Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά
Η μεταφορά
Δρίτσιος Θωμάς
Εκτύπωση
Γδύνια!

Η αδημονία να βρεθούμε σε στεργιά γινόταν τώρα ακαταμάχητη. Όχι μόνο γιατί παρατραβούσε το ταξίδι. Δεκέμβρης μήνας τώρα, όσο προχωρούμε στα βορινά οι μέρες κρατούν ελάχιστες ώρες κι οι νύχτες γινόταν ατέλειωτες. Μπορούσε έτσι, βέβαια, να κρατήσει λιγότερο η κλεισούρα στ’ αμπάρι, να μένουμε τις νύχτες περισσότερες ώρες επάνω, στον καθαρό αέρα κι ακόμα, καθώς το πούσι μάς προστάτευε, να βγαίνουμε πιο συχνά και τη μέρα στο κατάστρωμα. Μα και το «πλεονέκτημα» αυτό έμεινε ανεκμετάλλευτο. Το χοντρό, δυνατό κρύο του Δεκέμβρη δεν επιτρέπει να μείνουμε για πολλή ώρα στο κατάστρωμα. Είναι και το «φτηνό» ντύσιμο. Είχαμε δεν είχαμε χλαίνες, πουλόβερ, πανωφόρια. Πολυμεταχειρισμένα, σχισμένα και λιωμένα ανέμιζαν πάνω μας σαν τσαντίλες.
     Ένα πεταχτό λοιπόν ανέβασμα στο κατάστρωμα, μια βιαστική ματιά στις τριγύρω μουντές κι άγνωστες ακτές που παρέπλεε το πλοίο και τρεχάλα, πάλι κάτω στ’ αμπάρι. Αυτό, δεν το ’πιανε από πουθενά ο αγέρας. Και η θερμότητα που ανάδιναν τόσα κορμιά και τόσες ανάσες το κάνανε ζεστό καταφύγιο.
     Όταν το πλοίο παρέκαμπτε τη Δανία κι έστριβε προς τα κάτω, στη Βαλτική, οι ναυτεργάτες βάλθηκαν να μας ενημερώσουν: ποια μέρη περάσαμε –μια και τώρα, και στο κατάστρωμα να μέναμε, δεν θα βλέπαμε τίποτα μες στην πυκνή ομίχλη.
     – «Έχουμε και λέμε λοιπόν… Στα δεξά μας περάσαμε Γαλλία. Αριστερά, τόσο δα κοντά μας η Αγγλία –ο στρατηγός Σκόμπυ ντε… τον ξέρετε… Πάλι δεξιά Βέλγιο, Ολλανδία, λίγο Γερμανία. Ψηλά-ψηλά στ’ αριστερά Νορβηγία, Σουηδία, Φιλανδία. Κι αυτό που αφήνουμε τώρα η Δανία…».
     Τα λέγανε σαν να ’χαν χάρτη μπροστά τους. Και μεις; «Πώς στο διάβολο ξέρουνε τόσα…».
     Μερικοί περίεργοι, τυλιχτήκαμε στις ξεφτισμένες χλαίνες, χώσαμε τα δίκωχα ώς τ’ αυτιά και μ’ ένα ναυτεργάτη, βγήκαμε στο κατάστρωμα. Τα ρούχα μουλιάσανε μονομιάς. Το κρύο πιρούνιασε και τα κόκαλα. Μόλις μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε μες στην ομίχλη κάτι κόκκινα φώτα…
     – «Αεροπλάνα» –εξήγησε ο ναυτεργάτης, «που απογειώνονται και προσγειώνονται συνεχώς στο αεροδρόμιο της Κοπεγχάγης…».
     Στη Βαλτική πέσαμε σε τρικυμία. Και για κείνους που τους έπιανε η θάλασσα ξανάρχισε το μαρτύριο. Ταξιδέψαμε κάμποσο ακόμα. Πλέοντας πάντα «σε διεθνή ύδατα» περάσαμε τ’ ανατολικά τώρα παράλια της Δανίας, ξαναβρήκαμε τις Γερμανικές ακτές και ύστερα από λίγο, ξαφνικά το «μυστικό» λύθηκε…
     Συγκεντρωθήκαμε για λίγο, τουρτουρίζοντας, στο κατάστρωμα. Οι διοικητές μας φρόντισαν να βρίσκονται κοντά στους άντρες τους. Σε μια στιγμή, ένας ταγματάρχης Πολιτικός Επίτροπος ακούγεται ν’ ανακοινώνει:
     – «Συναγωνιστές το ταξίδι μας τελειώνει… Βρισκόμαστε στα χωρικά ύδατα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας… Σε λίγο το καράβι θ’ αγκυροβολήσει στη Γδύνια!...».
     Τζίφος, λοιπόν, και η τελευταία ελπίδα του Ελληνορώσου συναγωνιστή. Ούτε Κροστάνδη ούτε Λένινγκραντ…
     – «Γδύνια!... Γδύνια…».
     Πόσα μερόνυχτα βρισκόμαστε στη θάλασσα;
     Μερικοί λένε δεκατρία. Άλλοι τα βγάζουν δεκατέσσερα κι άλλοι δεκαπέντε. Όσα και να κάναμε, εμείς μια φορά πήραμε όρκο: όσο θα περνά απ’ το χέρι μας, άλλη φορά δεν θα ματακάνουμε τόσο μακρινό, τόσο ξεθεωτικό ταξίδι…

(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)