Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά
Η μεταφορά
Δρίτσιος Θωμάς
Εκτύπωση
Όλο και πιο μακριά απ’ την πατρίδα

Τ’ ατέλειωτα μονότονα εικοσιτετράωρα επέφεραν σιγά-σιγά κλονισμό στα νεύρα. Μέρα στ’ αμπάρι, νύχτα στο κατάστρωμα, μισοσκόταδο κάτω, βαθιά νύχτα επάνω, χωρίς ήλιου αχτίδα, χωρίς δυνατότητα για λίγη κίνηση, παρακούρασαν τον οργανισμό μας. Κάμποσους τους τσάκισε και η ναυτία –τις αντάρτισσες ιδιαίτερα. Στο τέλος βγάζανε τα σωθικά τους. Οι ναυτεργάτες συμβούλευαν ξάπλα και ύπνο, μα το κακό, σε μερικούς, δεν έλεγε να σταματήσει. Κούρασε και η μονοτονία της τροφής: γαλέτα και συμπυκνωμένο γάλα. Δίνανε και σούπα κονσέρβα, που δεν τη σήκωνε το στομάχι και τη χύναμε. Νερό, αποσταγμένο, άνοστο.
     Η κόπωση, τα σπασμένα νεύρα κάνανε δυνατότερη την αίσθηση της μεγάλης απόστασης που διανύσαμε. Και το μεγάλο άγνωστο, στο οποίο οδηγούμασταν έπαιρνε φοβερές διαστάσεις. Σε τέτοιες στιγμές, καθώς νύχτα με τη νύχτα και μέρα με τη μέρα διανύαμε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις, αναμετρούσαμε με ανησυχία πόσο πίσω μας αφήναμε την Ελλάδα και πόσο δύσκολο και απίθανο γινόταν το ταξίδι του γυρισμού…
     Και το «Κόσουστσκο» –γερό σκαρί– προχωρούσε κι όλο προχωρούσε προς βορρά, έχοντας τώρα στα δεξά του την δυτική Ισπανία.
     Και μεις ξεμακραίναμε όλο και περισσότερο… Από την πατρίδα, απ’ ό,τι σημαίνει για όλους μια πατρίδα.
     Πόσες μέρες ταξιδεύουμε;
     Είχαμε χάσει το λογαριασμό.
     Στ’ αμπάρι οι ώρες και οι μέρες κυλούσαν όμοια κι απαράλλαχτα χωρίς ελάχιστο ενδιαφέρον. Οι ιστορίες για τις μάχες και τ’ ανδραγαθήματα είχανε τελειώσει. Εξαντλήθηκαν κι αυτές ακόμα οι ατέλειωτες διηγήσεις και τερατολογίες των ναυτεργατών για φουρτούνες σ’ ωκεανούς και ναυάγια και για πόρτα και για μακρινές εξωτικές χώρες. Οι αντάρτισσες μόνο, ταχτοποιημένες απ’ την πρώτη στιγμή στη μια πλευρά του κύτους παρέες-παρέες, έδειχναν πιο υπομονετικές, σχεδόν γαλήνιες.
     «Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει…» λέγανε φιλοσοφημένα. Και δεν χάναν το κέφι και βελόνιαζαν όλες κάτι στο μισοσκόταδο και δεν σταματούσαν ούτε λεπτό να λένε και να λένε.
     Το πλήρωμα του πλοίου δεν το ’χαμε δει ακόμα μπροστά μας. Πόσοι ήταν; Τι κόψιμο, τι φάτσες είχαν; Τις νύχτες μόνο, στο κουβούκλιο της γέφυρας, διακρίναμε στο σκοτάδι ένα απροσδιόριστο κεφάλι, που φωτίζονταν για μια στιγμή καθώς ρούφαγε το τσιγάρο. Κανέναν άλλον και πουθενά αλλού. Ίσως γιατί εμείς βγαίναμε στο κατάστρωμα τη νύχτα, τότε, δηλαδή που αυτοί κοιμότανε στις στενές κουκέτες τους ή δούλευαν κάτω στο μηχανοστάσιο. Ίσως, πάλι, γιατί είχανε εντολή να μη μας πολυκάνουν παρέα. Μερικοί μάλιστα υποστήριζαν πως το πλοίο, πάλι «για μέτρα ασφαλείας», ήταν επανδρωμένο με λιγοστούς μόνο Πολωνούς –κομμουνιστές και αυτοί– και πως βάλανε δικούς μας έμπιστους ναυτικούς, που «παριστάνουν τους ξένους» για να μη πιάνουμε κουβέντα μαζί τους και τους «πάρουμε το μυστικό…».
     Και ένας άλλος, που θα ’κουσε, φαίνεται, από κανένα Επίτροπό μας στο Μπουρέλι, πως εμείς ήμαστε «το χρυσό απόθεμα του κόμματος» πρόσθεσε, πως το καράβι μας το «συνοδεύουν για λόγους ασφαλείας» αθέατα… υποβρύχια. «Έτσι [και] τολμήσει, λέει, τ’ αμερικάνικο πολεμικό και σταματήσει το «Κόσουστσκο», θα το βουλιάξουν στο άψε-σβήσε οι σοσιαλιστικές τορπίλες…».
     Στην κλεισούρα του αμπαριού, χωρίς καμιά πληροφόρηση, η φαντασία οργιάζει και θα μπορούσε ν’ ακούσεις και τα πιο απίθανα πράγματα…
     Όποιος σκάμπαζε λίγο από χάρτη της Ευρώπης, μπορούσε να μαντέψει πια χωρίς τους «ψεύτες» ναυτεργάτες, την πορεία που θ’ ακολουθούσε το «Κόσουστσκο» και να ξέρει, πως «η πατρίδα των προλεταρίων όλης της γης» είναι τόσο μεγάλη, που λιμάνια της δεν βρίσκονται μόνο στη Μαύρη θάλασσα αλλά και στην μακρινή Ανατολή και στη Δύση κι ολούθε!
     – «Γιατί τ’ αποκλείεις να μας πάνε στο Λένινγκραντ, να βγούμε στην …Κροστάνδη;» – είπε ξαναμμένος από ενθουσιασμό ένας κοντούλης Ελληνορώσος αντάρτης, που στα 1920, οι γονείς του τον έφεραν απ’ το Βακού στη «μητέρα Ελλάδα» και «τρώγεται» τώρα να γυρίσει στον Καύκασο.
     Το ερώτημα έπεσε στο κενό. Κανένα πια δεν συγκινούσε και πολύ η πιθανότητα για Κροστάνδες και Λένινγκραντ. Μοναδικός πόθος να τελειώσει, επί τέλους, το εξουθενωτικό αυτό ταξίδι. Να βρεθούμε στο φως της ημέρας. Να πατήσουμε στεργιά. Να κινηθούμε, να τρέξουμε…

(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)