Μαρίνα Ι. Σιναπλόγλου – Το θάρρος που σώζει και η κρυψώνα
Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου Αγαθή
Εκτύπωση
Όταν άρχισε στην Πάφρα, τον Ιούνιο του 1921, η ομαδική εξορία και η εξόντωση των κατοίκων της, η γιαγιά μου, η Μαρίνα, ένα βράδυ είπε στους γονείς μου:
     «Παιδιά μου, παρακάλεσα το Θεό να με πάρει απόψε κοντά του. Μη λυπάσθε για μένα. Ο Θεός μού έδωσε ό,τι επιθυμούσα. Τώρα θέλω να πεθάνω εδώ στον τόπο μου, στο σπίτι μου παρά σε ξένα μέρη. Από σένα, Μαρία, είπε στη μητέρα μου, είμαι πολύ ευχαριστημένη. Ξέρω ότι αγαπάς το Θανάση και πάντα θα φροντίζεις εκείνον και τα παιδιά σας. Εύχομαι να είσθε όλοι ευλογημένοι από το Θεό».
     Εκείνο το βράδυ πήγε να κοιμηθεί και δεν ξαναξύπνησε. Έτσι ήσυχα πέρασε από τη ζωή στο θάνατο.
     Ήταν από τις τελευταίες κηδείες που έγιναν στην Πάφρα σύμφωνα με όλο το τυπικό της ελληνορθόδοξης εκκλησίας.
     Η προσέλευση υπήρξε μεγάλη και όλοι πήγαν σ’ αυτή, για να τιμήσουν τη σεβαστή γυναίκα, που με την ιδιότητα της μαμής, είχε βοηθήσει πολλά παιδιά να έλθουν στη ζωή. Μερικοί πήγαν για να θρηνήσουν μαζί με τους γονείς μου εκείνους που είχαν δολοφονηθεί, άλλοι γι’ αυτούς που είχαν εξορισθεί, αλλά και για τους ίδιους τους εαυτούς τους, αφού διαισθάνονταν το φρικτό τέλος που τους περίμενε.
     Τέλος Ιουνίου του 1921, δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες από το θάνατο της γιαγιάς μου και ο πατέρας μου βαριά άρρωστος από πνευμονία, βρισκόταν στο σπίτι ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
     Κόντευε να τελειώσει η ημέρα, όταν ξαφνικά ακούστηκαν άγριες φωνές, πυροβολισμοί, κλάματα γυναικών και τρομαγμένη η μητέρα μου κοιτάζει έξω από το παράθυρο και βλέπει να έρχεται από το βάθος του δρόμου μια θλιβερή ομάδα ανδρών που είχαν συλλάβει οι Τούρκοι χωροφύλακες, ενώ πολλοί οπλοφόροι χτυπούσαν τις πόρτες των ελληνικών σπιτιών, κι αν δεν τους άνοιγαν, είχαν μαζί τους τσεκούρια με τα οποία τις κομμάτιαζαν, κάνοντές τις γυαλιά-καρφιά.
     Αμέσως τρέχει κοντά στον πατέρα μου:
     – Σήκω αμέσως, Θανάση, να κρυφθείς γρήγορα, του λέει. Έρχονται οι Τούρκοι να σε συλλάβουν.
     – Όχι, είπε ο πατέρας μου. Δεν πάω πουθενά! Όταν έλθουν, θα δουν ότι είμαι άρρωστος και ότι δεν μπορώ να τους ακολουθήσω!
     – Μα τι λες τώρα! Αφού ξέρεις ότι αυτοί δε λογαριάζουν τίποτα. Σήκω, σε παρακαλώ, σε ικετεύω. Τουλάχιστον κατέβα κάτω στην αποθήκη.
     Όμως, μάταια τον παρακαλούσε. Εκείνος δεν άκουγε κανένα.
     Τότε η μητέρα μου πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα έπαιζε τη ζωή της κορώνα γράμματα και ας γινόταν ό,τι ήταν γραφτό. Εξάλλου σκέφθηκε: Πού θα πάω εξορία χωρίς τον άνδρα μου, καλύτερα ας με σκοτώσουν εδώ.
     Είπε λοιπόν στη Σοφία, ένα καλό κορίτσι που είχαν για τις δουλειές του σπιτιού:
     – Άκου, Σοφία, τι θα κάνουμε. Μόλις χτυπήσουν την πόρτα μας, δε θα την ανοίξουμε από επάνω, ως συνήθως, αλλά θα κατεβούμε κάτω. Εσύ δε θα μιλήσεις καθόλου. Αν σε ρωτήσουν κάτι, θα απαντήσεις, δεν ξέρω, δεν είδα. Θα τους αντιμετωπίσω εγώ.
     Τα λεπτά περνούσαν μέσα σε τρομερή αγωνία και υπερένταση, όταν ακούν δυνατά χτυπήματα στην είσοδο.
     Εν ριπή οφθαλμού κατεβαίνουν τις σκάλες και οι δυο, ανοίγουν αμέσως την πόρτα και βρίσκονται αντιμέτωπες με δυο αγριεμένους Τούρκους χωροφύλακες (τσανταρμάδες), εκ των οποίων ο ένας είπε στη μητέρα μου αυστηρά:
     – Τώρα, νύφη, θα μας παραδώσεις τον άνδρα σου γρήγορα. Κι εκείνη με το θάρρος που δίνει η απόγνωση.
     – Ο άνδρας μου δεν είναι εδώ. Τον πήραν από τους πρώτους. Εσείς τον γυρεύετε από μένα κι εγώ από σας!
     – Αν ψάξουμε και τον βρούμε, συνέχισε ο Τούρκος, τότε θα σκοτώσουμε κι εσένα και τον άνδρα σου.
     – Ορίστε. Περάστε. Εσείς αποφασίζετε. Αν τον βρείτε, να μας σφάξετε και τους δυο! Η φωνή της ήταν τόσο πειστική, ώστε ο χωροφύλακας έμεινε για ένα λεπτό αναποφάσιστος. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, σαν από μηχανής Θεός, περνούσε ο επί κεφαλής αξιωματικός και ρώτησε:
     – Τι έγινε; Άνοιξαν γρήγορα την πόρτα; – Ναι, απάντησαν αυτοί. – Ε, τότε, ελάτε. Πάμε γι’ αλλού.
     Μόλις είχαν ξεφύγει όλοι από του χάρου τα δόντια και από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να σκέπτονται, πώς να βρουν κάποιο μέρος στο σπίτι, όπου θα μπορούσε ο πατέρας μου να κρυφθεί ή εν ανάγκη να δημιουργήσουν ένα καταφύγιο.
     Σκέφθηκαν και το ενδεχόμενο να διαφύγει ο πατέρας μου στα βουνά, αλλά την ιδέα αυτή την απέρριψαν ασυζητητί, επειδή η υγεία του, από τότε που είχε υπηρετήσει στα τάγματα εργασίας, ήταν διαρκώς επισφαλής.
     Τον είχαν στείλει τότε μαζί με άλλους να κόβουν χόρτα για ζωοτροφή από το πρωί έως το βράδυ, χωρίς τρόφιμα και χωρίς καμιά περίθαλψη. Αναγκάζονταν να ζυμώνουν μόνοι τους ψωμί και να το ψήνουν μέσα σε αυτοσχέδιους φούρνους. Άνοιγαν στο έδαφος μια λακκούβα, τοποθετούσαν μέσα μια πέτρινη πλάκα κι εκεί επάνω άναβαν φωτιά. Στη συνέχεια έβγαζαν τη στάχτη και τα κάρβουνα, έθεταν το ζυμάρι στη λακκούβα, το σκέπαζαν με αυτά και σε μία ώρα το ψωμί ήταν έτοιμο.
     Ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά από πνευμονία σε κείνη την ερημιά και θα πέθαινε, αν δεν επληροφορείτο το συμβάν η μητέρα του από κάποιον στρατιώτη που είχε λιποτακτήσει από την ομάδα τους. Τότε πήγε και παρακάλεσε τον Τούρκο Διοικητή της Πάφρας, τον οποίο γνώριζε λόγω της επαγγελματικής της ιδιότητας και με την παρέμβαση αυτού, είχε έρθει ο πατέρας μου στην πόλη.
     Εκείνη τη φορά είχε επιζήσει. Στην προκειμένη περίπτωση όμως; Η κατάσταση και τώρα ήταν εξίσου τραγική.
     Στο σαλόνι του σπιτιού τους, ενός μεγάλου κτηρίου που, όπως έλεγε η μητέρα μου, είχε συνολικά είκοσι επτά παράθυρα, υπήρχε ένα μεγάλο τζάκι. Δίπλα του ο τοίχος ήταν επενδυμένος από ξύλο και είχε διάφορα ράφια και ντουλάπια. Στο κάτω μέρος είχε ένα άνοιγμα, όπου αποθήκευαν τα ξύλα για τις καθημερινές ανάγκες της φωτιάς.
     Την άλλη μέρα ο πατέρας μου έβγαλε όσα ξύλα υπήρχαν εκεί και βάζοντας το κεφάλι του μέσα, δοκίμασε την πιο ευχάριστη έκπληξη της ζωής του, αφού ανακάλυψε αυτό που με τόση αγωνία προσπαθούσε να βρει. Το ιδανικό καταφύγιο! Στο εσωτερικό του ανοίγματος υπήρχαν σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε μια κόχη του τοίχου, που χωρούσε δύο άτομα καθιστά!
     Σχεδόν δέκα χρόνια έμεναν εκεί, αλλά ποτέ δεν είχαν φαντασθεί ότι μέσα στο σπιτι τους υπήρχε η τέλεια κρυψώνα.
     Όταν ο πατέρας μου είχε αγοράσει το κτήριο από τη χήρα με τις δύο κόρες της, που έφυγαν μετά για την Κωνσταντινούπολη, εκείνη δεν του είχε μιλήσει για την ύπαρξη αυτού του ανέλπιστου θησαυρού.
     Οι Τούρκοι χωροφύλακες ήλθαν κι άλλες φορές κι ερεύνησαν το σπίτι, αλλά ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
     Τρεις μήνες έμεινε ο πατέρας μου κρυμμένος, όταν κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου ήλθε και η σειρά τους να σταλούν εξορία μαζί με άλλους Παφραίους.
     Τους ειδοποίησαν ότι μέσα σε μια ώρα έπρεπε να ετοιμαστούν και να συγκεντρωθούν στην αυλή του σχολείου.
     Ο πατέρας μου ντύθηκε με γυναικεία ρούχα, έβαλε κι ένα μαντίλι στο κεφάλι κι ανακατεύθηκε με το πλήθος. Μαζί τους είχαν, εκτός από τα παιδιά τους, τη γιαγιά μου, Αγαθή και τις δύο θείες μου, αδελφές της μητέρας μου, τη Δέσποινα και την Ευσεβία.
     Στο ξεκίνημά τους για την εξορία, οι δικοί μου φόρτωσαν στο κάρο ορισμένα πράματα, καθ’ οδόν σε άλογα και στο τέλος είχαν μείνει τόσα λίγα ώστε τα μετέφεραν στην πλάτη τους.

(από το βιβλίο: Αγαθή Σιναπλίδου-Αποστολοπούλου, Από τη Μαύρη Θάλασσα στη Χώρα του Ιάσονα. Γεγονότα και αληθινές ιστορίες, Θεσσαλονίκη, Ερωδιός, 2013)