Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά
Η κατανομή
Δρίτσιος Θωμάς
Εκτύπωση
Σε τι τόπους βρεθήκαμε

Για την Τασκένδη, στο Ουζμπεκιστάν της Σοβιετικής Ένωσης, έγινε στα προηγούμενα λόγος.
     Οι αντάρτες, που κατευθύνθηκαν εκεί, έτσι προσδιόριζαν αργότερα τον τόπο που βρέθηκαν.
     «Πέντε ώρες πίσω απ’ τον ήλιο!...».
     «Πέντε ώρες» πίσω απ’ τον κόσμο. Ανάμεσα σε μωσαϊκό από λαούς και γλώσσες. Στην καρδιά της ερήμου. Με τροπικό κλίμα. Αφόρητη ζέστη τη μέρα. Και ψύχρα τη νύχτα. Ακατανόητη για Ευρωπαίο κουλτούρα. Τα πρόσωπα των γυναικών σκεπασμένα με φερετζέ. Με καλπάκια οι άνδρες, καθισμένοι διπλοπόδι στους τσαϊχανάδες. Τα μονόροφα σπίτια από πληθιά, χτισμένα έτσι ώστε η είσοδος και τα παράθυρα να βλέπουν προς τα μέσα και οι ράχες να ’ναι στραμμένες προς το δρόμο.
     Η Πολωνία με τα πολλά δάση και τις απέραντες πεδιάδες είναι ανυπόφορη με το δυνατό κρύο, που το μετριάζεις χάρη στο άφθονο κάρβουνο που προσφέρουν τα σπλάχνα της.
     Η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Ανατολική Γερμανία μ’ ένα ανεβασμένο κι από παλιότερα πολιτισμό με την κάπως κλειστή ιδιοσυγκρασία των λαών τους.
     Στα χνότα μας και «στα μέτρα μας» η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Ζεστότερες εδώ οι καρδιές. Καθόλου φτιαχτοί τρόποι. Μια γειτονιά. Μια οικογένεια…
     Και παντού, βέβαια, άλλη, άγνωστη γλώσσα. Διαφορετικά ήθη και έθιμα. Υπήρχαν όμως και τα τραγικά κοινά γνωρίσματα των χωρών που μας δέχτηκαν. Άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο ρημαγμένες απ’ τον πόλεμο. Ισοπεδωμένη εντελώς η Βαρσοβία. Ερειπωμένα ακόμα τετράγωνα στην Πράγα. Πεσμένα στο Δούναβη γεφύρια στη Βουδαπέστη. Κατεστραμμένος και λεηλατημένος απ’ τα χιτλερικά λεφούσια ο βιομηχανικός εξοπλισμός. Αποδεκατισμένη η κτηνοτροφία. Άσπαρτα, χέρσα ακόμα πολλά χωράφια. Με το προπολεμικό ρούχο ο πληθυσμός. Και μ’ έκδηλες ακόμα τις αρρυθμίες στην κυκλοφορία των αγαθών, στον εφοδιασμό του πληθυσμού με τρόφιμα. Δελτίο στο ψωμί. Σπανιότατο το κρέας, το λαχανικό, το φρούτο. Πιεστική η έλλειψη στέγης.
     Σε τέτοιες χώρες βρεθήκαμε.
     Αλλ’ οι λαοί τους θα μοιραστούν το ψωμάκι μαζί μας. Θα στριμωχτούν για να βρεθεί τόπος να ξαπλώσουμε. Και μέσα στο δικό τους πένθος και στη δική τους απελπισία θα βρουν τον παρήγορο λόγο ν’ αλαφρώσουν το δικό μας καημό και πόνο. Θα χαμογελάσουν στο απορφανισμένο Ελληνόπουλο με τα σγουρά μαλλιά και τα λαμπερά μαύρα μάτια. Και θα πάρουν νωρίτερα τον άρρωστό τους απ’ το νοσοκομείο για να αδειάσει κρεβάτι για τον τραυματία μας…
     Πώς να ξεχαστεί η τόση θυσία;

(από το βιβλίο: Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, Δωρικός, 1983)