείου θα βρισκόμαστε το βράδυ, όταν ανεβούμε στο κατάστρωμα.
     Στο άνοιγμα του αμπαριού το φως της ημέρας σμούχρανε.
     Κι όταν νύχτωσε για καλά, και αναμέρισε ο σκοπός απ’ τη σκάλα, ανεβήκαμε όλοι στο κατάστρωμα.
     Οι ναυτεργάτες κάναν δυο-τρεις γυροβολιές επιτόπια, αγκάλιασαν τη θάλασσα από όλες τις μεριές, σήκωσαν ύστερα τα μάτια στον καθαρό ουρανό και αποφάνθηκαν ένας-ένας:
     – «Τζίφος σύντροφοι…».
     – «Αντίο στα όνειρα για Ρωσίες…».
     – «Περνάμε τη Σικελία…»
     – «Πλεύση προς Γιβραλτάρ!».
     Στην αρχή δεν μας έκανε να πιστέψουμε τους ναυτεργάτες. Μας άρεσε να μένουμε ακόμα στην αυταπάτη, πως να, διασχίζουμε τώρα ελληνικά νερά, βρισκόμαστε στο Αιγαίο, απ’ τα δεξιά και τ’ αριστερά προσπερνούμε τα άπειρα νησιά του και σε λίγο, κόβοντας βορειοανατολικά, μπαίνουμε στα Δαρδανέλλια, στη Μαύρη θάλασσα και από κει και ύστερα…
     «Χαίρε Μεγάλη Χώρα του Βορρά…».
     Δεν άργησε οι ονειροφαντασίες μας να πάρουνε τέλος.
     Ήταν τις άλλες βραδιές που οι ναυτεργάτες, βυθίζοντας το μάτι στην ατέλειωτη θάλασσα ξεχώριζαν, λέει, κάτι στεριές ή, στα πολύ μακρινά, αδύνατη ανταύγεια φώτων και ανακοινώνανε, ποια χώρα έπρεπε να περνούμε στα δεξιά και ποια έχουμε στα ζερβά μας.
     Και μας μιλούσανε για κάτι χώρες, που πρώτη φορά ακούγαμε το όνομά τους.
     Οι άνθρωποι του πλοίου (που τώρα μάθαμε πια, πως ήτανε Πολωνικό –«Κόσουστσκο» έγραφε στα φουγάρα) κανόνισαν έτσι την ταχύτητα, ώστε το πέρασμα απ’ το στενό του Γιβραλτάρ, να συμπέσει να γίνει βαθιά νύχτα.
     «Αυτοί οι Εγγλέζοι είναι διαβολεμένη ράτσα…»
     Και πού ξέρεις; «Φύλαγε τα ρούχα σου να ’χεις τα μισά…»
     Έτσι κείνη τη νύχτα, για κάμποσες ώρες, «έξοδο» απ’ τ’ αμπάρι δεν είχαμε. Και για περισσότερη σιγουριά, σαν πλησιάζαμε το στενό, σβήσανε τις μικρές λαμπίτσες, που μόλις επιτρέπανε να βλέπουμε τις μύτες μας, και οι δυο-τρεις μπουκαπόρτες, που ώς τότε νύχτα-μέρα ήταν αναμερισμένες για να παίρνουμε λίγο αέρα, τραβήχτηκαν με κρότο πάνω μας και τ’ αμπάρι σκοτείνιασε για καλά.
     Δεχτήκαμε αγόγγυστα το πρόσθετο αυτό μέτρο ασφαλείας. Κάτι παραπάνω: στ’ ολοσκότεινο αμπάρι σταμάτησαν κι οι φωνές και δεν έβλεπες τσιγάρο αναμμένο. Από ένστικτο νιώσαμε την κρισιμότητα της στιγμής, τον κίνδυνο να μας ανακαλύψουν και στην απόλυτη ησυχία ξεχώριζες μόνο τις βαθιές ανάσες των ανταρτών.
     Το κακό δεν κράτησε και πολύ.
     Κάποια στιγμή ανοίχτηκαν πάλι οι μπουκαπόρτες και άναψαν οι μικροί λαμπτήρες. Κι όταν, νύχτα ακόμα, βρεθήκαμε στο κατάστρωμα και παίρναμε τις πρώτες βαθιές εισπνοές, ο μουντός όγκος του Γιβραλτάρ, μόλις ξεχώριζε πίσω μας, το πλοίο διέσχιζε τα νερά του Ατλαντικού και, κατά πώς λέγανε οι ναυτεργάτες, «έχουμε πλώρη για τον Βισκάγια…».
     Δεν ήταν τώρα να μένεις για πολύ στο κατάστρωμα. Ο αγέρας ερχόνταν δυνατός και τσουχτερός, έκανε να σφυρίζουν τα ξάρτια, σήκωνε κύμα και ανάγκαζε το καράβι να γέρνει στα δεξά.

(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)